Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

"Ἡ Ἱσπανία μᾶς ἔδωσε τὸ θεὸ ποὺ βλέπουμε"

Αὐτὸ λέει ὁ ρήτορας Πάκατος Δρεπάνιος ἀπὸ τὴ Γαλατία (σημερινὸ Μπορντώ) σὲ λόγο του πρὸς τὸν Θεοδόσιο Α΄. Ὁ λόγος ἐκφωνήθηκε τὸ καλοκαίρι τοῦ 389 στὴ Ρώμη, στὸ κτήριο τῆς Συγκλήτου, παρουσίᾳ τοῦ Θεοδόσιου, τῶν συμβούλων του καὶ τοῦ σώματος τῶν Συγκλητικῶν τῆς Ρώμης.

"Cedat his terris terra Cretensis parui Iouis gloriata cunabulis et geminis Delos reptata numinibus et alumno Hercule nobiles Thebae. Fidem constare nescimus auditis; deum dedid Hispania quem videmus".

λοιπόν.

Πηγή: Panegyricus latini Pacati Drepani Dictus Theodosio, ἔκδ. R. A. B. Mynors, XII Panegyrici Latini, Oxford 1964, 85.12-16 (4.5).

Μετάφραση: C. E. V. Nixon, Pacatus. Panegyric to the Emperor Theodosius [Translated Texts for Historians Latin Series 2], Liverpool 1987, σσ. 20-21:

"Let the land of Crete, famous as the cradle of the child Jupiter, and Delos, where the divine twins learnt to crawl, illustrious as the nursemaid of Hercules, yield to this land. We do not know whether to credit the stories we have heard, but Spain has given us a god whom we can actually see".

Οἱ ἀπόψεις γιὰ τὴ θρησκεία τοῦ Πακάτου διίστανται. Φαίνεται νὰ ἔχει γνώση κάποιων στοιχείων τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ὡστόσο, ἡ πλειονότητα τῶν Συγκλητικῶν, μπροστὰ στοὺς ὁποίους μιλοῦσε ὁ Πάκατος, ἦταν Ἐθνικοί, μὲ ἐθνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν ἰδεατὸ αὐτοκράτορα. Ἐὰν ὁ Πάκατος Δρεπάνιος ἦταν Χριστιανός, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἀπίθανο, τότε ἐπέλεξε νὰ μὴν ἔχει βιβλικὲς καὶ ἄλλες χριστιανικὲς ἀναφορὲς στὸ λόγο του. Μάλιστα, ἐμφανίζει τὸ Θεοδόσιο ὡς ἀντικείμενο προσευχῶν τῶν πολιτῶν, ὄχι μόνο δημόσιων ἀλλὰ καὶ ἰδιωτικῶν. Ἔτσι, οἱ πολίτες ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ ἀποπλεύσουν περιμένουν ἀπὸ αὐτὸν νὰ δώσει καλὸ καιρό, ὅσοι ταξιδεύουν ζητοῦν ἀπὸ αὐτὸν νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψουν, καὶ ὅσοι πρόκειται νὰ πολεμήσουν ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο ζητοῦν καλὴ τύχη:

Κείμενο (87.2-5 (6.4)): 

"talem esse debere qui gentibus adoratur, cui toto orbe terrarum priuata uel publica uota redduntur, a quo p etit nauigaturus serenum peregrinaturus reditum pugnaturus auspicium".

Μετάφραση (σ. 22):

"such ought he to be who is adored by the nations, to whom private and public prayers are addressed over the entire world, from whom a man about to make a voyage seeks a calm sea, a man about to travel a safe return, a man about to enter battle a happy omen".

Οἱ θέσεις αὐτὲς ξεπερνοῦν τὰ ὅρια τῆς χριστιανικῆς ἀνοχῆς στὴν αὐτοκρατορικὴ λατρεία, ἀνοχὴ ἡ ὁποία εἶχε τὴν ἔννοια τῆς ἐκδήλωσης σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ, κι ὄχι βέβαια τὴ λατρεία του ὡς θεοῦ ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιμένει καθένας καλὴ τύχη. 

