Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης γιὰ τὴ σύνοψη ἱστοριῶν του

Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης (11ος αἰ.) ἀναφέρει τοὺς διάφορους ἱστορικοὺς ποὺ ἔγραψαν γιὰ τὴν περίοδο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Νικηφόρου Α΄, ἐκθέτει τὴν ἄποψή του γιὰ τὰ ἔργα τους καὶ τὴ δική του προσπάθεια:

...καθένας τους ἔγραψε τὸ δικό του ἔργο, ἄλλος ὅμως γιὰ νὰ ἐπαινέσει κάποιον αὐτοκράτορα, ἄλλος γιὰ νὰ κατηγορήσει κάποιον πατριάρχη κι ἄλλος, πάλι, γιὰ νὰ πλέξει τὸ ἐγκώμιο κάποιου φίλου του. Καθένας τους ἐκπλήρωσε τὸ σκοπό του δίνοντάς του τὴ μορφὴ ἱστορικοῦ ἔργου [...] Γιατὶ καθὼς κατέγραψαν ἀναλυτικὰ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὴν ἐποχή τους καὶ λίγο πιὸ πρίν, καὶ καθὼς καθένας τους ἔγραψε τὸ ἱστορικό του ἔργο ἄλλος ἐκφράζοντας τὶς φιλικές του διαθέσεις, ἄλλος τὴν ἀντιπάθειά του, ἄλλος χαριστικὰ καὶ ἄλλος ἀκόμη καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς κάποιου, καὶ δὲν συμφωνοῦσαν μεταξύ τους στὴν ἀφήγηση τῶν ἴδιων γεγονότων, γέμισαν τοὺς ἀναγνῶστες τους ζάλη καὶ σύγχυση. Ἐμεῖς, τώρα, σεβαστήκαμε τὸν κόπο τῶν συγγραφέων αὐτῶν ποὺ ἀναφέραμε, καὶ πιστέψαμε ὅτι ἡ ἐπιτομή τους θὰ προσφέρει μεγάλη ὠφέλεια στοὺς φιλίστορες, καὶ μάλιστα σὲ ὅσους προτιμοῦν τὸ εὐκολότερο ἀπὸ τὸ δυσκολότερο -γιατὶ μιὰ ἐπιτομὴ ἀποτελεῖ τὸν συντομότερο δρόμο γιὰ τὴν κατανόηση τῶν γεγονότων κάθε ἐποχῆς καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ὑπομνημάτων. Διαβάσαμε λοιπὸν με προσοχὴ τὰ ἱστορικὰ ἔργα τῶν προαναφερθέντων συγγραφέων καὶ ἀπομακρύναμε ὅ,τι ἦταν γραμμένο μὲ ἐμπάθεια ἢ χαριστικά, προσπεράσαμε τὶς διαφορὲς καὶ τὶς διαφωνίες καὶ ἀφαιρέσαμε καὶ ὅ,τι κρίναμε ὅτι ἄγγιζε τὸν μύθο· συγκεντρώσαμε ἔτσι ὅ,τι φαινόταν λογικὸ καὶ δὲν ἔμοιαζε ἀπίθανο, προσθέσαμε καὶ ὅ,τι μᾶς μετέφεραν προφορικὰ οἱ μεγαλύτεροί μας, τὰ ἑνοποιήσαμε μὲ συντομία καὶ ἀφήσαμε στοὺς μεταγενέστερους τροφὴ εὔπεπτη καί, ὅπως λέει ἡ παροιμία, ἀλεσμένη. Ὁ σκοπός μας ἦταν ὅσοι διάβασαν τὰ ἱστορικὰ ἔργα ποὺ ἀναφέραμε νὰ τὰ ξαναθυμηθοῦν, ἔχοντας στὰ χέρια τους αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ διαβάζοντάς το -γιατὶ τὸ διάβασμα προκαλεῖ τὴν ὑπενθύμιση καὶ ἡ ὑπενθύμιση μὲ τὴ σειρά της τρέφει καὶ μεγαλώνει τὴ μνήμη, ὅπως ἀντίθετα ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἁδράνεια προκαλοῦν ἐλάττωση τῆς μνήμης, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ λησμονιὰ ποὺ ἐξασθενεῖ καὶ μπερδεύει τὴν ἀνάμνηση τῶν γεγονότων· ὅσοι πάλι δὲν διάβασαν ποτὲ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ ἔργα ἂς ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐπιτομὴ ὡς ὁδηγὸ καὶ ἀναζητώντας τὶς ἐκτενέστερες διηγήσεις νὰ ἀποκτοῦν πληρέστερη γνώση τῶν πραγμάτων. Τώρα ὅμως ἂς ξεκινήσουμε.


Μετάφραση Εὔδοξος Τσολάκης.

Δὲν εἶναι καιρὸς γιὰ ὅρκους ἀλλὰ γιὰ φόνους

Ὅταν ὁ Μιχαὴλ ἀπὸ τὸ Ἀμόριο καταγγέλθηκε γιὰ τὴ στάση του ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Ἀρμένιου, καὶ ὁμολόγησε ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ,

ἀποφασίστηκε νὰ θανατωθεῖ στὴν πυρὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὸν κλίβανο τοῦ ἀνακτορικοῦ λουτροῦ, καὶ μάλιστα νὰ παρακολουθεῖ τὴ σκηνὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς. Ἔτσι, πῆρε δεμένος τὸν δρόμο γιὰ τὸν θάνατο, ἐνῶ ἀκολουθοῦσε ὁ βασιλιὰς ποὺ ἤθελε νὰ δεῖ τὴ σκηνή.

Ὅμως, ἡ ἡμέρα τῆς ἐκτέλεσης ἦταν τὰ Χριστούγεννα τοῦ 820, καὶ ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδοσία τοῦ εἶπε ὅτι μὲ αὐτὰ ποὺ κάνει δὲν σέβεται τέτοια μέρα. Αὐτὸς ἄλλαξε γνώμη καὶ ἀποφάσισε νὰ χαρίσει τὴ ζωὴ στὸ Μιχαήλ. Διέταξε ὅμως νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν στὰ πόδια.

Ὁ Μιχαὴλ ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του σὲ κάποιον Θεόκτιστο, πράγμα ποὺ τοῦ ἐπετράπη. Στὴν πραγματικότητα, τὸν ἔβαλε νὰ φοβερίσει τοὺς συνεργάτες του στὴ συνωμοσία, ὅτι θὰ τοὺς πρόδιδε στὸν Λέοντα. Αὐτοὶ τρομοκρατημένοι, μεταμφιέστηκαν σὲ κληρικοὺς καὶ μπῆκαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς στὸ παλάτι γιὰ νὰ τελέσουν στὴν ἐκκλησία τὴ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων.

