Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Πορφύριος ἢ Μάλχος

Κεφαλὴ φιλοσόφου, περ. 270-280 μ.Χ., Ἐθνικὸ ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο

 

 

Σούδα, Πορφύριος

μαθητὴς Ἀμελίου τοῦ Πλωτίνου μαθητοῦ, διδάσκαλος δὲ Ἰαμβλίχου, γεγονὼς ἐπὶ τῶν χρόνων Αὐρηλιανοῦ καὶ παρατείνας ἕως Διοκλητιανοῦ τοῦ βασιλέως. Ἔγραψε βιβλία πάμπλειστα, φιλόσοφά τε καὶ ῥητορικὰ καὶ γραμματικά.

 

A. Smith (ἔκδ.), Porphyrii Philosophi Fragmenta, Στουτγκάρδη-Λειψία 1993

σ. 372

Οἱ Ἕλληνες ἐπλανήθησαν, τὴν εὕρεσιν (τοῦ δρόμου πρὸς τὸν θεό) ἔδειξε ὁ θεὸς στοὺς Αἰγύπτιους, τοὺς Φοίνικες καὶ τοὺς Χαλδαίους, τοὺς Λυδοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους.

 

Εὐνάπιος, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, Πορφύριος (ἀπόδ. Κάκτου)

Λέει μάλιστα ὅτι κάποτε ἔδιωξε καὶ ἀπέβαλε ἀπὸ κάποιο λουτρὸ ἕνα δαιμόνιο· οἱ ντόπιοι τὸν ἔλεγαν Καυσάθα.

 

Φαίνεται ὅτι ἔφτασε σὲ βαθιὰ γεράματα. Ἄφησε πολλὲς θεωρίες ἀντίθετες μὲ ἐκεῖνες ποὺ εἶχε ἐκφράσει σὲ παλαιότερα βιβλία του, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι μεγαλώνοντας ἄλλαξε ἀπόψεις. Λέγεται ὅτι πέθανε στὴ Ρώμη

 

Πορφύριος, Περὶ τοῦ Πλωτίνου βίου (ἀπόδ. Κάκτου)

11

[Ὁ Πλωτίνος] πρόσεξε κάποτε ὅτι ἐγώ, ὁ Πορφύριος, σκεπτόμουν νὰ δώσω τέλος στὴ ζωή μου· ἦρθε ἀπρόσμενα στὸ σπίτι ποὺ ἤμουν κλεισμένος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἀπόφασή μου δὲν πήγαζε ἀπὸ κάποια λογικὴ σκέψη ἀλλὰ ἀπὸ μελαγχολία καὶ μὲ συμβούλευσε νὰ φύγω ταξίδι. Τὸν ἄκουσα κι ἔφυγα γιὰ τὴ Σικελία, ἐπειδὴ εἶχα ἀκούσει ὅτι ἐκεῖ, κοντὰ στὸ Λιλύβαιο, ζοῦσε ἕνας φημισμένος ἄνδρας, ὀ Πρόβος. Ἔτσι ἐγκατέλειψα αὐτὴ τὴν τάση νὰ πεθάνω

 

16

Ἐγώ, ὁ Πορφύριος, ἔγραψα πολλὲς ἀνασκευὲς τοῦ βιβλίου τοῦ Ζωροάστρη, τὸ ὁποῖο ἀπέδειξα νόθο καὶ σύγχρονο, κατασκευὴ τῶν αἱρετικῶν γιὰ νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τὰ δόγματα ποὺ εἶχαν ἀσπαστεῖ ἦταν αὐτὰ τοῦ ἀρχαίου Ζωροάστρη.

 

17

Βασιλεὺς εἶναι τὸ κανονικό μου ὄνομα, μετάφραση τοῦ ὀνόματος ποὺ ἔχω στὴ μητρική μου γλώσσα, ποὺ εἶναι Μάλχος, ὅπως ὁ πατέρας μου, καὶ «Μάλχος» στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «Βασιλεύς».