Εἴτε ὁ Πάκατος πίστευε ὅσα ἔλεγε, εἴτε οἱ Συγκλητικοὶ εὐχαριστιοῦνταν μὲ αὐτά (ὁ Θεοδόσιος διόρισε τὸν Πάκατο λίγους μῆνες ἀργότερα ἔπαρχο τῆς Ἀφρικῆς), εἶναι εἰρωνεία τῆς ἱστορίας ὅτι οἱ Ἐθνικοὶ θεωροῦσαν ὡς θεὸ τὸν αὐτοκράτορα ποὺ μὲ νόμους, πρὶν ἀπὸ τὸ 389, διέταξε τὴν παύση τῆς προχριστιανικῆς λατρείας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι κατὰ τὸν Εὐτρόπιο, ἕναν Ἐθνικό, ὁ Κωνσταντίνος μετὰ τὸ θάνατό του "δίκαια κατατάχθηκε στοὺς θεούς" (“…atque inter divos meruit referri).

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Διδάγματα ἀπὸ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα

 

Ἀπὸ τὸ P. Brown, Ὁ Κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας:

«Οι χριστιανοί είχαν κερδίσει έδαφος σε εκείνες ακριβώς τις περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που βγήκαν από την κρίση του 3ου αιώνα με τις λιγότερες απώλειες. Πέπλο σιωπής σκέπασε τις επίμονα παγανιστικές επαρχίες της Δύσης. Αντίθετα, η Συρία και η Μικρά Ασία με τη ζωηρή παρουσία του χριστιανικού στοιχείου ξεχώριζαν ολοένα και πιο έντονα για την οικονομική τους ευημερία και τις πνευματικές αναζητήσεις τους. […] Ο χριστιανισμός είχε εξελιχθεί σε μια εκκλησία έτοιμη να απορροφήσει μια ολόκληρη κοινωνία….Ο ασπασμός του χριστιανισμού από ένα Ρωμαίο αυτοκράτορα το 312 δεν θα μπορούσε να συμβεί –ή, αν συνέβαινε, θα αποκτούσε ένα τελείως διαφορετικό νόημα– αν δεν είχε προηγηθεί, επί δύο γενεές, ο ασπασμός της κουλτούρας και των ιδανικών του ρωμαϊκού πολιτισμού από το χριστιανισμό. […] Για τον Ωριγένη και τους μαθητές του, ο χριστιανισμός ήταν η "φυσική", η "πρωταρχική" θρησκεία. Τους "σπόρους" της χριστιανικής διδασκαλίας τους είχε σπείρει ο Χριστός σε κάθε άνθρωπο. …Ο Χριστός λοιπόν, είχε "φροντίσει" ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει ο ελληνικός πολιτισμός –ιδίως την ελληνική φιλοσοφία και ηθική– όπως, σκοπίμως είχε αποκαλύψει το Νόμο στους Εβραίους· η ίδρυση της οικουμενικής χριστιανικής εκκλησίας από τον Χριστό είχε επίτηδες συμπέσει με την εδραίωση της οικουμενικής ρωμαϊκής ειρήνης από τον Αύγουστο. Άρα ένας χριστιανός δεν μπορούσε να απορρίψει ούτε την ελληνική κουλτούρα ούτε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χωρίς να φαίνεται πως στρέφει τα νώτα του στην καθορισμένη από τον Θεό πρόοδο της ανθρωπότητας….Ο Ωριγένης και οι διάδοχοί του δίδαξαν τους εθνικούς ότι με το να γίνουν χριστιανοί εγκατέλειπαν ένα συγκεχυμένο και υπανάπτυκτο στάδιο ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης, και προχωρούσαν στην καρδιά του πολιτισμού. Στις σαρκοφάγους και στις τοιχογραφίες του τέλους του 3ου αιώνα, ο Χριστός εμφανίζεται …ντυμένος με το απλό ιμάτιο ενός καθηγητή φιλολογίας να μιλάει –όπως θα είχε κάνει ο Ωριγένης– σ’ έναν ήσυχο κύκλο ευπρεπών μαθητών. …[οι Απολογητές] υποστήριζαν ότι ο χριστιανισμός ήταν η μόνη εγγύηση αυτού του πολιτισμού – ότι οι καλύτερες παραδόσεις της κλασικής φιλοσοφίας και τα υψηλά πρότυπα της κλασικής ηθικής μπορούσαν να διαφυλαχθούν από την απειλή των βαρβάρων μόνο αν επικυρώνονταν από τη χριστιανική αποκάλυψη»

