Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Βένετοι καὶ Πράσινοι: ἐνδυμασία καὶ τρομοκρατία

Τὸ στάδιο τῆς Ἀντιόχειας ("Τὸ Ὀλυμπιακόν"). Πηγή

 

...Οἱ στασιαστὲς εἶχαν ἀλλάξει τὴ μόδα τῶν μαλλιῶν τους μ’ ἕναν ἀσυνήθιστο τρόπο. Κουρεύονταν δηλαδὴ ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ρωμαίους. Δὲν πείραζαν καθόλου τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένια τους ἀλλὰ ἤθελαν νὰ τὰ ἔχουν πάντα πολὺ μακριὰ ὅπως οἱ Πέρσες. Ὅσο γιὰ τὰ μαλλιά τους, ἔκοβαν τὰ μπροστινὰ κοντὰ ὣς τοὺς κροτάφους καὶ -ἐντελῶς παράλογα- ἄφηναν τὰ πίσω πολὺ μακριὰ νὰ κρέμονται, ὅπως οἱ Μασσαγέτες. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὴ μόδα αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν Οὐννική.

Ὅσο γιὰ τὴ μόδα τῶν ρούχων, θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλοι λαμπροστολισμένοι καὶ ντύνονταν πιὸ ἐπιδεικτικὰ ἀπ’ ὅσο ταίριαζε στὴ σειρὰ τοῦ καθενός. Κάτι τέτοια στολίδια εἶχαν βέβαια τὴ δυνατότητα νὰ τ’ ἀποκτοῦν μὲ ἄνομους τρόπους. Τὸ μέρος τοῦ χιτώνα ποὺ σκέπαζε τὰ χέρια τὸ εἶχαν πολὺ σφιχτὸ γύρω ἀπὸ τοὺς καρπούς, ἐνῶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ὣς τοὺς ὤμους τὸ ἄφηναν ν’ ἁπλώνεται σὲ ἀπερίγραπτο πλάτος. Κάθε φορὰ ποὺ ἀνέμιζαν τὰ χέρια τους καθώς, κατὰ τὴ συνήθειά τους, ἐπευφημοῦσαν ἢ ἐνεθάρρυναν τοὺς ἀθλητὲς στὰ θέατρα καὶ στὰ ἱπποδρόμια, τὸ μέρος αὐτὸ τοῦ χιτώνα τους σηκωνόταν πολὺ ψηλὰ κι ἔκανε αὐτοὺς τοὺς ἀνόητους νὰ πιστεύουν ὅτι τὸ σῶμα τους ἦταν τόσο ὡραῖο καὶ στιβαρό, ὥστε τοὺς ἔπρεπε νὰ ντύνονται μὲ τέτοια ροῦχα χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ ἀραχνοΰφαντο ὕφασμα καὶ ἀπὸ τὰ ἀνοίγματα τοῦ φορέματος θὰ ἀναδεικνυόταν πολὺ περισσότερο ἡ ἀδυναμία τοῦ κορμιοῦ τους. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τὰ παντελόνια καὶ οἱ περισσότεροι τύποι παπουτσιῶν τους ἦταν «οὐννικὰ» καὶ ὡς πρὸς τὴ μόδα καὶ κατ’ ὄνομα.