 

18

Κάποιοι σύγχρονοί του πίστεψαν πὼς ὁ Πλωτίνος ὑποκρίνεται βασιζόμενος στὴν κλοπὴ τῶν ἰδεῶν τοῦ Νουμηνίου, ἀλλὰ ὅτι τὸν θεωροῦσαν ἐπίσης μέγα μωρολόγο καὶ τὸν καταφρονοῦσαν, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἐννοοῦσαν καὶ ἐπειδὴ ἦταν ἐντελῶς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν παραφουσκωμένη μεγαλοπρέπεια τοῦ ἐπαγγελματία ρήτορα· τὰ μαθήματά του εἶχαν τὸ ὕφος τῆς συζήτησης, καὶ ποτὲ δὲν ἔκανε φανερὴ σὲ κανέναν τὴν ἐπιβλητικὴ λογικὴ συνοχὴ τῆς θέσης του. Ἐγώ, ὁ Πορφύριος, ὅταν τὸν ἄκουσα γιὰ πρώτη φορά, εἶχα τὴν ἴδια ἐμπειρία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ἔγραψα ἐναντίον του, ὅταν προσπάθησα νὰ δείξω ὅτι τὸ νοητὸ ἀντικείμενο ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν νοῦ. Την ἔργασία μου ἔβαλε νὰ τοῦ τὴ διαβάσει ὁ Ἀμέλιος. Στὸ τέλος τῆς ἀνάγνωσης, χαμογέλασε καὶ εἶπε: «Θὰ ἀναλάβεις τὸ ἔργο νὰ ξεκαθαρίσεις αὐτὲς τὶς δυσκολίες, Ἀμέλιε· αὐτὸς ἔπεσε πάνω τους, ἐπειδὴ δὲν καταλαβαίνει τὶς θέσεις μας». Ὁ Ἀμέλιος ἔγραψε μιὰ ἐκτενὴ πραγματεία-ἀπάντηση στὶς ἀπορίες τοῦ Πορφύριου, κι ἐγὼ ἔγραψα ἀνταπάντηση στὰ γραφόμενά του· ὁ Ἀμέλιος ἔγραψε ἐκ νέου ἀντίλογο στὴν ἀπάντησή μου. Στὴν τρίτη μου προσπάθεια, κατάφερα, ἂν καὶ μὲ κάποια δυσκολία, νὰ συλλάβω τὸ δόγμα· τότε μόνο μεταπείστηκα, ἔγραψα μιὰ ἀναίρεση καὶ τὴ διάβασα στὸ μάθημά του. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή, πίστεψα (ἐπιστεύθην) στὰ γραπτὰ τοῦ Πλωτίνου

 

Πορφύριος, «Κατὰ Χριστιανῶν» (ἀπόδ. Κάκτου)

Καὶ ποιὰ συγχώρεση ἀξίζουν ἐκεῖνοι ( = Χριστιανοί) ποὺ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι προαιωνίως θεωροῦνται θεοὶ ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς βαρβάρους; Ποιὲς τιμωρίες, ἐπίσης, δὲν θὰ ἦταν δίκαιο νὰ ὑποστοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀποστάτησαν ἀπὸ τὰ πατροπαράδοτα ἤθη καὶ ἔγιναν θαυμαστὲς τῆς ξένης μυθολογίας τῶν Ἰουδαίων, αὐτῆς ποὺ ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἔχει κακὸ ὄνομα;

 

Μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἀμμώνιο […] Ὁ Ἀμμώνιος δηλαδὴ ἦταν χριστιανός, μεγαλωμένος ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς

 

Τώρα ἀποροῦν ποὺ ἡ ἀρρώστια ἔχει κυριεύσει τὴν πόλη ( = Ρώμη)  γιὰ τόσα χρόνια, ἀφοῦ, ὅταν λατρευόταν ὁ Ἀσκληπιὸς καὶ οἱ ἄλλοι θεοί, δὲν ὑπῆρχε νόσος. Ἀπὸ τότε ποὺ λατρεύεται ὁ Ἰησοῦς, κανεὶς δὲν ἀντιλήφθηκε κάποιο δημόσιο ὄφελος ἀπὸ μέρους τῶν θεῶν.

 

Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία

3.23.13

Ὁ Πορφύριος στὴν Φιλόσοφο ἱστορία του διέσυρε τὸν βίο τοῦ κορυφαίου τῶν φιλοσόφων Σωκράτη καὶ ἔγραψε γι’ αὐτὸν τέτοια πράγματα ποὺ οὔτε ὁ Μέλητος οὔτε ὁ Ἄνυτος, οἱ κατήγοροί του, ἐπιχείρησαν νὰ ποῦν.