«Στα τέλη του 3ου αιώνα…σε πολλές αγροτικές περιοχές, από τη Βρετανία ώς τη Συρία, αρχαϊκές λατρείες χωρίς καμιά συγγένεια με τους κλασικούς Ολύμπιους ύψωναν πάλι το κεφάλι τους πιο επίμονα από ποτέ»

«Όταν συγκρίνουμε τις τραχιές, ένστολες μορφές του Διοκλητιανού και των συνεργατών του με τις υπέροχες κλασικές σαρκοφάγους της σύγχρονης χριστιανικής ανώτερης τάξης, αντιλαμβανόμαστε πως, μπροστά στο απειλούμενο χάσμα ανάμεσα στους νέους αφέντες της αυτοκρατορίας και τις παραδόσεις των αρχαίων πόλεων, η παλιά διαίρεση μεταξύ παγανιστών και χριστιανών πολιτών ήταν πλέον ασήμαντη. Αν μη τι άλλο, γύρω στο 300…στον πολιτισμένο ελληνικό κόσμο ο λατινόφωνος στρατιώτης ήταν τώρα ο ξένος»

«Για τον Ιουλιανό ο "ελληνισμός" είχε πολύ αδύναμες ρίζες σε μια καθυστερημένη επαρχία όπως η Καππαδοκία. Οι χριστιανοί επίσκοποι στις πόλεις της Καππαδοκίας όμως, αν και προέρχονταν από την ίδια τάξη με τους παγανιστές συναδέλφους τους, αποθαρρύνονταν λιγότερο από τη δυσθεράπευτη "βαρβαρότητα" του ντόπιου πληθυσμού. Του έκαναν επίμονα κηρύγματα στα ελληνικά· τον στρατολογούσαν σε ελληνόφωνα μοναστήρια· έστελναν ελληνόφωνους ιερείς στην επαρχία. Η Καππαδοκία παρέμεινε ελληνόφωνη επαρχία ώς τον 14ο αιώνα»

«Τον 3ο αιώνα, η χριστιανική εκκλησία αποτελούσε μια μικρή κοινότητα "μυημένων". Όσοι είχαν υποβληθεί στο "μυστήριο" του βαπτίσματος συγκαταλέγονταν ήδη ανάμεσα σε αυτούς που είχαν "σωθεί". Αλλά στα τέλη του 4ου αιώνα ήταν πολύ λιγότερο βέβαιο πως εκείνοι που είχαν δεχτεί ένα τυπικό βάπτισμα σε τούτο τον κόσμο θα σώζονταν στον άλλον. Το άγχος των ανθρώπων, λοιπόν, μετατοπίστηκε σε ένα πιο απόμακρο γεγονός: στην καθοριστική εκκαθάριση λογαριασμών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η πρώιμη εικονογραφία της μετά θάνατον ζωής, που έδειχνε μια ήσυχη ομάδα μυημένων να χαίρονται την ειδυλλιακή παροστασία σ’ έναν άλλο κόσμο –κάτω από τον ξέσταρο ουρανό ή στη σκιά ενός δέντρου– αντικαταστάθηκε από τη φοβερή εικόνα του Χριστού ως Αυτοκράτορα και Δικαστή, μπροστά στο θρόνο Του οποίου μια μέρα θα κρινόταν ολόκληρος ο πληθυσμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»

Βιβλία στὴν πυρά

 

Βλ. J. Hahn, Public Rituals of Depaganization in Late Antiquity, στό: A. Busine (ἐκδ.), Religious Practices and Christianization of the Late Antique City (4th - 7th cent.), Leiden 2015, σ. 133:

In Rome, such a procedure may have been applied for the first time in 181 BC when the senate ordered the burning of several newly discovered religious books, supposed to be writings of legendary king Numa, because they threatened to “dissolve religion”. Various other instances of public bookburning are on record in Republican and Imperial times. In all cases the public rite of burning was made a spectacle and represented a ritual at a chosen public place, sometimes underlined as a religious one by the use of ritually significant material for the pyre like fig wood, or the participation of sacrificial attendants to kindle it. The destruction of divinatory and astrological writings or magical handbooks of various sorts clearly required such distinctive ritual treatment in order to give a forceful public statement of power by the perpetrators, state officials, and to prove the powerlessness of the beliefs, prophesies, incantations and charms that were being burnt. Later, Diocletian proscribed Manichaean books as a threat to society and the same happened to Christian books after the edict which started the Great Persecution.