Ὅλοι σχεδὸν ὁπλοφοροῦσαν φανερά, στὴν ἀρχὴ μόνο τὴ νύχτα, ἐνῶ τὴν ἡμέρα εἶχαν κρεμασμένα πλάι στὸ μηρό τους δίκοπα μικρὰ σπαθιὰ κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὸ ἱμάτιο καί, μόλις σκοτείνιαζε, σχημάτιζαν συμμορίες καὶ λήστευαν τοὺς πλουσιότερους, καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὰ στενοσόκακα, ἁρπάζοντας ἀπὸ τὰ θύματά τους καὶ ροῦχα καὶ ζῶνες καὶ πόρπες χρυσὲς κι ὅ,τι ἄλλο εἶχαν ἀπάνω τους. Μερικοὺς μάλιστα ὄχι μόνο τοὺς λήστευαν, ἀλλὰ θεωροῦσαν καλὸ καὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν γιὰ νὰ μὴν καταγγείλουν αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶχαν συμβεῖ. Μὲ τὶς πράξεις αὐτὲς ὅλοι βέβαια ἦταν στὸ ἔπακρο ἀγανακτισμένοι, ἀκόμα καὶ οἱ Βένετοι ποὺ δὲν ἀνῆκαν στὴ μερίδα τῶν στασιαστῶν, ἐπειδὴ κι αὐτοὶ πάθαιναν τὰ ἴδια. Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο οἱ περισσότεροι ἄρχισαν νὰ φορᾶνε μπρούντζινες ζῶνες καὶ πόρπες καὶ ροῦχα πολὺ κατώτερα ἀπ’ ὅ,τι ταίριαζε στὴ σειρά τους, γιὰ νὰ μὴ χάσουν βέβαια ἀπὸ κοκεταρία τὴ ζωή τους, κι ἔτρεχαν νὰ κρυφτοῦν στὰ σπίτια τους πρὶν ἀκόμα βασιλέψει ὁ ἥλιος. Ὅσο τὸ κακὸ τραβοῦσε σὲ μάκρος κι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης δὲν ἐπέβαλλαν στοὺς ἐγκληματίες καμιὰ ποινή, αὐτοὶ ἀποθρασύνονταν ὁλοένα καὶ περισσότερο. […]

Ἔτσι λοιπὸν ἐξελίσσονταν τὰ πράγματα μὲ τοὺς Βένετους. Ὅσο γιὰ τοὺς ἀντιπάλους τους (σημ.: Πράσινους), ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς προσχώρησαν στὴ δική τους παράταξη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐγκληματοῦν μαζί τους ἐντελῶς ἀτιμώρητα […] Συνέρρεαν ὅμως στὴν ὀργάνωση κι ἄλλοι πολλοὶ νεαροὶ ποὺ ποτὲ πρὶν δὲν εἶχαν δείξει ἐνδιαφέρον γιὰ τέτοιου εἴδους πράγματα· τοὺς παρέσυρε ὅμως ἐκεῖ ἡ ἀσυδοσία τῆς δύναμης καὶ τῆς αὐθάδειας […]. Στὴν ἀρχὴ σκότωναν τοὺς στασιαστὲς τῆς ἀντίπαλης φατρίας, ἀλλὰ προχώρησαν κι ὣς τὸ σημεῖο νὰ σκοτώνουν κι αὐτοὺς ποὺ δὲν τοὺς εἶχαν φταίξει σὲ τίποτε. Ὑπῆρχαν καὶ πολλοὶ ποὺ τοὺς δωροδοκοῦσαν κι ὕστερα τοὺς ὑπεδείκνυαν τοὺς προσωπικοὺς ἐχθρούς τους κι ἐκεῖνοι τοὺς σκότωναν εὐθὺς ἀποδίδοντάς τους τὸ ὄνομα τῶν Πράσινων κι ἂς τοὺς ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστοι. 

Καὶ μάλιστα αὐτὰ δὲν γίνονταν ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ, ἀλλὰ σὲ κάθε ὥρα τῆς ἡμέρας, σὲ κάθε μέρος τῆς πόλης, μπροστὰ στὰ μάτια τῶν πιὸ διακεκριμένων προσώπων γίνονταν οἱ πράξεις αὐτές, ἂν τό ‘φερνε ἡ περίσταση. Καμιὰ ἀνάγκη δὲν εἶχαν νὰ συγκαλύπτουν τὰ ἐγκλήματα, μιᾶς ποὺ καμιὰ τιμωρία δὲν εἶχαν νὰ φοβηθοῦν. Τὸ θεωροῦσαν μάλιστα σὰν ἕνα εἶδος κατόρθωμα κι ἔκαναν ἐπίδειξη δύναμης καὶ ἀνδρισμοῦ καμαρώνοντας ποὺ σκότωναν μ’ ἕνα μόνο χτύπημα ὅποιον ἄνθρωπο βρισκόταν ἄοπλος στὸ δρόμο τους. […] Ἀκόμα κι οἱ ἀποφάσεις τῶν ἀξιωματούχων ἔμοιαζαν νὰ λαμβάνονται ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ τρόμου […] Οἱ δικαστὲς ἐξάλλου, ὅταν ἦταν νὰ ἀποφασίσουν γιὰ κάποια διένεξη, δὲν ἔβγαζαν ἀπόφαση κατὰ τὴν κρίση τους γιὰ τὸ δίκιο καὶ τὸ νόμιμο, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὶς καλὲς ἢ τὶς κακὲς σχέσεις ποὺ εἶχε ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους μὲ τοὺς στασιαστές. Ὁ δικαστὴς ποὺ τυχὸν θὰ παρέβλεπε τὶς δικές τους ἐντολὲς ἤξερε ὅτι τὸν περίμενε ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου.

