Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

ἡ Ὕστερη Ἀρχαιότητά μας

Μετάφραση ἀπὸ τὸ Averil Cameron, Remaking the Past, στό: G. Bowersock – P. Brown – O. Grabar (ἐκδ.), Late Antiquity, a Guide to the Postclassical World, σσ. ix-x.

Πολλὰ ἀπὸ ὅσα δημιουργήθηκαν τὴν περίοδο ἐκείνη [τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα] κυλᾶν ἀκόμη στὶς φλέβες μας. Γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια παλαιότερη περίοδο τῆς ρωμαϊκῆς ἱστορίας, ἔχουμε κληρονομήσει τὴν κωδικοποίηση τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ βάση τοῦ δικαστικοῦ συστήματος τόσων πολλῶν κρατῶν στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική. [...] Ἡ βασικὴ δομὴ καὶ οἱ δογματικὲς διατυπώσεις τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὸν λατινικὸ Καθολικισμὸ καὶ στὶς πολλὲς μορφὲς τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη [...] Ἀκόμη καὶ ἡ πρόσβασή μας στοὺς προγενέστερους κλασσικοὺς τοῦ ἀρχαίου κόσμου, στὰ Λατινικὰ καὶ τὰ Ἑλληνικά, κατέστη πιθανὴ μόνο διὰ τῆς ἀντιγραφικῆς δραστηριότητας τῶν Χριστιανῶν τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας καθὼς καὶ τῶν συνεχιστῶν τους στὴν πρώιμη μεσαιωνικὴ περίοδο, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν σὲ ἕνα ἀτελείωτο, δίχως καταστάλαγμα, διάλογο μὲ τὸ δικό τους παγανιστικὸ παρελθόν.

Συγκρινόμενη μὲ τοὺς ἀκλόνητους, σχεδὸν ἀόρατους θεμελιώδεις θεσμοὺς καὶ ἰδέες ποὺ δημιουργήθηκαν στὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα καὶ ἀκόμη βρίσκονται στὰ θεμέλια τοῦ κόσμου μας, ἡ προγενέστερη κλασσικὴ περίοδος τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἔχει μιὰ ὀνειρική, σχεδὸν πανάλαφρη ποιότητα. Εἶναι ἡ ὀνειρικὴ στιγμὴ τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ ὡς μιὰ μηδέποτε ἀποτυγχάνουσα πηγὴ ἔμπνευσης.

Ἀναγέννηση: Κονδύλης, Παπαϊωάννου, Brown, Kitzinger, Panofsky

Παναγιώτης Κονδύλης, Μακιαβέλλι, ἔργα, τ. 1, σσ. 21, 89-91,

...Τὰ πνευματικὰ αἰτήματα κι οἱ ζυμώσεις ἐκφράζονται μὲ σύμβολα δανεισμένα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ποὺ οἱ ἀναγεννησιακοὶ ἄνθρωποι τὴ φαντάζονται σὰν ἐποχὴ ἐλεύθερων, ἀδέσμευτων ἀτόμων, προβάλλοντας ἔτσι στὴν ὀθόνη της τὸ δικό τους αἴτημα ἢ ἰδεῶδες. (Ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τῆς Ἀναγέννησης γιὰ τὴν ἀρχαιότητα, ποὺ ἀναζωπυρώθηκε στὴν ἐποχὴ τοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ ποὺ ὑποτιμᾶ τὸ ρόλο τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἰδεολογίας στὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων, ἀκόμα δὲν ἀπαλλαχτήκαμε ἐντελῶς.)