 

3.23.38

Ἐπειδὴ κάποιοι Χριστιανοὶ τὸν ἔδειραν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ δὲν τὸ ἄντεξε, ἐξαιτίας τῆς όργῆς του κατέλειπε τὸν Χριστιανισμόν

 

Πορφύριος, Πρὸς Μαρκέλλαν

1

Σὲ παντρεύτηκα, Μαρκέλλα, […] ὄχι ἐπειδὴ κ.λπ. […] ὄχι ἐξαιτίας τῆς χρηματικῆς περιουσίας ποὺ ἔχεις ἢ ἔχω, οὔτε κ.λπ. […] τουναντίον, γιατὶ, ἐξαιτίας τῆς ἀβελτηρίας τῶν συμπολιτῶν σου καὶ τοῦ φθόνου τους τους πρὸς ἐμένα, ἀντιμετώπισα πολλὲς ὕβρεις, καί, ἐνάντια σὲ κάθε προσδοκία, κινδύνευσα νὰ θανατωθῶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαιτίας σου.

 

24

Ὑπάρχουν τέσσερις κύριες ἀρχὲς ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε ὅσον ἀφορᾶ τὸν θεό: πίστις, ἀλήθεια, ἔρως, ἐλπίς. Πρέπει νὰ ἔχουμε πίστη ὅτι ἡ μόνη μας σωτηρία εἶναι ἡ ἐπιστροφή μας πρὸς τὸ Θεό.

 

Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (ἀπόδ. Μ. Σιδέρη)

1.31

Πρέπει ν’ ἀπορρίψωμε τοὺς πολλοὺς χιτῶνες τῆς ψυχῆς μας, καὶ τοῦτο τὸν ὁρατὸ καὶ σάρκινο καὶ ὅσους φοροῦμε ἐσωτερικά, ἐπειδὴ συνδέονται μὲ τὸ δέρμα μας.

ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα ἔχουν ἤδη σαρκικὴ φύση, πρέπει νὰ ἀπέχωμε καὶ ἀπὸ κάθε τὶ ποὺ μᾶς ἐξωθεῖ πρὸς αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὰ ὁρμή.

 

1.34

Οἱ σαρκικὲς ἐπαφές, πάλι, καὶ οἱ ἐπαφικὲς ἐμπειρίες γενικῶς, ὄχι μόνο σωματοποιοῦν τὴν ψυχή, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς τὴν ἐκμαύλισαν ὥστε νὰ ἐκπέσει, ὅπως ἀκριβῶς ἕνα σῶμα, σὲ ἀκατάληπτα παραληρήματα.

 

1.35

Εἶναι πραγματικὴ γιὰ ἐμᾶς ἡ καταναγκαστικὴ ἐμπλοκή μας πρὸς τὸν αἰσθητὸ κόσμο.

 

1.38

Καρφὶ τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ σώματα εἶναι ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία συγκολλεῖ αὐτὴν στὴ δύναμη τοῦ πάθους της καὶ καθηλώνει τὴν ψυχὴ στὴν ἀπόλαυση, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὸ σῶμα.

 

1.41

Τὸ πρόβλημα τοῦτο δὲν λύνεται βεβαίως μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ δίνουν οἱ πολλοί, ὅτι δηλαδὴ ἄλλα πάθη εἶναι αἰσχρά (καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀποστρεφώμεθα) καὶ ἄλλα ὄχι. Ἐπειδὴ ὅλα τὰ πάθη εἶναι ἀσφαλῶς αἰσχρά, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν σύμφωνη μὲ τὸν λόγο ζωή, πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγωμε ὅλα ὅπως ἀκριβῶς τὰ ἀφροδίσια.

 

2.27

Ἡ θυσία ἀνθρώπων θεωρήθηκε πολὺ καλὸ πράγμα, γιατὶ ἐπίστεψαν ὅτι προσφέροντας τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεὸ μὲ θυσιαστικὲς πράξεις, καθαγίαζαν πιὸ πολὺ καὶ τὴν πράξη.