Πολλοὶ δανειστὲς ἐκβιάστηκαν σκληρὰ νὰ δώσουν πίσω τὰ γραμμάτια στοὺς πιστωτές τους χωρὶς νὰ πάρουν πίσω τίποτε ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν δανείσει…

 

Προκόπιος, Ἀπόκρυφη ἱστορία, 7. Ἀπόδοση Ἀλόη Σιδέρη.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Τὸ δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα

Πηγή: wikipedia commons

 

Τὸ 912 (μετὰ τὸ Μάιο), ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Μυστικὸς γράφει στὸν πάπα Ἀναστάσιο Β΄ γιὰ τὸ ζήτημα τῆς τετραγαμίας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα Στ΄. Ὡστόσο, σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς ἀναφέρεται σὲ εὐρύτερα ζητήματα, ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὰ ὅρια τῆς γενικότερης ὑπακοῆς τῶν ὑπήκοων στὸν αὐτοκράτορα κι ὄχι σὲ σχέση μὲ τὰ ὁριζόμενα ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες γιὰ τὸ γάμο. Πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στὸν αὐτοκράτορα μόνο ἐφόσον αὐτὸς προάγει τὸ γενικὸ καλό, ὑποστηρίζει ὁ Νικόλαος. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔχει ἑρμηνευθεῖ ὡς δικαιολόγηση γιὰ τὸ «νόμιμο δικαίωμα τῆς ἐπανάστασης» κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα. Περισσότερο φαίνεται ὡς δικαιολόγηση τοῦ δικαιώματος στὴν πολιτικὴ ἀνυπακοή. Ὡστόσο, τὰ ὅρια μεταξὺ ἀνυπακοῆς καὶ ἐξέγερσης πρακτικὰ ἦταν κάπως συγκεχυμένα κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Μπορεῖ ἡ θεωρία τοῦ πατριάρχη νὰ προτείνει τὴν ἀνυπακοὴ ἕως καὶ τὴ θανάτωση ἀπὸ τὸν κακὸ αὐτοκράτορα· γιὰ κάποιους, λιγότερο λόγιους, ἡ ἀνυπακοὴ ἀναγκαστικά, δηλαδὴ προκειμένου νὰ μὴν τοὺς ὁδηγήσει στὸ θάνατο, ὁδηγοῦσε στὴν ἐπανάσταση. Ἄλλωστε, ὁ «ἀπόλυτος μονάρχης» Ἰουστινιανός, ἐνσωμάτωσε ἕνα προγενέστερο νόμο τοῦ 429 (Ἰουστινιανὸς Κώδικας 1.14.4), ποὺ λέει ρητά: «Εἶναι ἄξια τοῦ μεγαλείου ἑνὸς αὐτοκράτορα ἡ ὁμολογία τοῦ ἡγεμόνα ὅτι δεσμεύεται ἀπὸ τοὺς νόμους. Τόση μεγάλη συνάφεια ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ κύρος μας καὶ στὸ κύρος τῶν νόμων. Κι ἀλήθεια, τὸ νὰ ὑποτάσσεται ἡ ἐξουσία στοὺς νόμους εἶναι ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας»· ἡ ἐξουσία τοῦ ἡγεμόνα πηγάζει καὶ ἀπὸ τὸ λαό, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰουστινιανὸ πάλι (Πανδέκτης 1.4.1), γιατὶ ὁ λαὸς εἶναι ποὺ ἔχει μεταβιβάσει στὸν ἡγεμόνα ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ ἰσχύ (populus ei et in eum omne suum imperium et potestatem conferat).