Ὁ Μακιαβέλλι κινεῖται προπαντὸς ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ ἰδεῶδες, ποὺ περιλαμβάνει ἀποκλειστικὰ τὴν πολιτικὴ ἰδέα, ἐνῶ τὸ ἑλληνικὸ πολιτειακὰ ἰδεῶδες περιέχει καὶ τὴν ἰδέα ἑνὸς πνευματικοῦ καὶ ἠθικοῦ πολιτισμοῦ – κι αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ἀριστοτέλης τὸ θίγει ἐπανειλημμένα μιλώντας γιὰ τὶς πολιτεῖες, ἐνῶ ὁ Μακιαβέλλι καθόλου δὲν κάνει τὸ ἴδιο. Ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποίησε ἕνα εἶδος ἱστορικῆς μεθόδου μὲ σκοπὸ δεοντολογικὸ καὶ ἠθικό, τὴν ἀνεύρεση τῆς ἰδανικῆς πολιτείας, ποὔχει ἀπώτερο σκοπό της τὴν εὐτυχία τοῦ πολίτη καὶ τὴν ἐσωτερική της ἰσορροπία καὶ πληρότητα. Ἔτσι ὁ Ἀριστοτέλης συνυφαίνει τὸ κρατικὸ ἰδεῶδες μὲ τὴν εὐδαιμονία τῶν πολιτῶν, ἐνῶ ὁ Μακιαβέλλι σκέφτεται πρῶτα-πρῶτα τὸ κράτος σὰν ἐξουσία καὶ τὴ δυνατοτητα τῆς ἐπιβίωσης μέσα στὸν ἀνταγωνισμὸ μὲ τὰ ὑπόλοιπα κράτη: τοῦτος ὁ ἀνταγωνισμὸς ὑπαγορεύει τὴ μορφὴ τῆς πολιτείας κι ὄχι κάποια ἀτομοκεντρικὴ θεώρηση. Κι αὐτὸ συμβαίνει εὔλογα, ἀφοῦ γιὰ τὸν Μακιαβέλλι τὸ πρόβλημα, ὡς πρὸς τὸ ἄτομο, δὲν εἶναι νὰ τὸ ἀνυψώσεις, παρὰ νὰ τὸ κυβερνήσεις.

Στὴν ἱστοριογραφία, λοιπόν, οἱ ἀνθρωπιστὲς ἀκολουθοῦνε πολὺ περισσότερο τὴ ρωμαϊκὴ σχολὴ τοῦ Λιβίου καὶ τοῦ Κικέρωνα, παρὰ τὴν ἑλληνικὴ σχολὴ τοῦ Θουκυδίδη καὶ τοῦ Πολυβίου.


Κώστας Παπαϊωάννου, Ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἴσκιος του, σσ. 42, 110-111.

Μὲ πολὺ περιορισμένη τὴν ἐπικοινωνία της πρὸς τὶς αὐθεντικὲς μορφὲς τῆς μεγάλης ἐποχῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ θέλοντας κυρίως νὰ προβάλλει τὰ αἰτήματά της σ' ἕναν κόσμο [...] ἡ Ἀναγέννηση δημιούργησε μιὰ φανταστικὴ Ἑλλάδα μὲ σκοπό, μὲ τὸ ἐνδιάμεσο αὐτῆς τῆς φανταστικῆς «Ἀρχαιότητας» νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν πανίσχυρη ἱστορική της βούληση. Ἡ «Ἀρχαιότητα» αὐτὴ ἦταν μιὰ οὑμανιστικὴ summa ποὺ στὸν τομέα τῆς Τέχνης περιοριζόταν σὲ ἀλεξανδρινὰ ἔργα, ρωμαϊκὰ ἀντίγραφα καὶ ἐλάχιστα πρωτότυπα τῆς μεγάλης ἐποχῆς.


Ἡ Ἀναγέννηση εἶναι ἡ πρώτη ἐποχὴ μέσα στὴν ἱστορία ποὺ κατόρθωσε νὰ ἀρνηθεῖ καὶ νὰ διαγράψει τὸ δικό της ἄμεσο παρελθὸν καὶ τὴ δική της ἄμεση παράδοση καὶ νὰ δημιουργήσει μιὰ παράδοση ἐκ τοῦ μηδενός, ἀνατρέχοντας σ' ἕνα παρελθὸν ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὴ χώριζαν δεκαπέντε αἰῶνες χριστιανισμοῦ καὶ σὲ μιὰ παράδοση ποὺ ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν οὐσία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς «οὑμανιστικῆς καλλιέργειας» καὶ ποὺ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ριζικὰ ἔξω ἀπὸ τὶς προσλαμβάνουσες δυνάμεις τῆς μαζικῆς ψυχῆς -ἐκείνης τῆς μαζικῆς ψυχῆς ποὺ λίγο πρωτύτερα, στὴ ρωμανογοτθικὴ ἐποχή, ἦταν κύρια πηγὴ καὶ ὁ κύριος δέκτης τῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισμοῦ.