 

Μέχρι τώρα, λοιπόν, στὴν Ἀρκαδία κατὰ τὰ Λύκαια καὶ στὴν Καρχηδόνα ἐπίσης, ὅταν τιμοῦν τὸν Κρόνο, ὄχι μόνον τελοῦνται πάνδημες, δημόσιες ἀνθρωποθυσίες, ἀλλὰ σὲ κανονικὰ χρονικὰ διαστήματα ραίνουν τοὺς βωμοὺς μὲ ἀνθρώπινο αἷμα, χάριν τῆς ζωτικότητας καὶ τῆς διατηρήσεως τοῦ ἐθίμου ὠς ἐνεγοῦ.

 

2.38

Ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ δεσμεύσουν τὸ ἀείροο καὶ ἀεικίνητο πνεῦμα, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἄγονται καὶ φέρονται σφοδρὰ ἀπὸ αὐτό, ὅπως ἀπὸ ἕναν ἀδάμαστο ἄνεμο, αὐτὲς ταράζονται καὶ κινοῦνται σπασμωδικὰ καὶ ἄγρια, ὅταν οἱ ἐπιθυμίες τοῦ πνεύματος ἐνθαρρύνονται καὶ γίνονται βίαιες. Αὐτὲς λοιπὸν οἱ ψυχὲς εἶναι ἐπίσης δαίμονες, ποὺ θὰ μποροῦσαν δικαιολογημένα νὰ χαρακτηρίζωνται κακοποιοί.

 

2.40

ἀνάμεσα στὶς ἄλλες βλάβες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς κακοποιοὺς δαίμονες, ἡ μέγιστη εἶναι αὐτή, ὅτι δηλαδὴ αὐτοί, καθὼς γίνονται αἴτιοι τῶν γήϊνων συμφορῶν, ὅπως εἶναι οἱ λιμοί, ἡ ἀκαρπία τῆς γῆς, οἱ σεισμοί, οἱ ξηρασίες καὶ τὰ ὅμοια.

 

…ὑποδυόμενοι τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων θεῶν…

 

2.41

Καὶ ἡ ποίηση ὅμως ἐξῆψε περισσότερο τὶς ἐσφαλμένες γνῶμες τῶν ἀνθρώπων. … Ἡ ποίηση ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς παρασύρει στὸν διασυρμὸ καὶ στὴν προσδοκία ὅσων εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβοῦν.

 

2.42

[οἱ κακοποιοὶ δαίμονες]

θέλουν νὰ εἶναι θεοὶ καὶ ἡ προϊσταμένη αὐτῶν ἀρχὴ θέλει νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ μέγιστος θεός. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ χαίρονται μὲ «σπονδὴ αἵματος καὶ κνίσσα κρεάτων». Διότι, μὲ τοῦτα αὐξάνει τὸ σωματικὸ καὶ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο τους.

 

2.50

Εἶναι βέβαιο ὅτι πολλοὶ βάρβαροι κάνουν σπλαγχνομαντεία μὲ ἀνθρώπινα σώματα.

 

2.53

Αὐτά, καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν, δὲν ἀναφέρονται ἀφελῶς καὶ προχείρως, ἀλλὰ λέγονται ἐπειδὴ ἡ ἱστορία βρίθει ἀπὸ παρόμοια δεδομένα. Καί, ὅπως ἀκριβῶς ἔχουν, ἔτσι καὶ θὰ περιγράψωμε ἐδῶ τὰ ἀκόλουθα:

Ἐθυσιάζετο λοιπὸν στὴν Ρόδο, κατὰ τὸν μήνα Μεταγειτνιώνα, ὅταν εὑρίσκετο στὴν ἕκτη μέρα του, κάποιος ἄνθρωπος πρὸς τιμὴν τοῦ Κρόνου. […] κρατοῦσαν δέσμιο ἕναν ἀπὸ κείνους ποὺ εἶχαν καταδικασθεῖ νομίμως καὶ δημοσίως σὲ θάνατο […] καὶ ἀφοῦ τὸν πότιζαν οἶνο, τὸν ἔσφαζαν.

Στὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου… ἐθυσιάζετο ἄνθρωπος πρὸς τιμὴν τῆς Ἀγραύλου, τῆς θυγατέρας τοῦ Κέκροπος, καὶ τῆς νύμφης Ἀγραυλίδος.