Ἔχοντας πάνω τους κρυμμένα μαχαίρια, χώθηκαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ σημεῖο τῆς ἐκκλησίας καὶ περίμεναν τὸ σύνθημα. Ὅταν κόντευε νὰ τελειώσει ἡ λειτουργία -ὁ βασιλιὰς ἦταν ἤδη ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ δυνατὴ φωνή του ἔψελνε ὅπως συνήθως τὸ “τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ”- τότε οἱ συνωμότες ὅρμησαν μεμιᾶς. Ἀπέτυχαν ὅμως στὴν πρώτη τους ἐπίθεση· ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὸν ἐπικεφαλῆς τῶν κληρικῶν εἴτε ἐξαιτίας τῆς σωματικῆς του ὁμοιότητας μὲ τὸν αὐτοκράτορα εἴτε ἐξαιτίας τοῦ ἴδιου καλύμματος ποὺ φοροῦσαν στὸ κεφάλι. Γιατὶ ἦταν χειμώνας κι ἔκανε κρύο καὶ ἀντιμετώπιζαν τὴν παγωνιὰ ντυμένοι βαριὰ καὶ μὲ τὰ κεφάλια σκεπασμένα μὲ πολὺ μυτερὰ καπέλα. Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ κλήρου πάντως ἀπομάκρυνε τὸν κίνδυνο βγάζοντας τὸ καπέλο του καὶ σιγουρεύοντας τὴ σωτηρία του μὲ τὴ φαλάκρα του. Στὸ μεταξὺ ὁ βασιλιὰς κατάλαβε τὸ κακόβουλο σχέδιο, μπῆκε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ κι ἁρπάζοντας τὴν ἁλυσίδα τοῦ θυμιατοῦ ἤ, ὅπως λένε ἄλλοι, ἕναν σταυρὸ ἀπέκρουε τὰ χτυπήματα. Οἱ συνωμότες ὅμως ὁρμοῦσαν ὅλοι μαζὶ κι ὄχι ἕνας ἕνας, καὶ χτυπώντας τον ἄλλος στὸ κεφάλι, ἄλλος στὰ σωθικὰ κι ἄλλος σ' ἄλλο σημεῖο τοῦ σώματος τοῦ προκαλοῦσαν βαριὰ τραύματα. Γιὰ κάποιο διάστημα ἄντεξε ἀποκρούοντας τὰ χτυπήματα τῶν σπαθιῶν μὲ τὸν θεῖο σταυρό· αὐτοὶ ὅμως τὸν χτυποῦσαν ἀπὸ παντοῦ σὰν νὰ ἦταν θηρίο. Ἔτσι, ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς πληγές, ὅταν εἶδε ἕναν πελώριο ἄνδρα ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ τοῦ δώσει τὸ τελειωτικὸ χτύπημα, τὸν ἐξόρκισε στὸ ὄνομα τῆς θείας χάρης τοῦ ναοῦ καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ τὸν λυπηθεῖ. Ὁ γενναῖος αὐτὸς ἄνδρας καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Κραμβωνιτῶν. Εἶπε στὸν Λέοντα: “εἶναι καιρὸς γιὰ φόνους κι ὄχι γιὰ ὅρκους”, καὶ τοῦ κατάφερε ἕνα φοβερὸ χτύπημα στὸ χέρι, ποὺ τοῦ τὸ ἔκοψε ἀπὸ τὴν κλείδα καὶ μαζὶ ἔκοψε καὶ τὴν κεραία τοῦ σταυροῦ. Ὅταν ἀποκαμωμένος πιὰ ἀπὸ τὰ χτυπήματα ἔπεσε στὰ γόνατα, κάποιος τοῦ ἔκοψε καὶ τὸ κεφάλι.

Ὁ περίβολος τοῦ παλατιοῦ ἦταν περιτριγυρισμένος ἀπὸ ἔνοπλους τοῦ Μιχαήλ. Κατόπιν,

Πῆραν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ τὴ σύζυγο τοῦ Λέοντα μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της, τὸν Συμβάτιο, ποὺ κατὰ τὴν ἀνάρρησή του εἶχε μετονομαστεῖ Κωνσταντίνος, τὸν Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Θεοδόσιο, τοὺς ἔβαλαν σ' ἕνα πλοιάριο καὶ τοὺς πῆγαν στὴ νῆσο Πρώτη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τοὺς εὐνούχισαν ὅλους, ὁ Θεοδόσιος πέθανε καὶ τάφηκε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ μεταξύ, ὁ Μιχαὴλ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴ φύλαξη τοῦ παπία καὶ μὲ τὰ πόδια ἀκόμη ἁλυσοδεμένα, ἀφοῦ τὰ κλειδιὰ τὰ εἶχε κρύψει ὁ Λέων στὸν κόλπο του, κάθισε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ἔτσι ὅπως ἦταν, μὲ τὶς ἁλυσίδες, καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκονταν στὰ ἀνάκτορα τὸν ἀνακήρυξαν βασιλιὰ καὶ τὸν προσκύνησαν.

Μετάφραση Εὔδοξος Τσολάκης.

 

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Ποιὸς θέλει νὰ γίνει Ρωμαῖος αὐτοκράτορας; Ἕνα, δύο, τρία, κατακυρώθηκε.


Ὅταν ὁ Περτίναξ δολοφονήθηκε, ὁ πεθερός του καὶ διορισμένος ἀπὸ αὐτὸν ἔπαρχος τῆς Ρώμης Σουλπικιανός, ποὺ πρὶν ἀπὸ τὴ δολοφονία εἶχε σταλεῖ στὸ στρατόπεδο γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη, παρέμεινε ἐκεῖ, καὶ ἐνεργοῦσε μὲ σκοπὸ νὰ γίνει αὐτοκράτορας. Ταυτόχρονα, ὁ Δίδιος Ἰουλιανός, κάποτε ἕνας ἄπληστος χρηματιστὴς καὶ ἀσελγής, ποὺ πάντα ἦταν ἕτοιμος γιὰ στάση καὶ γι' αὐτὸ εἶχε ἐξορισθεῖ ἀπὸ τὸν Κόμμοδο στὴν πατρίδα του τὸ Μεδιολάνο, ὅταν ἄκουσε τὰ νέα τοῦ θανάτου τοῦ Περτίνακα, πῆγε βιαστικὰ στὸ στρατόπεδο καὶ στεκόμενος στὴν πύλη του, ἔκανε προσφορὲς στοὺς στρατιῶτες γιὰ τὴν ἡγεμονία ἐπὶ τῶν Ρωμαίων. Τότε ἀκολούθησε ἕνα πολὺ ντροπιαστικὸ πράγμα καὶ ἀνάξιο τῆς Ρώμης. Γιατὶ, σὰ νὰ ἦταν σὲ κάποια ἀγορὰ ἢ σὲ χῶρο δημοπρασίας, τόσο ἡ Πόλη ὅσο καὶ ἡ αὐτοκρατορία μπῆκαν σὲ δημοπρασία. Οἱ πωλητὲς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν σφάξει τὸν αὐτοκράτορά τους, καὶ οἱ ὑποψήφιοι πωλητὲς ἦταν ὁ Σουλπικιανὸς καὶ ὁ Ἰουλιανός, ποὺ συναγωνίζονταν ἀναμεταξύ τους, ἕνας ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο καὶ ὁ ἄλλος ἔξω ἀπὸ αὐτό. Σταδιακά, αὔξησαν τὶς προσφορές τους στοὺς 20.000 σηστέρτιους ἀνὰ στρατιώτη. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἔλεγαν στὸν Ἰουλιανό, “Ὁ Σουλπικιανὸς προσφέρει τόσα, πόσα παραπάνω θὰ δώσεις ἐσύ;”. Καὶ στὸν Σουλπικιανὸ μὲ τὴ σειρά του, “Ὁ Ἰουλιανὸς ὑπόσχεται τόσα, πόσα θὰ δώσεις παραπάνω;”. Ὁ Σουλπικιανὸς θὰ ἔβγαινε νικητής, ἀφοῦ ἄλλωστε ἦταν μέσα στὸ στρατόπεδο καὶ ἦταν ὁ ἔπαρχος τῆς πόλης, καθὼς κι ὁ πρῶτος ποὺ προσέφερε 20.000 σηστέρτιους, ἂν δὲν εἶχε αὐξήσει ὁ Ἰουλιανὸς τὴν δική του προσφορὰ ὄχι κατὰ λίγο ἀλλὰ κατὰ 5.000 μὲ μιᾶς, φωνάζοντάς την δυνατὰ καὶ δείχνοντας τὸ ποσὸ μὲ τὰ δάχτυλά του. Ἔτσι, οἱ στρατιῶτες, αἰχμαλωτισμένοι ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ προσφορά του καὶ ταυτόχρονα φοβούμενοι ὅτι ὁ Σουλπικιανὸς θὰ ἐκδικεῖτο γιὰ τὸν Περτίνακα (μιὰ ἰδέα ποὺ ὁ Ἰουλιανὸς τοὺς ἀνέφερε), κάλεσαν μέσα στὸ στρατόπεδο τὸν Ἰουλιανό, καὶ τὸν ἀνακήρυξαν αὐτοκράτορα.