Νά τί γράφει ὅμως ὁ πατριάρχης Νικόλαος τὸν 10ο αἰώνα:

Ἡ βασιλεία εἶναι πράγματι ἕνα μεγάλο πράγμα, καὶ εἶναι σωστὸ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς βασιλεῖς, καὶ νὰ μὴν ἀντιστεκόμαστε στὶς ἀποφάσεις τους.  Ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκεῖνες τὶς ἀποφάσεις ποὺ ἐπιδεικνύουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος. Μᾶς προστάζει (ὁ βασιλέας) νὰ πράξουμε δίκαια; Αὐτὲς εἶναι ἀληθινὰ βασιλικὲς διαταγές, καὶ σ’ αὐτὲς δὲν πρέπει νὰ φέρνουμε ἀντίρρηση. Κελεύει ὁ βασιλιὰς νὰ πάρουμε τὰ ὅπλα κατὰ τῶν ἐχθρῶν; Ἀποφασίζει ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ συνεισφέρουμε κάτι γιὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια; Πρέπει τότε νὰ ὑπακούσουμε τὴν ἀπόφασή του μὲ προθυμία. Μᾶς προστάζει νὰ κάνουμε ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ φέρει δύναμη καὶ τιμὴ στὴν ἐξουσία του καὶ στοὺς ὑπηκόους του; Πρέπει νὰ ἐκτελέσουμε γρήγορα τὴν προσταγή του. Αὐτὰ εἶναι τὰ καθήκοντα τοὺ βασιλέα, καὶ εἶναι ἀναγκαῖο, εἶναι μᾶλλον ἀπαραίτητο, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀκοῦμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐὰν μᾶς προστάξει (αὐτὰ τοῦ προτείνει ὁ διάβολος) νὰ ἀσεβήσουμε πρὸς τὸ Θεό; Αὐτὸ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ βασιλικὸ οὔτε πρέπει νὰ ὑπακούσουμε, ἀλλὰ νὰ δοῦμε τὴν προσταγὴ ὡς ἀσεβὴ καὶ προερχόμενη ἀπὸ ἀσεβὴ ἄνδρα. Ἂν μᾶς κελεύσει νὰ συκοφαντήσουμε, νὰ φονεύσουμε ἕναν ἄλλον μὲ δόλο, νὰ διαφθείρουμε τὸ γάμο τρίτου, ἢ νὰ ἁρπάξουμε ἀδικαιολόγητα τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἄλλου; Ἀλλὰ οὔτε αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τὰ ἔργα ἑνὸς λωποδύτη, κι ἑνὸς συκοφάντη, κι ἑνὸς μοιχοῦ, ἑνὸς ἅρπαγα. Κι ἂν ἀγαποῦμε τὸν Θεό, καὶ τιμοῦμε τὸ θεῖον καὶ τὴν ἐπίγεια βασιλεία ποὺ αὐτὸς μᾶς ἔδωσε, δὲν θὰ ὑπακούσουμε σὲ αὐτὲς τὶς μιαρὲς ἐντολές, ἀλλὰ θὰ προτιμήσουμε νὰ χάσουμε τὴ ζωή μας παρὰ νὰ ὑπηρετήσουμε αὐτὸν ποὺ μᾶς προστάζει ὅλα αὐτά. Κι ὅμως –ἀλίμονο γιὰ τὴν ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ χειρότερο– οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θέλουν νὰ εἶναι ὑπηρέτες τῆς κακίας.