This well established tradition was kept up by Constantine. But his first documented measures now enforced decisions of church councils. Following the renewed condemnation of the Montanist and Gnostic sects by the council of Nicaea, he suppressed their assemblies and ordered that their books should be hunted out. The wording of his rescript commanding to search for and burn the books by the pagan Porphyry and Christian Arius has survived. However, most imperial initiatives against dangerous books after Constantine apply to magical works. More remarkable is that the initiative to search for ‘heretical’ as well as magical books passes over to the Christian ecclesiastical hierachy. And it is they who most often stage the books’ public burning..

Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

Ὅ,τι δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει, καλὸ θὰ ἦταν ἂν καιγόταν


Ἀναφερόμενος ὁ Γκίμπον (E. Gibbon) στὸ ζήτημα τῆς καταστροφῆς ἢ μὴ τῶν βιβλίων τῆς ἀλεξανδρινῆς βιβλιοθήκης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες ἀμέσως μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση τῆς Ἀλεξάνδρειας, κάνει στὴ συνέχεια λόγο γιὰ τὰ χριστιανικὰ βιβλία ποὺ ὑπῆρχαν στὴν Ἀλεξάνδρεια τοῦ 7ου αἰώνα καὶ γιὰ τὴν τύχη τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν πιθανότητα καταστροφῆς τῶν βιβλίων αὐτῶν στὴν πυρὰ μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση, γράφει:

but if the ponderous mass of Arian and Monophysite controversy were indeed consumed in the public baths, a philosopher may allow, with a smile, that it was ultimately devoted to the benefit of mankind.

 

Σὲ μετάφραση:

Ὡστόσο, ἐὰν ὁ βαρετὸς ὄγκος τῶν (χριστιανικῶν) βιβλίων ποὺ ἀντικείμενό τους εἶχαν τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ τὸν Μονοφυσιτισμὸ πράγματι ρίχτηκε (ὡς καύσιμο ὑλικὸ) στὰ δημόσια λουτρὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας, τότε ἕνας φιλόσοφος θὰ μποροῦσε χαμογελώντας νὰ πεῖ ὅτι τὰ βιβλία αὐτὰ ἐντέλει χρησίμευσαν γιὰ τὸ καλὸ τῆς ἀνθρωπότητας.

The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, New York 1914, βιβλίο 5.51.

Ὁ Γκίμπον ἔχει ὑπόψη του τὴν πανάρχαια συνήθεια νὰ χρησιμοποιοῦνται φθαρμένοι (δυσανάγνωστοι) πάπυροι ὡς καύσιμο ὑλικό.

Μαξιμίνος Δάια: πρὸς Τύριους

 

Δὲν ἦταν σὲ κανέναν ἄγνωστο πόσο εὐλαβικοὶ καὶ θεοσεβεῖς ἤσασταν πρὸς τοὺς ἀθανάτους θεούς, σεῖς ποὺ ἡ πίστη σας δὲν εἶναι μιὰ κούφια καὶ ξηρὴ λέξι, ἀλλὰ πίστι ποὺ ἀποδεικνύεται γεμάτη ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ πυκνὰ καὶ καταπληκτικὰ ἔργα […] Αὐτὸ τὸ σωτήριο φρόνημα εἶναι φανερὸ ὅτι σᾶς τὸ ἐμφύτευσαν οἱ θεοὶ χάρη στὴν πίστη σας, τὴν ὁποία σᾶς ἐμπνέει ἡ θεοσέβειά σας…

(Μετάφραση: Κ. Σιαμάκης)

Ἀπόσπασμα ἀπὸ κείμενο τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου Δάια πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς κατοίκους τῆς Τύρου στὴ διάρκεια τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν. Τὸ κείμενο ἔχει τὴν ὁμοιότητα πρὸς ἄλλο κείμενο τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα, ἕνα διάταγμα πρὸς τὸν ἔμπιστό του Σαβίνο (Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 9.9α.1-9), στὸ ὅτι γίνεται λόγος γιὰ ἀπέλαση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὶς πόλεις τῆς ἐπικράτειάς του ὅταν αὐτὸ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο οἱ ἐθνικοὶ κάτοικοί τους. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πλαστό.