Δίων Κάσσιος.

Φωτογραφία: νόμισμα τοῦ Δίδιου Ἰουλιανοῦ (Μάρτιος - Ἰούνιος 193).

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Βαίτυλοι

Στὴν Ἔμεσα τῆς Συρίας (σημερινὴ Homs)

...ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ναός, διακοσμημένος μὲ πολὺ χρυσάφι, ἀσήμι καὶ πανάκριβους πολύτιμους λίθους [...] Ἄγαλμα φτιαγμένο ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου, σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν οἱ Ἕλληνες ἢ οἱ Ρωμαῖοι, ποὺ νὰ ἀναπαριστᾶ τὴ μορφὴ τοῦ θεοῦ δὲν ὑπῆρχε κανένα, ὑπῆρχε μόνο ἕνας τεράστιος μαῦρος λίθος, σὲ σχῆμα κώνου, σφαιρικὸς στὴ βάση του καὶ μυτερὸς στὴν κορυφή του. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ λίθος αὐτὸς εἶχε πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ πάνω του δείχνουν κάποιες μικρὲς προεξοχὲς καὶ κάτι σημάδια στὰ ὁποῖα θέλουν νὰ ἀναγνωρίζουν μιὰν ἀνεπεξέργαστη εἰκόνα τοῦ ἥλιου, ἀφοῦ ἔτσι εἶναι διατεθειμένοι νὰ τὰ βλέπουν. Αὐτοῦ τοῦ θεοῦ ἱερέας ἦταν ὁ Βασιανός.

Ἡρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορίας 5.3.4-5.


Ποιὸς ἦταν ὁ Βασιανός; Ἦταν ὁ μετέπειτα Ρωμαῖος αὐτοκράτορας γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἡλιογάβαλος. Καὶ πῶς ἔμοιαζε ὁ θεὸς Ἡλιογάβαλος; Κάπως ἔτσι (πηγὴ wikipedia), μέσα στὸ ναό του:

 

Τέτοια ἀγάλματα θεῶν ἦταν οἱ βαίτυλοι, κύβοι ἢ ἀκατέργαστες πέτρες (συνήθως, ἀπομεινάρια μετεωριτῶν). Οἱ ἀρχαῖοι Ἄραβες πάντοτε λάτρευαν τέτοιες πέτρες-θεότητες, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ Ναβαταῖοι. Ἕνας βαίτυλος ἀπὸ τὴν Πέτρα τῆς Ἰορδανίας:


Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Συροφοίνικες. Στὴν Ἑλλάδα τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα, ὁ Παυσανίας ἀρκετὲς φορὲς κάνει λόγο γιὰ ἀκατέργαστες πέτρες ποὺ θεωροῦνταν θεοί, ὅπως ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Ἔρωτας, ὁ Ἀπόλλων κ.ἄ. Ἄλλωστε, στοὺς Δελφοὺς βρισκόταν (Φωκικά, 24.6) ἡ πέτρα ποὺ ξέρασε ὁ Κρόνος καὶ τὴν εἶχε καταπιεῖ νομίζοντας ὅτι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά του. Κάθε μέρα τὴν ἄλειφαν μὲ ἐλαιόλαδο.

Στὴν Ὕηττο ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ἡρακλῆ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἄρρωστοι εἶναι δυνατὸν νὰ βροῦν γιατρειά. Ἡ λατρευτική του εἰκόνα δὲν εἶναι ἄγαλμα καλλιτεχνικό, ἀλλὰ λίθος ἀργός, ὅπως συνηθίζονταν τὸν παλιὸ καιρό.

Βοιωτικά, 24.3.


Οἱ Θεσπιεῖς τιμοῦν ἀνέκαθεν πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους τοὺς θεοὺς τὸν Ἔρωτα καὶ ἔχουν ἄγαλμά του παλαιότατο, ἕναν ἀλάξευτο λίθο.

Βοιωτικά, 27.1.


Τιμοῦν ἰδιαίτερα τοὺς λίθους οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν παράδοση, εἶχαν πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανό.

Βοιωτικά, 38.1-2.


Ἀπὸ τοὺς θεοὺς οἱ Χαιρωνεῖς τιμοῦν ἰδιαίτερα τὸ σκῆπτρο ποὺ κατὰ τὸν Ὅμηρο ἔκανε ὁ Ἥφαιστος γιὰ τὸ Δία. Αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τὸ λατρεύουν ὀνομάζοντάς το δόρυ. Λένε πὼς βρέθηκε στὰ σύνορα τῆς Χαιρώνειας. Ναὸ δὲν ἔχει χτίσει ἡ πόλη γιὰ τὸ σκῆπτρο, ἀλλὰ κάθε χρόνο ὁ ἱερέας τὸ κρατᾶ μέσα σὲ κάποιο κτίσμα. Θυσίες γίνονται κάθε μέρα.

Βοιωτικά, 40.11-12.


Μέσα στὸ παλαιὸ γυμνάσιο, κοντὰ στὶς πύλες ποὺ λέγονται Νυμφάδες, ὑπάρχει λίθος σὲ σχῆμα πυραμίδας, ὄχι μεγάλης. Τὸν λίθο αὐτὸν τὸν ὀνομάζουν Ἀπόλλωνα καρινόν.

Ἀττικά, 44.2.

 

Στὶς Φάρες, πολὺ κοντὰ στὸ ἄγαλμα εἶναι στημένοι λίθοι τετράγωνοι, περὶ τοὺς τριάντα, ποὺ οἱ Φαρεῖς τοὺς λατρεύουν δίνοντας σὲ καθένα τὸ ὄνομα κάποιου θεοῦ. Στὰ παλιότερα χρόνια ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀπέδιδαν θεϊκὲς τιμὲς σὲ ἀλάξευτους λίθους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴ θέση τῶν ἀγαλμάτων.

Ἀχαϊκά, 22.4

 

Ἀπὸ τὸ Γύθειο ἀπέχει τρία περίπου στάδια ἕνας ἄμορφος λίθος, πάνω στὸν ὁποῖο λένε πὼς κάθισε ὁ Ὀρέστης καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ μανία. Γι' αὐτὸ ὁ λίθος ὀνομάστηκε Ζεῦς καππώτας στὴ δωρικὴ διάλεκτο.

Λακωνικά, 22.1.

(Μετάφραση Ν. Παπαχατζῆς).

 

Ἕνας ἄλλος βαίτυλος, ποὺ ἀπεικονίζει τὴ θεὰ Ἀφροδίτη, ἀπὸ τὴν Παλαιοπάφο τῆς Κύπρου (πηγὴ wikipedia):

 

Γιὰ τὴν Ἀφροδίτη αὐτὴν κάνει λόγο ὁ Τάκιτος στὶς Ἱστορίες του (2.3). Κατὰ τὸν Παυσανία (Ἀττικά, 14.7), ἡ Ἀφροδίτη τῆς Κύπρου προῆλθε ἀπὸ τοὺς Φοίνικες.