Peter Brown, Ὁ κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας, σ. 187

[Οἱ Βυζαντινοὶ] ζοῦσαν στὸ κλασικὸ παρελθόν τους μὲ τέτοια φυσικότητα ὥστε τὸ μεσαιωνικὸ Βυζάντιο ποτὲ δὲ γνώρισε μιὰ «Ἀναγέννηση»: Οἱ Βυζαντινοὶ ποτὲ δὲν θεώρησαν ὅτι τὸ κλασικό τους παρελθὸν εἶχε πεθάνει, γι' αὐτὸ καὶ σπάνια ἐπιχείρησαν συνειδητὰ νὰ τὸ «ἀναστήσουν». Τὸ συντηροῦσαν κάθε τόσο μὲ μιὰν ἀνακάθαρση


Ernst Kitzinger, Studies in late antique, Byzantine and medieval western art, τ. 1, σ. 505

Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ἀναγέννηση» γιὰ τὶς κορυφώσεις αὐτὲς συχνὰ ἔχει ἀμφισβητηθεῖ, ἀκριβῶς γιατὶ τὸ Βυζάντιο ποτὲ δὲν ἔχασε τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν τέχνη τῆς Ἀρχαιότητας. Ὑπῆρχαν ἀναβιώσεις, ἀλλὰ «μπολιάζονταν» μὲ τὶς ἐπιβιώσεις.


E. Panofsky, Renaissance and Renascences, Kenyon Review (1944), 204

...Στὴ βυζαντινὴ σφαίρα ὑπῆρχε ὑπερβολικὰ μεγάλη ἐπιβίωση τῆς κλασσικῆς παράδοσης, ὥστε νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀναβιώσεις ἐκτενεῖς. Τὸ Βυζάντιο [...] δὲν θὰ ἔφτανε ποτὲ σὲ μιὰ «μοντέρνα ἐποχὴ» ἀκόμη καὶ ἐὰν οἱ Τοῦρκοι δὲν τὸ κατακτοῦσαν τὸ 1452 (sic)







Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Ἕνας προσηλυτισμὸς στὸν ὁποῖο κάτι πῆγε στραβά

Κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ ἔγινε σεισμὸς μεγάλος στὴ Βηρυτὸ τῆς Φοινίκης κι ἔπεσαν τὰ περισσότερα κτίσματα τῆς πόλεως. Κι αὐτὸ εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἐθνικοὶ νὰ μποῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ λένε ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ ὅπως κι ἐμεῖς. Ἀπὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς μερικοὶ ἐπεχείρησαν μεταβολὲς στοὺς τύπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅμοια μὲ κλέφτες ἀνεχώρησαν καὶ ἔφτιαξαν δική τους ἐκκλησία (ναό) καὶ ὑποδέχθηκαν ἐκεῖ τὸ πλῆθος μιμοῦμενοι ὅλα τὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπῆρξαν σχεδὸν κοντά μας, ὅπως ἡ αἵρεση τῶν Σαμαρειτῶν μὲ τοὺς Ἰουδαίους, καὶ ἐζοῦσαν μὲ τὸν τρὸπο τῶν ἐθνικῶν (ἐθνικῶς ζῶντες).


Θεοφάνης, Χρονογραφία, Ἔτος 5840 ἀπὸ Κτίσεως Κόσμου (347-348). Μετ. Ἀνανίας Κουστένης, τ. 1, σ. 109.

 

Τὸ ἀρχαῖο κείμενο ὑπάρχει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεοφάνη (ἀρχὲς 9ου αἰώνα), καὶ σὲ μία ἀνώνυμη ἱστορία ποὺ ἀνάγεται ἀρκετὰ νωρίτερα ἀπὸ τὸ Θεοφάνη, σήμερα βρισκόμενη ὡς παράρτημα στὴν ἔκδοση τοῦ Φιλοστόργιου ἀπὸ τοὺς J. Bidez – F. Winkelman (1981), μὲ τίτλο Fragmente eines Arianischen Historiographen, σ. 214 (παράγραφος 23).

Ἐὰν ὁ ἱστοριογράφος ἦταν Ἀρειανιστής, τότε οἱ πρώην Ἐθνικοὶ πῆγαν νὰ γίνουν Ἀρειανιστές, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν.