Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Σὲ συγχαίρω γιὰ τὴν ἀποτυχία σου


Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Β΄ ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ Σικελία στασίασε, ἐπειδὴ τοῦ ἄρεσε νὰ ἀστειεύεται μὲ τὶς δύσκολες καταστάσεις, κάλεσε τὸν «πρωθυπουργό» του καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ συγχαίρω, μάγιστρε, ποὺ στασίασε ἡ Σικελία». Αὐτὸς ἔμεινε γιὰ λίγο ἄφωνος μὴν μπορώντας νὰ ἀπαντήσει. Μετά, τοῦ εἶπε, «Αὐτὸ δὲν εἶναι αἰτία γιὰ χαρά, δέσποτα», καὶ φεύγοντας εἶπε στοὺς παρευρισκόμενους: «Ἡ ἀρχὴ τῶν δυστυχιῶν θὰ πέσει στὴ γῆ ὅταν βασιλεύσει ὁ δράκων τῆς Βαβυλώνας, ποὺ ἀγαπάει πολὺ τὸ χρυσάφι καὶ δυσκολεύεται νὰ μιλήσει».

Ὁ Μιχαὴλ Β΄ εἶχε τὸ παρατσούκλι «Τραυλός».

Ἀρχαῖο κείμενο:

Ἐν τούτοις τοῦ Μιχαὴλ ἐνασχολουμένου Κρήτη καὶ Σικελία καὶ αἱ Κυκλάδες νῆσοι τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς ἐξ Ἀφρικῶν τε καὶ Ἀράβων περιῃρέθησαν, λαβόντος ἀρχὴν ἄρτι πρῶτον διὰ τὰς τοῦ λαοῦ ἁμαρτίας καὶ τὴν τῶν κρατούντων δυσσέβειαν. Τῶν δὲ πραγμάτων οὕτως ἐχόντων προσκαλεῖται ὁ βασιλεὺς Εἰρηναῖον τὸν μάγιστρον, καὶ φησὶ πρὸς αὐτόν «συγχαίρω σοι, μάγιστρε, ὅτι ἡ Σικελία ἐμούλτευσεν». Ὁ δὲ ἔφη «τοῦτο ξένον χαρᾶς ἐστί, δέσποτα». Καὶ στραφεὶς πρός τινα τῶν μεγάλων ἔφη ἀρχὴ κακῶν γε πεσεῖται τῇ χθονί, ὅταν κατάρξῃ τῆς Βαβυλῶνος δράκων δύσγλωσσος ἄρδην καὶ φιλόχρυσος λίαν.

Μακρυγιάννης: Τοῦρκοι καὶ Δυτικοί


Ἀπομνημονεύματα


Α.2

Ἀποφάσισαν οἱ νοικοκυραῖγοι ὅτι ἡ τυραγνία τῶν Τούρκων –τὴν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δὲν ὑποφέρονταν πλέον. Καὶ δι’ αὐτείνη τὴν τυραγνία, ὁποῦ δὲν ὁρίζαμεν οὔτε βιόν, οὔτε τιμή, οὔτε ζωὴ ἀπεφασίσαμεν νὰ σηκώσωμεν ἄρματα ἀναντίον αὐτῆς τῆς τυραγνίας. Εἴτε θάνατος, εἴτε λευτεριά.


Α.9
Λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακοροίζικους, ὁποῦ ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης.
 
Γ.3

Εἰς τὸν καιρὸν τῆς Τουρκιᾶς μίαν πέτρα δὲν πείραζαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια. 


Δ.2

Διατί νὰ χύσωμεν τὸ λοιπὸν τόσο αἷμα; Διατί νὰ γιομώσῃ ἡ Τουρκιὰ σκλάβους; Κάλλιο νὰ καθόμαστε μ’ ἐκεῖνον τὸν βασιλέα ὁπούχαμεν –καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμή μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκεία μας, κι’ ὄχι τοιούτως ὁποῦ καταντήσαμεν.


Δ.4

Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁποῦ θὰ γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσῃ εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλα τόσα χρόνια.

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Μεγάλη μπουκιὰ φάε, μεγάλη κουβέντα μὴν πεῖς

Σὲ μιὰ ὑπόγεια στέρνα στὸ Σεραπεῖο τῆς Ἀλεξανδρείας, μιὰ ἐπιγραφὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μέγα φάε, μέγα πίε, μὴ μέγα λαλίη. Γὰρ τύχη ἄστατος βρωτοῖς», δηλαδὴ «Φάε πολύ, πιὲς πολύ, μὴ μιλᾶς μεγάλα, γιατὶ ἡ τύχη εἶναι ἄστατη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους». Αὐτὴ ἡ ἐπιγραφὴ θυμίζει τὸ «Μεγάλη μπουκιὰ φάε, μεγάλη κουβέντα μὴν πεῖς».

Πηγὴ φωτογραφίας, M. Sabottka, Das Serapeum in Alexandria.