Ἀλλὰ πῶς λάτρευε τὸν βαίτυλο ὁ Ἡλιογάβαλος;

Ἐμφανιζόταν μὲ βαρβαρικὴ ἐνδυμασία: φοροῦσε χρυσοπόρφυρους χιτῶνες, ποὺ ἔφταναν χαμηλὰ ἴσαμε τὰ πόδια κάτω καὶ εἶχαν μακριὰ μανίκια. Τὰ πόδια του, ἀπὸ τὴ μέση μέχρι κάτω τὰ νύχια, ἦταν μὲ ὅμοιο τρόπο σκεπασμένα ὁλόκληρα μὲ χρυσοπόρφυρα ἐνδύματα. Στὸ κεφάλι του φοροῦσε στέμμα ἀπὸ πολύτιμους λίθους ποὺ ἀστραποβολοῦσαν διάφορα χρώματα. [...] ...χορεύοντας κατὰ τὸν βαρβαρικὸ τρόπο, στοὺς ἥχους τοῦ αὐλοῦ, τῆς φλογέρας καὶ κάθε λογῆς ὀργάνου...

Ὅταν ἔγινε αὐτοκράτορας καὶ πῆγε στὴ Ρώμη, φυσικὰ θέλησε νὰ ἐπιβάλει τὴ λατρεία του ὡς ἀνώτερη. Γράφει ὁ Ἡρωδιανός:

Διέταξε ὅλους τοὺς ἄρχοντες τῶν Ρωμαίων καὶ ὅποιον τελοῦσε δημόσιες θυσίες νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ νέου θεοῦ Ἑλεγάβαλου πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεούς. [...] Ἔχτισε πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ ἕναν τεράστιο καὶ ὡραιότατο ναό, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔστησε πολλοὺς βωμούς. Καθημερινὰ ἔβγαινε ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωὶ καὶ ἔσφαζε ἀμέτρητους ταύρους καὶ πολλὰ πρόβατα, ποὺ τὰ ἀπέθετε στοὺς βωμοὺς καὶ ἀπὸ πάνω τους σκόρπιζε ὅλων τῶν λογιῶν τ' ἀρώματα. Μπροστὰ στοὺς βωμοὺς ἔχυναν πολλοὺς ἀμφορεῖς παλαιὸ καὶ ἐκλεκτὸ κράσί, ἔτσι ποὺ στὰ ρεῖθρα κυλοῦσε κρασὶ καὶ αἷμα ἀνάκατο. Κοντὰ στοὺς βωμούς, αὐτὸς μαζὶ μὲ γυναῖκες ἀπὸ τὴ Φοινίκη χόρευαν στοὺς ἤχους διαφόρων ὀργάνων, κάνοντας κύκλους γύρω ἀπὸ τοὺς βωμοὺς κρατώντας κύμβαλα καὶ τύμπανα. Ὁλόγυρα στέκονταν ὅλοι συγκλητικοὶ καὶ ἡ ἱππικὴ τάξη σὰν νὰ κάθονταν σὲ θέατρο. Τὰ σπλάχνα τῶν σφαγίων καὶ τὰ ἀρώματα τοποθετημένα σὲ χρυσὰ σκεύη τὰ μετέφεραν κρατώντας τα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους ὄχι ὑπηρέτες ἢ τίποτε ἄσημοι ἄνθρωποι ἀλλὰ οἱ διοικητὲς τῶν στρατοπέδων καὶ ὑψηλοὶ ἀξιωματοῦχοι, ποὺ φοροῦσαν μακριοὺς χιτῶνες μὲ μανίκια καὶ μιὰ πορφυρὴ οὔγια στὴ μέση, κατὰ τὴ φοινικικὴ μόδα. Φοροῦσαν παπούτσια λινά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ ἑρμηνευτὲς τῶν χρησμῶν στὴ Φοινίκη. [...] Τὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας, ποὺ οἱ Ρωμαῖοι τὸ σέβονται καὶ τὸ κρατοῦν κρυφὸ χωρὶς νὰ τὸ βλέπει κανείς, τὸ μετέφερε στὸ δωμάτιό του. [...] Ὕστερα ὅμως εἶπε ὅτι τοῦ θεοῦ δὲν τοῦ ἄρεσε μιὰ τέτοια πολεμικὴ θεὰ ποὺ εἶναι συνέχεια ὁπλισμένη, καὶ ζήτησε νὰ μεταφέρουν ἐκεῖ τὸ ἄγαλμα τῆς Οὐρανίας -ποὺ λατρεύεται ξεχωριστὰ ἀπὸ τοὺς Καρχηδόνιους καὶ τοὺς λαοὺς τῆς Λιβύης.

Οἱ Καρχηδόνιοι, ὡς γνωστόν, ἦταν κι αὐτοὶ Φοίνικες.


Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Ἀποδεχτεῖτε τὸ θρόνο ἀρνούμενοί τον

Ἕνα τέχνασμα. Ρητορικὸ ἢ πραγματικό, δύσκολα θὰ μάθουμε. 

Ἦταν μιὰ φορὰ ὁ Μαξιμίνος Θράξ,

...ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ νὰ ἀγνοοῦσε τί συνέβαινε, μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ τὸ εἶχε προσχεδιάσει μυστικά. Οἱ στρατιῶτες, τότε, τοῦ φόρεσαν τὴ βασιλικὴ πορφύρα καὶ τὸν ἀνακήρυξαν αὐτοκράτορα. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ ἀρνήθηκε καὶ πῆγε νὰ βγάλει ἀπὸ πάνω του τὴν πορφύρα. Καθὼς ὅμως οἱ ἄλλοι στέκονταν μπροστά του μὲ τὰ σπαθιὰ στὰ χέρια, ἀπειλώντας νὰ τὸν σκοτώσουν, θεώρησε προτιμότερο νὰ γλιτώσει τώρα καὶ νὰ κινδυνεύσει ἀργότερα κι ἔτσι ἀποδέχτηκε τὴν τιμή.

Ἡρωδιανός, 6.8.5-6.

Τὰ ἴδια λέει κι ὁ Ζωναρᾶς στὴν Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 13.10, γιὰ τὸν Ἰουλιανό. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀπείλησαν νὰ λάβει τὸ στέμμα (ἄλλωστε, ἤθελε ὁ Κωνστάντιος Β΄ νὰ τοὺς μεταφέρει ἀπὸ τὴν πατρίδα τους τὴ Γαλατία στὸ μέτωπο μὲ τοὺς Πέρσες -τοὺς μετέφερε ἀγόγγυστα ὁ Ἰουλιανός, μετά), κι αὐτὸς ἀναγκάστηκε νὰ γίνει αὐτοκράτορας. Μάλιστα, ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν νόμιμο αὐτοκράτορα, τὸν Κωνστάντιο Β΄, στὴν ὁποία παρουσίασε τὴ στάση του ἐναντίον του ὡς ἀκούσια.

Οἱ καταστροφεῖς τῆς Ἀλεξάνδρειας: Βεσπασιανός, Καρακάλλας, Αὐρηλιανός, Διοκλητιανός

Ὁ τρίτος αἰῶνας δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὸς γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Σὲ διάστημα μικρότερο τοῦ ἑνὸς αἰώνα, τρεῖς Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες γιὰ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον λόγο κατέστρεψαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο τὴν μεγαλύτερη ἑλληνικὴ πόλη τῆς Ἀρχαιότητας, χωρὶς λύπηση γιὰ τὴ φήμη της ὡς κέντρου τῶν γραμμάτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν ἢ γιὰ τὴν ἱστορία της.