 

2.54

Τὴ συνήθεια τῆς ἀνθρωποθυσίας κατέλυσε καὶ στὴν πόλη τοῦ Ἠλίου τῆς Αἰγύπτου ὁ Ἄμωσις, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μανέθων στὸ ἔργο του περὶ ἀρχαϊσμοῦ καὶ εὐσεβείας.

Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ἐθυσιάζοντο πρὸς τιμὴ τῆς Ἥρας […]

Καὶ στὴ Χίο ὅμως θυσίαζαν ἄνθρωπο, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὠμαδίου Διονύσου, διαμελίζοντάς τον. Καὶ στὴν Τένεδο, ὅπως λέγει ὁ Εὔελπις ὁ Καρύστιος, τὸ ἴδιο. Ὁ Ἀπολλόδωρος ἐπίσης λέγει ὅτι καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι θυσίαζαν ἄνρθωπο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄρεως.

 

2.55

Οἱ Φοίνικες, πάλιν, σὲ μεγάλες συμφορὲς πολέμων ἢ λοιμῶν ἢ ἀνυδρίας, θυσίαζαν κάποιον ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπιφανεῖς, δοξάζοντας τὸν Κρόνο.

Ἡ φοινικικὴ ἱστορία βρίθει ἀπὸ περιπτώσεις ἀνθρωποθυσιῶν, ἱστορία τὴν ὁποία ἔγραψε ὁ Σαγχουνιάθων στὴν γλώσσα τῶν Φοινίκων, ἐνῶ ὁ Φίλων ὁ Βύβλιος τὴν μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα σὲ ὀκτὼ βιβλία.

Ὁ Ἵστρος, πάλιν, στὴν σύνοψη τῶν Κρητικῶν θυσιῶν, λέγει ὅτι οἱ Κουρῆτες κατὰ τὴν ἀρχαιότητα θυσίαζαν παιδιὰ πρὸς τιμὴν τοῦ Κρόνου. Ὅτι καταργήθηκαν οἱ ἀνθρωποθυσίες σχεδὸν ἀπὸ ὅλους, αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ὁ Πάλλας, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε τὰ στοιχεῖα περὶ τῶν μυστηρίων τοῦ Μίθρα κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ.

Ὅμως καὶ στὴν Λαοδικεία, ποὺ εὑρίσκεται στὴν Συρία, ἐθυσιάζετο πρὸς τὴν Ἀθηνᾶ μιὰ παρθένος κάθε χρόνο. Τώρα, θυσιάζεται  μιὰ ἐλαφίνα.

Καὶ οἱ Δουματηνοὶ τῆς Ἀραβίας θυσίαζαν κάθε χρόνο ἕνα παιδί, τὸ ὁποῖο ἔθαπταν κάτω ἀπὸ τὸν βωμό, ποὺ χρησιμοποιοῦν καὶ ὡς ξόανο.

Ὁ Φύλαρχος μάλιστα ἐξιστορεῖ ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες, πρὶν ἐκστρατεύσουν ἐναντίον κάποιων ἐχθρῶν, θυσίαζαν δημοσίως ἀνθρώπους.

Καὶ ἀναφέρω ἀκόμη ὅτι καὶ οἱ Θράκες καὶ οἱ Σκύθες θυσιάζουν ἀνθρώπους.

Ἀλλὰ ποιὸς ἀγνοεῖ ὅτι καὶ στὴν μεγάλη πόλη (τὴν Ρώμη) κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Λαταρίου θυσίαζαν ἄνθρωπο;

 

2.57

Ὄχι πρὸς τιμὴν θεῶν, ἀλλὰ δαιμόνων, εἰσήγαγον οἱ ἄνθρωποι τὶς αἱματηρὲς θυσίες.

 

3.16

Οἱ Αἰγύπτιοι, πάλιν, ἐθεώρησαν τὰ ζῶα καὶ ὡς θεούς, εἴτε ἐπειδὴ πίστευαν πράγματι ὅτι εἶναι θεοὶ εἴτε παριστάνοντας σκοπίμως τὶς μορφὲς τῶν θεῶν μὲ πρόσωπα βοδιῶν ἢ ὀρνίθων ἢ ἄλλων ζώων, γιὰ ν’ ἀναγκάζονται ἔτσι νὰ μὴν τὰ βλάπτουν σὲ βαθμὸ ἴσιο πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἴσχυε γιὰ τοὺς ἀνρθώπους, εἴτε καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, μυστικώτερους.