Γίνεται λόγος σὲ παγανιστικὸ κείμενο γιὰ «πίστη» τῶν Ἐθνικῶν. Ἡ θρησκευτικὴ πίστη τῶν Ἐθνικῶν, λέει ὁ Μαξιμίνος, δὲν εἶναι κούφια οὔτε ξηρή, ἀλλὰ πίστη ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἔργα. Ἡ πίστη τους ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν θεοσέβειά τους. Γιὰ πίστη κάνουν λόγο καὶ τὰ Χαλδαϊκὰ Λόγια. Ἐκτὸς κι ἂν πρόκειται γιὰ πλαστογραφία, κάποιου φανατικοῦ Ἐθνικοῦ ἢ τοῦ Εὐσέβιου (ποὺ δὲν ἔχει τὴ φήμη πλαστογράφου), ἔχουμε μπροστά μας ἕνα κείμενο παγανιστικὸ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο γιὰ «πίστη» στοὺς θεούς. Πρόκειται γιὰ ἕνα δεῖγμα τοῦ πόσο μιμοῦνταν οἱ Ἐθνικοὶ τοῦ 4ου αἰ. τὴν χριστιανικὴ ὁρολογία, πράγμα ποὺ μὲ τὴ σειρά του δείχνει πόσο ἤδη εἶχε διαποτίσει ὁ Χριστιανισμὸς τὴν σκέψη τους καὶ τὴ νοοτροπία τῆς αὐτοκρατορίας.

Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. E. Schwartz, Eusebius Werke [GCS 22], τ. 2, Berlin 1908, 814.12-15 καὶ 816.3-5 (8.7.4 καὶ 7):

Οὐδενὶ ἄγνωστον ἦν ὁποίας παρατηρήσεως καὶ θεοσεβείας πρὸς τοὺς ἀθανάτους θεοὺς ἐτυγχάνετε ὄντες, οἷς οὐ ψιλῶν καὶ ὑποκένων ῥημάτων πίστις, ἀλλὰ συνεχῆ καὶ παράδοξα ἔργων ἐπισήμων γνωρίζεται. […] ἥντινα διάνοιαν σωτηριώδη διὰ τὴν πίστιν τῆς ὑμετέρας θεοσεβείας τοὺς θεοὺς ὑμῖν ἐμβεβληκέναι δῆλόν ἐστιν.

Στὸ ἴδιο κείμενο ἐκτίθεται καὶ ἡ τρέχουσα παγανιστικὴ ἄποψη τῶν ἱερατείων καὶ τῶν παγανιστῶν φιλοσόφων γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς λατρείας τῶν θεῶν: Στὴ φροντίδα τῶν θεῶν ὀφείλεται ἡ καλὴ σοδειά, τὸ ὀλιγόχρονο τῶν πολέμων, τὸ καλὸ κλίμα τῆς ἀτμόσφαιρας, τὸ ὅτι οἱ τρικυμίες τῆς θάλασσας δὲν εἶναι πολὺ ἄγριες, τὸ ὅτι οἱ καταιγίδες δὲν ἔχουν μεγάλη δύναμη, τὸ ὅτι δὲν συμβαίνουν μεγάλοι καταστρεπτικοὶ σεισμοὶ ὥστε νὰ γκρεμίζονται τὰ βουνά. Ὁ Μαξιμίνος ὑποστηρίζει ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἡ φροντίδα τῶν θεῶν ἐμπόδιζε νὰ λάβουν χώρα, συνέβησαν τώρα ἐξαιτίας τῆς «ὀλέθριας πλάνης τῆς κούφιας ματαιοφροσύνης τῶν παράνομων ἐκείνων ἀνθρώπων»· τῶν Χριστιανῶν. Τὸ κείμενο φαντάζει γραμμένο κατὰ παραγγελία ἀπὸ κάποιον στρατευμένο παγανιστὴ φιλόσοφο (ἀπὸ ἐκείνους ποὺ σὰν τὸν Πορφύριο, προέτρεπαν στὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ τοῦ 303) ἢ ἱερέα, ἀφοῦ οὔτε τὸ ὄνομα τῶν Χριστιανῶν ἀναφέρεται ἐξαιτίας τοῦ μίσους.