 

Ἡ σφαγὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν τὸ 215 ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Καρακάλλα (211-217) μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν Ἡρωδιανό, τὸν Δίωνα Κάσσιο καὶ τὴν Historia Augusta.

Ἡ περιγραφὴ τοῦ Ἡρωδιανοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς.

...ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια προφασιζόμενος ὅτι ἤθελε νὰ δεῖ τὴν πόλη ποὺ χτίστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ νὰ θυσιάσει στὸν θεὸ ποὺ λατρεύεται ἐκεῖ ξεχωριστά. Διέταξε λοιπὸν νὰ ἑτοιμάσουν ἑκατόμβες γιὰ τὶς θυσίες καὶ γιὰ κάθε εἴδους καθαρμούς. Μόλις τὰ νέα ἔφτασαν ἐκεῖ, οἱ Ἀλεξανδρινοί, ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ φύση τους ἐπιπόλαιοι ποὺ εὔκολα καὶ μὲ τὸ παραμικρὸ ξεσηκώνονται, ἐνθουσιάστηκαν μαθαίνοντας γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τοῦ ἑτοιμάζουν ὑποδοχὴ ποὺ ὅμοιά της, ἔλεγαν, δὲν εἶχε γίνει ποτὲ σὲ κανέναν αὐτοκράτορα. Γέμισαν τὸν τόπο μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ ἔβγαζαν μεγάλη ποικιλία ἤχων· σύννεφο ἀπὸ θυμιάματα καὶ κάθ ελογῆς μυρωδικὰ σκόρπιζαν εὐωδιὰ στὶς εἰσόδους τῆς πόλης· λαμπαδηδρομίες καὶ βροχὴ λουλουδιῶν ἑτοιμάστηκαν πρὸς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Ἀντωνίνος μπῆκε στὴν πόλη μαζὶ μὲ ὅλο τὸν στρατό, ἀνέβηκε πρῶτα στὸν ναὸ ὅπου θυσίασε ἀμέτρητα ζῶα καὶ ἄφησε σωροὺς λιβάνι στοὺς βωμούς. Ἀπὸ ἐκεῖ κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τοῦ Ἀλέξανδρου. Ἔβγαλε τὴν πορφυρὴ χλαμύδα ποὺ φοροῦσε, τὰ δαχτυλίδια του μὲ τοὺς πολύτιμους λίθους, τὴ ζώνη καὶ ὅ,τι ἄλλο πολυτελὲς εἶχε πάνω του καὶ τὰ ἀπόθεσε στὸ μνῆμα. 

Βλέποντας αὐτὰ ὁ λαὸς πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ ὀργάνωσε ὁλονύχτιες γιορτές, χωρὶς νὰ ξέρει τὶς κρυφὲς σκέψεις τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι αὐτὸς σὲ ὅλα τὰ παραπάνω ὑποκρινόταν, καθὼς τὸ σχέδιό του ἦταν νὰ ἐξοντώσει ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ ἐκείνους. Τὸ κρυφὸ μίσος του εἶχε τὴν ἑξῆς αἰτία. Ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴ Ρώμη, ἐνόσω ὁ ἀδελφός του ζοῦσε ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ δολοφονία του, τὸν πληροφόρησαν ὅτι οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν εἶχαν διακωμωδήσει μὲ σκληρὸ τρόπο. Αὐτοί, φύσεις, θά 'λεγε κανείς, παιγνιώδεις μὲ κλίση στὰ καυστικὰ ἀστεῖα και τὶς γελοιογραφίες, συνήθιζαν νὰ ἐκτοξεύουν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς ἐξουσίας πολλά, ποὺ στοὺς ἴδιους μὲν φαίνονται πνευματώδη, γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ τὰ ὑφίστανται εἶναι ἐνοχλητικά. Τὰ πιὸ ἐρεθιστικὰ βέβαια εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀποκαλύπτουν στ' ἀλήθεια τὶς παλιοδουλειὲς κάποιου. Πολλὰ ἀπὸ τᾶ σκώμματα σὲ βάρος τοῦ Ἀντωνίνου ἀφοροῦσαν τὴ δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τὴν ἡλικιωμένη μητέρα του, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσαν Ἰοκάστη, ἐνῶ κορόιδευαν καὶ τὸν ἴδιο πού, ὄντας ἕνας μικροκαμωμένος ἄνθρωπος, ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Ἀχιλλέα, ἄνδρες δυνατοὺς καὶ σωματώδεις. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἀπὸ τὴ μεριά τους ὅλα τοῦτα τὰ θεωροῦσαν παιχνίδια, ὁ Ἀντωνίνος ὅμως, φύση ὀργίλη καὶ δολοφονική, ὁδηγήθηκε σὲ σκέψεις ὀλέθριες καὶ καταστροφικὲς γιὰ ἐκείνους. 

Ἔτσι, ἀφοῦ πῆρε μέρος στὶς γιορτὲς καὶ τὶς πανηγυρικές τους ἐκδηλώσεις, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ πόλη εἶναι γεμάτη κόσμο, καθὼς εἶχαν συρρεύσει πλήθη ἀπὸ ὅλη τὴ γύρω περιοχή , κάλεσε μὲ ἀνακοίνωσή του ὅλους τοὺς νέους νὰ συγκεντρωθοῦν σὲ ἕνα μεγάλο ἀνοιχτὸ πεδίο, λέγοντας ὅτι θέλει νὰ σχηματίσει μιὰ φάλαγγα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ νὰ τῆς δώσει τὸ ὄνομά του, ὅπως ἀνάλογα εἶχε κάνει μὲ τὴ μακεδονικὴ καὶ τὴ σπαρτιατικὴ φάλαγγα. Διέταξε λοιπὸν τοὺς νεαροὺς νὰ μποῦνε ὅλοι στὴ γραμμή, γιὰ νὰ τοὺς ἐξετάσει ἕναν ἕναν ὁ αὐτοκράτορας καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν ἡ ἡλικία, ἡ σωματικὴ διάπλαση καὶ ἡ φυσική τους κατάσταση εἶναι οι κατάλληλες γιὰ τὸν στρατό. Οἱ νεαροὶ ἔδωσαν ὅλοι τους πίστη στὶς παρακάτω ὑποσχέσεις καὶ θεώρησαν τὰ λόγια τοῦ Ἀντωνίνου εἰλικρινή, ἀφοῦ λίγο πρὶν εἶχε τιμήσει τὴν πόλη τους. Ἔτσι πῆγαν στὴ συγκέντρωση, μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους καὶ τ' ἀδέλφια τους, ποὺ μοιράζονταν τὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰσιοδοξία τους. 