 

3.20

Οἱ θεοὶ δημιούργησαν τὸ εἶδος μας χάριν αὐτῶν τῶν ἰδίων· καὶ χάριν ἡμῶν, δημιούργησαν τὰ ζῶα.

 

4.2

Ἂν εἶναι σωστὸ νὰ θεωροῦμε τὸν Κρόνο ὡς πρόσωπο πραγματικὸ καὶ ὄχι κούφιο μύθο…

 

4.20

Γι’ αὐτὸ μιαίνουν καὶ οἱ ἐρωτικὲς πράξεις. Διότι αὐτὲς εἶναι συνουσίες.

[…]

Ἀλλὰ καὶ ἡ συνουσία μεταξὺ ἀνδρῶν μολύνει ἐπίσης, ἐπειδὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀπονέκρωση τοῦ σπέρματος καὶ σὲ παρὰ φύσιν ἕνωση.

Ὥστε τὰ ἀφροδίσια πάθη καὶ οἱ σχέσεις αὐτὲς μολύνουν ὁπωσδήποτε· τὸ ἴδιο καὶ οἱ ὀνειρώξεις, διότι ἀναμιγνύεται ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα καὶ ἕλκεται πρὸς τὴν ἡδονή, πράγμα ποὺ φέρει καὶ διάσπαση τῆς ἑνότητάς της.

 

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Ἡ Ποίηση φταίει

Οἱ Μοῦσες, ψηφιδωτὸ ἀπὸ τὴν πόλη Ζεῦγμα. Πηγή: Anadolu Ajansi / Adem Yilmaz

Ὁ ἐθνικὸς Πορφύριος (3ος αἰ.):

Ἡ ποίηση ἐξῆψε περισσότερο τὶς ἐσφαλμένες γνῶμες τῶν ἀνθρώπων.

Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων, Β΄ 107 (2.41.1), ἔκδ. J. Bouffartigue.

 

Ὁ ἐθνικὸς Ἀμμώνιος (6ος αἰ.)

ἔτυχε νὰ ἔχει ἕνα γάιδαρο, ὁ ὁποῖος, λένε, ὅταν ἄκουγε διαλέξεις γιὰ τὴν ποίηση, συχνὰ ξέχναγε νὰ φάει ἀκόμη κι ἂν προηγουμένως εἶχε σκόπιμα ἀποφύγει νὰ φάει.

Δαμάσκιος, Βίος Ἰσιδώρου, 47, ἔκδ. Π. Ἀθανασιάδη.

 

Ὁ ἐθνικὸς Ἰσίδωρος (6ος αἰ.)

εἶχε ἐλάχιστη συμπάθεια γιὰ τὴν ποίηση, μιὰ καὶ ὡς ἐπιστημονικὸς κλάδος δὲν φτάνει στὴν ψυχὴ ἀλλὰ παραμένει στὸ ἐπίπεδο τῆς φαντασίας καὶ τῆς γλώσσας.

Δαμάσκιος, Βίος Ἰσιδώρου, 48A, ἔκδ. Π. Ἀθανασιάδη.

 

Ὁ χριστιανὸς Ἀγαθίας (6ος αἰ.):

ἡ ποίηση εἶναι ἱερὸ πράγμα καὶ θεσπέσιο. Μὲ αὐτὴν οἱ ψυχὲς ἐπιτυγχάνουν μιὰ κατάσταση ἐνθουσιασμοῦ, ὅπως ὁ Πλάτων θὰ ἔλεγε, στὴν ὁποία αὐτοὶ ποὺ ἀληθινὰ ἔχουν γίνει μουσόληπτοι καὶ κατέχονται ἀπὸ τὴν βακχεία αὐτὴ γεννοῦν παιδιὰ ὑπέρτερης ὀμορφιᾶς.

Ἀγαθίας, Ἱστορίαι, 4.30-5.2 (Προοίμιον, 9), ἔκδ. R. Keydell.