 

Ὁ ἄλυωτος Κωλέττης


Ὁ Γιάννης Μακρυγιάννης παραθέτει ἕνα γεγονὸς γιὰ τὸν Ἰωάννη Κωλέτη, στὰ Ἀπομνημονεύματά του, Δ΄.4


Τότε ἔβγαλαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κωλέτη ἄλυωτο ἀπὸ τὸν τάφο του. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ὁ γκενερὰλ Κωλέτης καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ βούιξε καὶ γκάριξε καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του, κοντὰ σὲ τρία χρόνια θέλησαν οἱ συγγενεῖς του νὰ τὸν ξεχώσουνε· κι᾿ ὁ φίλος του ὁ στενὸς πρέσβυς Πισκατόρης, ὁποῦ ἐργάζονταν μαζὶ ἐδῶ καὶ ξόδιαζαν καὶ κατηχοῦσαν τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνουν δυτικούς, στέλνει νὰ φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τοῦ Κωλέτη. Καὶ τὸν βγαίνουν καθὼς τὸν θάψαν· μόνον τὰ μάτια του ἦταν βουλιασμένα καὶ ἡ μύτη του ὀλίγον πειραμένη – τὰ μάτια του ὅτι ἔβλεπαν τῆς πράξες ὁποῦ ῾κάνε διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του καὶ τόσους ἄδικους φόνους τῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ Νούτζου, τοῦ Παλάσκα, τοῦ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν, κι᾿ ἀχώρια πόσους νέους τάφους ἄνοιξε εἰς τῆς ἐκλογές, πόσοι σκοτωμοὶ ἔγιναν καὶ γίνονται, πόσες μεῖναν χῆρες κι᾿ ὀρφανά, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα γενικῶς, πόσοι ἀγωνισταὶ πῆγαν εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὅλες οἱ φυλακὲς γιομάτες ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τὴν σήμερον διὰ ν᾿ ἀναστηθῆ ἡ παρανομία κι᾿ ἀδικία, νὰ μὴ μείνη φωνὴ εἰς τὸν λαόν, οὔτε ψῆφος, ἀλλὰ ἡ δύναμη ἡ στρατιωτικὴ καὶ οἱ ὑπάλληλοι νὰ γιομίζουν τῆς κάλπες καὶ νὰ βγάζουν ὅσους ἤθελαν· καὶ μᾶς ἔκαμεν ὅπως εἴμαστε διὰ νὰ φανῇ πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τοὺς ξένους του φίλους.
Τότε ἡ βρῶμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἄφινε νὰ ζυγώσουν οἱ ἄνθρωποι πλησίον του· κ᾿ ἔτρωγε ἀναθέματα πλῆθος ἀπὸ τοὺς μαστόρους ὦσο νὰ τοῦ χτίσουν τὸν μαρμαρένιο του τὸν τάφο.


Ἡ γυναίκα τοῦ Μαξίμου


Ὅταν ὁ φιλόσοφος Μάξιμος μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ προσήχθη σὲ δίκη γιὰ κάποια χρέη ποὺ εἶχε, βασανίστηκε στὴν ἀνακριτικὴ διαδικασία. Ὁ Εὐνάπιος, 7.4.16-17, παραδίδει αὐτὸ ποὺ ἀκολούθησε μὲ τὴ σύζυγο τοῦ Μαξίμου.



Ἡ θαυμάσια γυναίκα του βρισκόταν δίπλα του καὶ πονοῦσε γιὰ τὰ παθήματά του. Ὅταν εἶδε ὅτι ὁ πόνος του δὲν εἶχε ὅρια καὶ τελειωμό, εἶπε: «Γυναίκα, ἀγόρασε ἕνα δηλητήριο, δῶσ’ το μου καὶ ἐλευθέρωσέ με». Αὐτὴ τὸ ἀγόρασε καὶ ἐπέστρεψε μὲ αὐτὸ στὸ χέρι. Ἐκεῖνος ζήτησε νὰ τὸ πιεῖ, ἀλλὰ αὐτὴ ἐπέμενε νὰ τὸ πιεῖ πρώτη. Ἀμέσως πέθανε καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἔθαψαν. Ὁ Μάξιμος ὅμως ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ δὲν τὸ ἤπιε.

Σχολικὴ προπαγάνδα


Παράλληλα μὲ τὶς διώξεις κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Μαξιμίνου Δάια (308-313), γινόταν σχολικὴ προπαγάνδα στὶς νεότερες γενιές, μὲ τὴν ἀνάγνωση καὶ ὑποχρεωτικὴ ἐκμάθηση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς λιβέλλων κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Βλ. Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 810.8-14, 812.21-23 (9.5.1, 9.7.1).


Πλάσαντες τότε ὑπομνήματα τοῦ Πιλάτου καὶ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, γεμᾶτα ἀπὸ κάθε εἴδους βλασφημία κατὰ τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἔγκριση τοῦ αὐτοκράτορα, τὰ στέλνουν σὲ ὅλη τὴν χώρα ποὺ βρισκόταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία του, μὲ τὴ μορφὴ προκήρυξης, καὶ παραγγέλλουν νὰ τὰ δημοσιεύσουν σὲ ἐμφανὲς σὲ ὅλους μέρος σὲ κάθε τόπο, σὲ χωριὰ καὶ πόλεις. Καὶ οἱ γραμματοδιδάσκαλοι νὰ τὰ διδάσκουν στὰ παιδιὰ ἀντὶ γιὰ μαθήματα, καὶ νὰ ἐπιβάλλουν σὲ αὐτὰ νὰ τὰ μαθαίνουν ἀπ’ ἔξω.


καί:


Τὰ παιδιὰ τῶν σχολείων ἔφερναν καθημερινὰ στὸ στόμα τους τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν Πιλάτο, καὶ τὰ ὑβριστικὰ πλαστὰ ὑπομνήματα.