Ὁ Ἀντωνίνος πέρασε ἀπὸ μπροστά τους, ὅπως εἶχαν τοποθετηθεῖ σὲ ἀπόσταση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, στάθηκε σὲ ὅλους καὶ εἶπε στὸν καθένα κι ἀπὸ ἕναν διαφορετικὸ ἔπαινο -ὅταν ξαφνικά, ὅλος ὁ στρατός του, χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτὸς καὶ χωρὶς νὰ κινήσει ὑποψίες, τοὺς περικύκλωσε. Μόλις, περνώντας ἀπ' ὅλη τὴν παράταξη, διαπίστωσε ὅτι εἶχαν πιὰ βρεθεῖ μέσα στὸν κλοιὸ τῶν ὅπλων, σὰν νὰ εἶχαν πιαστεῖ σὲ δίχτυ, ἔφυγε περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τοὺς φρουρούς του, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ στρατιῶτες, μὲ ἕνα σύνθημα, ἐπιτέθηκαν ἀπὸ παντοῦ σὲ ὅλους τοὺς περικυκλωμένους νεαροὺς καὶ σὲ ὅλους ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ γιὰ ἄλλους λόγους. Καθὼς λοιπὸν τοὺης εἶχαν κυκλωμένους ὁλόγυρα καὶ ἔνοπλοι ἀπέναντι σὲ ἄοπλους, τοὺς ἐξόντωσαν ὅλους μὲ κάθε τρόπο φόνου. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες κάποιοι σκότωναν καὶ κάποιοι ἄλλοι πιὸ πέρα ἔσκαβαν μεγάλα χαντάκια ὅπου τραβοῦσαν τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς πετοῦσαν μέσα, μέχρι ποὺ τὰ γέμισαν μὲ πτώματα. Κι ἀπὸ πάνω ἔριχναν χώματα, ὥσπου γρήγορα σχηματίστηκε ἕνας μεγάλος ὁμαδικὸς τάφος. Μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς ἔριξαν καὶ πολλοὺς μισοπεθαμένους, ἐνῶ ἔσπρωξαν μέσα κι ἄλλους ποὺ δὲν εἶχαν τραυματιστεῖ. Σκοτώθηκαν ὅμως καὶ πολλοὶ στρατιῶτες, γιατὶ ὅσοι ἀπὸ τὰ θύματα ἦταν ἀκόμα ζωντανοὶ καὶ εἶχαν κάποιες δυνάμεις ἔτσι ὅπως σπρώχνονταν καὶ συμπλέκονταν τοὺς τράβηξαν μαζί τους στὸν τάφο. Τόση ἦταν ἡ ἔκταση τῆς σφαγῆς, ὥστε οἱ ἐκβολὲς τοῦ Νείλου, ποὺ εἶναι μεγάλη περιοχή, καὶ ὅλη ἡ παραλία γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βάφτηκαν κόκκινα ἀπὸ τὰ ρυάκια τὸ αἷμα ποὺ διέσχιζαν τὴν πεδιάδα.

Ἡρωδιανός, ἔκδ. Lucarini, 95.16-97.19 (4.8.6-4.9.8). (Μτφ. "Κάκτος".)

 

Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Δίωνα Κάσσιου ἔχει ὡς ἑξῆς:

...Ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια ἀποκρύβοντας τὴν ὀργή του καὶ παριστάνοντας ὅτι λαχταροῦσε νὰ τοὺς δεῖ. Ἔτσι, ὅταν ἔφτασε στὰ προάστια, ὅπου οἱ ἐξέχοντες πολίτες εἶχαν ἔρθει μαζὶ μὲ διάφορα μυστικὰ καὶ ἱερὰ σύμβουλα, πρῶτα τοὺς χαιρέτησε ἐγκάρδια, καὶ μάλιστα διοργάνωσε συμπόσιο γιὰ τοὺς καλεσμένους του, κι ἔπειτα τοὺς ἐκτέλεσε. Τότε ἀφοῦ παρέταξε ὅλο τὸ στράτευμά του, βάδισε μέσα στὴν πόλη, ἀρχικὰ εἰδοποιώντας ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ παραμείνουν στὶς οἰκίες τους, καὶ καταλαμβάνοντας τοὺς δρόμους καθὼς καὶ τὶς στέγες. Καί, γιὰ νὰ παραβλέψουμε τὶς λεπτομέρειες τῶν κακῶν ποὺ ἐπέπεσαν στὴν δυστυχισμένη πόλη, δολοφόνησε τόσους πολλοὺς ποὺ δὲν ἐπιχείρησε νὰ πεῖ τίποτα γιὰ τὸν ἀριθμό τους, ἀλλὰ ἔγραψε στὴ σύγκλητο ὅτι δὲν εἶχε σημασία πόσοι ἢ ποιοὶ εἶχαν πεθάνει, ἀφοῦ ὅλοι ἄξιζαν αὐτὴ τὴν τύχη. Ἀπὸ τὸν πλοῦτο ποὺ ὑπῆρχε στὴν πόλη, μέρος του λεηλατήθηκε καὶ μέρος του καταστράφηκε. Μαζὶ μὲ τοὺς πολίτες ἐξοντώθηκαν ἐπίσης πολλοὶ ξένοι, καὶ ὄχι λίγοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν συνοδέψει τὸν Καρακάλλα σφαγιάστηκαν μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας γιὰ τὴν ταυτότητά τους. Γιατὶ, καθὼς ἡ πόλη ἦταν μεγάλη καὶ οἱ ἄνθρωποι δολοφονοῦνταν ταυτόχρονα σὲ κάθε μέρος της μέρα-νύχτα, ἦταν ἀδύνατον νὰ διακρίνουν κάποιον ὅσο κι ἂν τὸ ἤθελαν. Οἱ ἄνθρωποι χάνονταν σύμφωνα μὲ τὴν τύχη, καὶ τὰ σώματά τους ἀμέσως ρίχνονταν σὲ βαθεῖς λάκκους, ὥστε οἱ ὑπόλοιποι νὰ ἀγνοοῦν τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ μοίρα τῶν ντόπιων. Ὅλοι οἱ ξένοι ἐξαιρέθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους, καὶ φυσικὰ ὅλη ἡ περιουσία τους λεηλατήθηκε. Ὁ Καρακάλλας ἦταν παρὼν στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς σφαγῆς καὶ τῆς λεηλασίας, τόσο κοιτώντας ὅσο καὶ παρεμβαίνοντας, ἀλλὰ κάποιες φορὲς ἔδινε διαταγὲς στοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σέραπη. Γιατὶ ζοῦσε στὸ ναὸ τοῦ θεοῦ ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ μερόνυχτα τῆς αἱματοχυσίας. Ὁ Καρακάλλας, ἐνῶ σφάγιαζε τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς καὶ κατοικοῦσε στὸ ἱερὸ τέμενος, ἔστειλε μήνυμα στὴ σύγκλητο, ὅτι τελοῦσε τελετὲς καθαρμοῦ, ἐκεῖνες ἀκριβῶς τὶς μέρες κατὰ τὶς ὁποῖες στὴν πραγματικότητα θυσίαζε ἀνθρώπινα ὄντα στὸν ἑαυτό του ὅταν θυσίαζε ζῶα στὸ θεό. Γιατί τὸ ἀναφέρω αὐτὸ ὅμως, ὅταν τόλμησε νὰ ἀφιερώσει στὸ θεὸ (Σέραπη) τὸ σπαθὶ μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του; Μετά, κατάργησε τὰ θεάματα καὶ τὰ δωρεὰν γεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν, καὶ διέταξε ὅτι ἡ Ἀλεξάνδρεια θὰ πρέπει νὰ διαιρεθεῖ στὰ δύο μὲ ἕνα τεῖχος, τὸ ὁποῖο θὰ φροροῦσαν στρατιῶτες κατὰ διαστήματα, ὥστε οἱ κάτοικοι δὲν θὰ μποροῦν πλέον νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

Δίων Κάσσιος, ἔκδ. Dindorf, IV 301-302 (77.22-23).

 

Τὸ 212 ὁ Καρακάλλας κατάργησε διάφορα προνόμια τῶν φιλοσόφων τοῦ Μουσείου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Πρὸς τοὺς Ἀριστοτελικοὺς φιλοσόφους ἐπεδείκνυε μεγάλο μίσος μὲ κάθε τρόπο, ἔτσι ὥστε ἐπιθύμησε νὰ κάψει ἀκόμη καὶ τὰ βιβλία τους. Πιὸ συγκεκριμένα, στὴν Ἀλεξάνδρεια κατάργησε τὰ δωρεὰν γεύματα ποὺ τοὺς δίνονταν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα προνόμια ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει.