Ἀγνοεῖς ὅτι ὁ ἀρχόμενος θὰ δεῖ φυσιολογικὰ στὸν ἄρχοντά του ἕνα πρότυπο; Τί ἐννοῶ; Ἀκόμη κι ὅπου ὁ ἄρχοντας ζεῖ μὲ κάθε κοσμιότητα, ὁ ὑπήκοος ἔχει τὴν τάση αυτὴ νὰ κάνει τὸ ἀντίθετο, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης προδιάθεσης πρὸς τὸ ποταπὸ καὶ τὸ ὑλικό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τίθενται οἱ νόμοι, γιατὶ τὸ παράδειγμα ἑνὸς καλοῦ ἄρχοντα δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ κάνει καλύτερους τοὺς ἀνθρώπους, κι ἔτσι ἀπὸ τὸ φόβο τῶν νόμων νὰ συγκρατηθοῦν ἀπὸ τὴν κακὴ προαίρεσή τους, καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ καλὸ ἀκούσια. Ὁ Θεὸς φέρνει κάποιον στὴν ἐξουσία, βασιλικὴ καὶ ἄλλη, ὄχι μὲ σκοπὸ ὁ ἄρχοντας, δεδομένου ὅτι ἔχει δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτοεξευτελιστεῖ καὶ ἀτιμάσει Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος τῶν δόξασε, οὔτε προκειμένου νὰ καταδείξει ὅτι ἡ θεία κρίση ἔσφαλε διαλέγοντάς τον, ἀλλὰ προκειμένου, διὰ μέσου τῆς δικῆς του ἀρετῆς, νὰ δειχθεῖ ἄξιος τῆς θείας κρίσης, ὥστε νὰ ἀποτελέσει ἀφορμὴ καὶ νὰ δοξαστεῖ ὁ Θεός, καὶ ὁ ἴδιος (νὰ δοξαστεῖ) περισσότερο. Κι ἂν κάποιος, ἐπειδὴ ἔλαβε περισσότερη τιμὴ ἀπὸ τιμὴ ἐκ Θεοῦ, νομίσει ὅτι γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν ἔχει περισσότερη ἐξουσία νὰ καταφρονήσει τὴν τιμὴ τῶν θεϊκῶν νόμων, ἀσυναίσθητα γίνεται ὅπως ἐκεῖνα τὰ κτήνη ποὺ γίνονται ἀγριότερα ἀπὸ τὴν πολλὴ τροφή. Εἶναι κακό, εἶναι ἡ πιὸ κακὴ ἄποψη τὸ νὰ πεῖς «Ἐπειδὴ εἶναι αὐτοκράτορας» τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἁμαρτήσει μὲ τρόπο τὸν ὁποῖο δὲν θὰ κανεὶς δὲν θὰ ἐπέτρεπε στοὺς ὑπηκόους του. «Οἱ ἄρχοντες θὰ κριθοῦν μὲ αὐστηρότητα» (Σοφία Σολομώντος 6.6.), λέει ὁ λόγος τῶν σοφῶν. Κι ἂν εἶναι ἔτσι, ποῦ βρίσκεται χῶρος γιὰ ἀνοχὴ ἐκ μέρους μας; Ἐὰν ἕνας στρατιώτης καὶ ὁ στρατηγός του σφάλουν τὸ ἴδιο, ἐγώ, ἀπὸ τὴ μεριά μου, δὲν θεωρῶ σωστὸ νὰ ἐφαρμοστεῖ ἡ ἴδια τιμωρία καὶ γιὰ τοὺς δύο. Ὁ στρατηγὸς θὰ τιμωρηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς τιμῆς ποὺ λαμβάνει, καὶ ὁ στρατιώτης ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τοῦ βαθμοῦ του. Ὁ ναύτης κι ὁ καπετάνιος, ἢ ἂν θὲς ὁ κύριος καὶ ὁ ὑπηρέτης, ἐὰν ὑποπέσουν στὸ ἴδιο παράπτωμα, δὲν θὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἴδια καταδίκη…

 

Ἐπιστολή 32.309-354, τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Νικόλαος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως περὶ τῆς παραλόγως δεχθείσης τετραγαμίας παρὰ Ῥωμαίοις, ἔκδ. R. Jenkins – L. Westerink, Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters [CFHB 6], Dumbarton Oaks, Washington D.C. 1973.