Δίων Κάσσιος, IV.285 (77.7.3).

 

Ἡ περιγραφὴ τῆς Historia Augusta (κειμένου τοῦ 4ου αἰώνα) ἔχει ὡς ἑξῆς:

Τότε πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἐκεῖ κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους στὸ Γυμνάσιο καὶ τοὺς προσέβαλε. Ἐπιπλέον, ἔδωσε διαταγὲς ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὰ φυσικὰ προσόντα ἔπρεπε νὰ καταταγοῦν στὸ στρατό. Ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς ὁποίους κατέταξε, τοὺς ἐκτέλεσε. Ἐπιπλέον, ἔδωσε διαταγὴ στοὺς στρατιῶτες του νὰ σφάξουν τοὺς καλεσμένους τους (hospites), πράγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη σφαγὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Historia Augusta, ἔκδ. Hohl, 187.29-188.6 (13.6.2-3)).

 

αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς (270-275) κατέστρεψε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἐξέγερσης.

Ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ, οἱ καβγάδες τῶν κατοίκων της γύρισαν σὲ θανάσιμη διαμάχη. Τότε τὰ τείχη της καταστράφηκαν, καὶ ἔχασε τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς περιοχῆς ποὺ καλεῖται Βρουχεῖο, τὸ ὁποῖο γιὰ πολὺ καιρὸ ἦταν τὸ ἐνδιαίτημα διαπρεπῶν ἀνδρῶν.

Ammianus Marcellinus, ἔκδ. Seyfarth, I 291.13-16 (22.16.15)

 

αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284-305) ἀφοῦ πολιόρκησε τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν ἔκαψε. Ἐπίσης ἔκαψε βιβλία ἀλχημείας.

Ἰωάννης Μαλάλας, ἔκδ. Thurn, 237.32-238.47 (12.41):

Τότε οἱ Αἰγύπτιοι ἐπαναστάτησαν καὶ φόνευσαν τοὺς ἄρχοντές τους. Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς ἐκστράτευσε ἐναντίον τους καὶ ἐπιτέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὴ Μεγάλη. Τὴν πολιόρκησε, ἔσκαψε τάφρους καὶ ἔκοψε καὶ ἄλλαξε πορεία στὸν ἀγωγὸ νεροῦ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν Κάνωπο. Κυρίευσε τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν ἔκαψε. Ἔκανε τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη πάνω σὲ ἕνα ἄλογο ποὺ παραπατοῦσε πάνω στὰ πτώματα. Γιατὶ εἶχε διατάξει τὸν στρατό του νὰ μὴ σταματήσει τὴ σφαγὴ προτοῦ τὸ αἷμα τῶν σκοτωμένων φτάσει στὰ γόνατα τοῦ ἀλόγου τὸ ὁποῖο ἵππευε. Κοντά στὴν πύλη ἀπ' ὅπου εἰσῆλθε, τὸ ἄλογο τοῦ αὐτοκράτορα πάτησε σὲ ἕνα πτῶμα ἀνθρώπου καὶ σκόνταψε γονατίζοντας ἔτσι ὥστε τὸ γόνατό του βάφτηκε κόκκινο. Ὁ αὐτοκράτορας τὸ παρατήρησε καὶ ἔδωσε συγχώρεση, καὶ οἱ στρατιῶτες του σταμάτησαν τὴ σφαγὴ τῶν κατοίκων. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἀνήγειραν ἕνα χάλκινο ἄγαλμα τοῦ ἀλόγου ὑπὲρ εὐχαριστίας. Τὸ μέρος αὐτὸ λέγεται ἕως σήμερα Ὁ Ἵππος Διοκλητιανοῦ.


Σούδα, ἔκδ. Adler, II, 104.21-23 λ. «Διοκλητιανός»: 

Τὰ περὶ χυμείας ἀργύρου καὶ χρυσοῦ τοῖς παλαιοῖς αὐτῶν γεγραμμένα βιβλία διερευνησάμενος ἔκαυσε.

Τὸ Βρουχεῖο βεβαίως, τὰ Βασίλεια (ἀνάκτορα) εἶχαν πωληθεῖ σὲ ἰδιῶτες ἀπὸ τὸν Βεσπασιανὸ τὸ 70 μ.Χ.: Αὐτός,

ἐπέβαλε πρόσθετες εἰσφορὲς στοὺς Ἀλεξανδρινούς. Καταρχάς, συνέλεξε μεγάλα ποσὰ ἀπὸ αὐτούς, μὲ διάφορους τρόπους, μὴ παραμελώντας καμμία πηγή, εἴτε ἀσήμαντη εἴτε ἀξιοκατάκριτη, καὶ ἔλαβε ἀπὸ κάθε πηγή, ἱερὴ καὶ μή, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσαν νὰ ληφθοῦν χρήματα. Ἐπίσης, ἀνανέωσε πολλοὺς φόρους ποὺ εἶχαν πέσει σὲ ἀχρηστία, αὔξησε πολλοὺς ποὺ ἦταν συνηθισμένοι, καὶ εἰσήγαγε νέους. Ἔτσι, οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τόσο γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὅσο καὶ γιατὶ εἶχε πωλήσει τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ παλατιοῦ, ἦταν θυμωμένοι μαζί του.

Δίων Κάσσιος, IV 92-93 (66.8.3-4).

 

Δὲν θὰ ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ στὴν καταστροφὴ μέρους τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Καίσαρα (ὁ ὁποῖος κατέστησε ἀκατοίκητη τὴ νῆσο Φάρο), γιὰ τὴν ὁποία ὁ πρῶτος συγγραφέας ποὺ γράφει σχετικὰ εἶναι ὁ Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.), ὅπως τὸν παραθέτει ὁ Σενέκας ὁ νεότερος (4 - 65).

ἐξουσία τὸν 3ο αἰ.

Ὁ Δίας, ὅπως αὐτὸς κατέχει μόνος του τὴν ἐξουσία τῶν θεῶν, ἔτσι καὶ τὴν ἐξουσία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἕναν τὴ δίνει

εἶπε στοὺς συγκλητικοὺς ὁ Καρακάλλας μετὰ τὸ φόνο τοῦ ἀδερφοῦ του Γέτα.


Ἡ ἐξουσία δὲν εἶναι προσωπικὸ κτῆμα ἑνὸς μόνο ἄνδρα ἀλλὰ κοινὸ κτῆμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης ἀπὸ παλιά. Σὲ μᾶς ἀνατέθηκε τὸ καθῆκον νὰ διοικοῦμε μαζί σας καὶ νὰ διαχειριζόμαστε τὴν ἐξουσία

εἶπε ὁ Μάξιμος στοὺς στρατιῶτες στὴν Ἀκυηλία.


Ἡρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστορία, 4.5 καὶ 8.7.

Ἡλιούπολη (Στράβων).

 

Στὴν Ἡλιούπολη εἶδα μεγάλα ἀνάκτορα, ὅπου ζοῦσαν οἱ ἱερεῖς. Λένε ὅτι στὰ παλαιὰ χρόνια ἡ πόλη ἦταν κατοικία ἱερέων, ἀνθρώπων φιλοσόφων καὶ ἀστρονόμων. Σήμερα ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ ἐπιστήμη χάθηκαν κι ἐδῶ. Κανένας δὲν μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση πὼς ἤξερε κάποια ἐπιστήμη. Ὑπῆρχαν μόνον ἱερεῖς καὶ ξεναγοὶ στὰ ἱερά (1). Τότε ποὺ ὁ Αἴλιος Γάλλος ἦταν ἔπαρχος καὶ περιόδευε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Αἴγυπτο, στὴ συνοδεία του ἦταν καὶ κάποιος Χαιρήμων, ποὺ παράσταινε πὼς ἤξερε μιὰ τέτοια ἐπιστήμη, ἀλλὰ περισσότερο τὸν περιγελοῦσαν ὡς ἀλαζόνα καὶ ἀνόητο. Ἐκεῖ λοιπὸν μᾶς ἔδειχναν τὰ ἀνάκτορα τῶν ἱερέων καὶ τὶς κατοικίες τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Εὐδόξου (2), ἐπειδὴ μαζὶ μὲ τὸν Πλάτωνα ἦρθε ἐδῶ καὶ ὁ Εὔδοξος καὶ ἔμειναν μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς δεκατρία χρόνια, καθὼς λένε μερικοί. Οἱ ἱερεῖς ἤξεραν τὴν ἐπιστήμη τῶν οὐρανίων σωμάτων, πράγματα ποὺ κρατοῦσαν μυστικὰ καὶ ἐξάλλου ἦταν δύσκολο νὰ μεταδοθοῦν. Αὐτοὶ οἱ δυό, μὲ τὸ μεγάλο διάστημα ποὺ ἔμειναν καὶ μὲ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσέφεραν (3), παρακάλεσαν ὥστε νὰ τοὺς μεταδώσουν κάποια κομμάτια τῆς θεωρίας αὐτῆς. Οἱ βάρβαροι βέβαια δὲν φανέρωσαν τὰ περισσότερα (4). Πάντως, αὐτοὶ τοὺς δίδαξαν τὰ τμήματα ποὺ διατρέχουν μέρα καὶ νύχτα καὶ σχηματίζουν τὶς τριακόσιες ἑξῆντα πέντε ἡμέρες, σχηματίζοντας τὸ ἕνα ἔτος. Οἱ Ἕλληνες ἕως τότε ἀγνοοῦσαν τὸ ἔτος (5), καθὼς καὶ ἄλλα πολλά, ἕως ὅτου οἱ νεότεροι ἀστρολόγοι παρέλαβαν καὶ χρησιμοποίησαν τὶς ἐργασίες τῶν ἱερέων, μεταφρασμένες στὰ Ἑλληνικά. Ἀκόμη καὶ σήμερα παίρνουν αὐτὴ τὴ γνώση ἀπὸ ἐκείνους, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους (6).

Στράβων, 17.29 (806). Μετάφραση Πάνος Θεοδωρίδης.

(1) Πῶς νὰ φτιάξετε ἕναν ἀστικὸ μύθο περὶ μιᾶς πόλης φιλοσόφων, ποὺ τώρα (ὅπως συμβαίνει πάντα σὲ τέτοιους μύθους) ἔχει ξεπέσει.

(2) Διατηροῦνταν οἱ κατοικίες ἐπὶ 400 χρόνια; Οἱ ντόπιοι θὰ πρέπει νὰ ἔβγαζαν πολλὰ λεφτὰ μὲ τόσους περιηγητὲς-κορόιδα.

(3) Δηλαδή, τί ὑπηρεσίες; Καντηλανάφτη στὰ ἱερά;

(4) Οἱ κακοὶ βάρβαροι, δὲν μᾶς τὰ εἶπαν ὅλα, ἐνῶ καθίσαμε δεκατρία χρόνια προσφέροντας ὑπηρεσίες.

(5) Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάποια ἀρχαῖα ἡμερολόγια, νομίζω τὸ ἀθηναϊκό, εἶναι λίγο ἄλλα ἀντ' ἄλλων. Ἢ τέτοια εἶναι ἡ γνώση μας γι' αὐτά. Ἀλλὰ ὅτι ὣς τὸν 4ο αἰώνα νὰ ἀγνοοῦσαν οἱ Ἀρχαῖοι τὸ ἔτος; Κάτι παραπάνω ἀπὸ ὑπερβολή.

(6) Ἡ παρεξήγηση τοῦ ἀφροκεντρισμοῦ. Προφανῶς οἱ ἀνατολίτικοι πολιτισμοὶ ἦταν ἀρχαιότεροι καὶ οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν ἀπὸ αὐτούς, ὅπως φαίνεται καὶ μὲ τὰ πρῶτα ἀγάλματα, τὶς σφίγγες καὶ ἄλλα. Ἐπιστήμη ὅμως οἱ Ἀνατολίτες δὲν εἶχαν, ἡ ἐπιστήμη ἀπαιτεῖ τὸ ἀφηρημένο κι ὄχι τὸ ἐφαρμοσμένο. Ἔτσι, τόσο οἱ ἀφροκεντρικοὶ ὅσο καὶ οἱ ἀντίπαλοί τους δὲν διακρίνουν τὶς οὐσιώδεις λεπτομέρειες. Μιὰ ἄλλη παράμετρος: Ὅταν οἱ Χριστιανοί, 2-3 αἰῶνες μετὰ τὸν Στράβωνα, ἔλεγαν ὅτι ὁ Πλάτων ἀντέγραψε τὸν Μωυσή, δὲν παρίσταναν τὸν τρελό. Βασίζονταν σὲ μιὰ διάχυτη ἀντίληψη τῶν ἴδιων τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀρχαιότητας (ἀπὸ τὸν 4ο π.Χ. ὣς τὸν 4ο μ.Χ.) σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες ἀντέγραψαν τοὺς Αἰγύπτιους, τοὺς Πέρσες, τοὺς Βαβυλώνιους καί (ὅπως λέει ὁ Πορφύριος) τοὺς Ἑβραίους. Δηλαδή, δὲν ἔλεγαν κάτι πρωτόγνωρο, ἐπαναλάμβαναν τὰ ἴδια περίπου πράγματα μὲ ὅσα οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν γιὰ τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης.

 

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

Ὁ Ἑλληνισμὸς ὡς μέσο ἔκφρασης μὴ ἑλληνικῶν ἀντιλήψεων

 ...Τὸ πρόβλημα ἐντοπίζεται σ' αὐτὴ καθαυτὴ τὴν ἔννοια τοῦ ἐξελληνισμοῦ. Εἶναι ἕνα μέτρο ἄχρηστο γὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ἔννοιας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Οὔτε κἂν λέξη δὲν ὑπάρχει στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τῆς κλασικῆς ἢ βυζαντινῆς περιόδου ποὺ νὰ δηλώνει τὴν ἔννοια τοῦ ἐξελληνισμοῦ. Ὁ ἑλληνισμὸς ἦταν μιὰ γλώσσα κι ἕνας πολιτισμὸς στὸν ὁποῖον μποροῦσαν νὰ μετέχουν λαοὶ ἐντελῶς διαφορετικοὶ μεταξύ τους. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ τὸν κάνει τόσο ξεχωριστό. [...] Ὁ ἑλληνισμός, λέξη γνήσια ἑλληνικὴ ποὺ ἀποδίδει τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, δηλώνει γλώσσα, σκέψη, μυθολογία καὶ εἰκόνες ποὺ συγκροτοῦν ἕνα ἐξαιρετικὰ εὐέλικτο μέσο πολιτιστικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἔκφρασης. Ἕνα μέσο ὄχι ἀναγκαστικὰ ἀντίθετο στὶς τοπικὲς ἢ αὐτόχθονες παραδόσεις. Ἀντίθετα παρεῖχε στὶς παραδόσεις αὐτὲς ἕναν νέο, πιὸ καλλιεργημένο τρόπο νὰ ἐκφραστοῦν.

G. Bowersock, Ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα, σσ. 26-27.