Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Μιὰ ὀθωμανικὴ ἐπιστολὴ γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1430


Ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλαν οἱ Ὀθωμανοὶ στοὺς Γιαννιῶτες τὸ 1431, προκειμένου νὰ παραδώσουν τὴν πόλη τους. Σὲ αὐτὴν παρατίθενται πληροφορίες γιὰ τὴν τύχη τῆς Θεσσαλονίκης κατὰ τὴν ἅλωσή της τὸ προηγούμενο ἔτος.

Μετάφρασις τουρκικῆς κοινοποιήσεως ἣν ἐκ τοῦ στρατοπέδου διεύθυνεν ὁ μέγας βεζύρης Σινὰν Πασσᾶς κατὰ τὸ ἔτος 1431 πρὸς τοὺς πολιορκουμένους Ἰωαννίτας:


Νὰ ἠξεύρητε, ὅτι μᾶς ἔστειλεν ὁ μέγας αὐθέντης νὰ παραλάβωμεν τοῦ Δούκα τὸν τόπον καὶ τὰ κάστρα του, καὶ ὥρισέ μας γοῦν οὕτως, ὅτι ὅποιον κάστρον καὶ χώρα προσκυνήσει μὲ τὸ καλόν, νὰ μὴν ἔχη κανένα φόβον, οὔτε κακίαν, οὔτε κούρσευμα, ἀλλ’ οὔτε κανένα χαλασμόν, καὶ ὅποιον κάστρον καὶ χώρα δὲν προσκυνήσει, ὥρισε, νὰ καταλύσω καὶ νὰ τὰ χαλάσω ἐκ θεμελίων, ὥσπερ ἐποίησα καὶ τὴν Θεσσαλονίκην. Διὰ τοῦτο γράφω σας καὶ λέγω, ὅτι νὰ προσκυνήσητε μὲ τὸ καλόν, καὶ νὰ μὴ πλανηθῆτε εἰς τῶν Φράγκων τὰ λόγια, ὅτι τίποτε δὲν σᾶς θέλουν ὠφελήσει, πλὴν θέλουν σᾶς χαλάσει, καθὼς ἐχάλασαν καὶ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. […] Εἰ δὲ καὶ σταθῆτε πεισματικοὶ καὶ δὲν προσκυνήσητε μὲ τὸ καλόν, νὰ ἠξεύρητε, ὅτι ὥσπερ ἐδιαγουμίσαμεν τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ἐχαλάσαμεν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐρημώσαμεν καὶ ἀφανήσαμεν τὰ πάντα, οὕτω θέλομεν χαλάσει καὶ ἐσᾶς καὶ τὰ πράγματά σας.


Πηγή: F. Miklosich – I. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi, τ. 3, Bonn 1865, σσ. 282-283.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Νικήτας Χωνιάτης, ὁ θάνατος τοῦ Ἀνδρόνικου Α΄ (1185)



...Ὁ Ἀνδρόνικος κλείστηκε στὴ φυλακὴ τοῦ Ἀνεμᾶ μὲ δυὸ παχιὲς ἁλυσίδες στὸ λαιμό του, καὶ τὰ πόδια του δέθηκαν μὲ σίδερα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐμφάνιση παρουσιάστηκε στὸν βασιλιὰ Ἰσαάκιο. Χτυπήθηκε στὸ πρόσωπο, κλωτσήθηκε στοὺς γλουτούς, τὰ γένια του ξεριζώθηκαν, τὰ δόντια του ἐκριζώθηκαν, κουρεύτηκε σύριζα, καὶ δόθηκε ὡς παίγνιο σὲ ὅλους τοὺς συγκεντρωμένους. Χτυπήθηκε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς γυναῖκες μὲ γροθιὲς στὸ στόμα του· περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν ὁποίων τοὺς συζύγους ὁ Ἀνδρόνικος εἶχε ἐκτελέσει ἢ τυφλώσει. Ἔπειτα τοῦ ἔκοψαν τὸ δεξὶ χέρι μὲ τσεκούρι καὶ τὸν πέταξαν στὴν ἴδια φυλακή, ἄσιτο, ἄποτο, μὲ κανέναν νὰ τὸν φροντίζει.

Μετὰ ἀπὸ κάποιες ἡμέρες, τοῦ ἐξόρυξαν τὸ ἕνα μάτι, καὶ, καθίζοντάς τον σὲ μιὰ ψωριάρα καμήλα, τὸν περιέφεραν διὰ τῆς ἀγορᾶς. Ἔμοιαζε μὲ ἕνα ἄφυλλο καὶ μαραμένο δέντρο· τὸ γυμνὸ κρανίο του του, πιὸ φαλακρὸ κι ἀπὸ ἀβγό, ἔλαμπε στὰ μάτια ὅλων· τὸ σῶμα του καλυπτόταν ἀπὸ πενιχρὰ κουρέλια: ἕνα θέαμα ἐλεεινὸν ποὺ προκαλοῦσε πηγὲς δακρύων σὲ μάτια ἥμερων ἀνθρώπων. […] Μερικοὶ τοῦ κτυποῦσαν τὸ κεφάλι μὲ ρόπαλα, ἄλλοι τοῦ μόλυναν τὰ ρουθούνια μὲ κοπριὲς ἀγελάδων, ἄλλοι ἄλειφαν μὲ σφουγγάρια στὸ πρόσωπό του λύματα ἀνθρώπων καὶ βοδιῶν. Ἕτεροι αἰσχρορρημονοῦσαν τὴ μητέρα καὶ τοὺς λοιποὺς προγόνους του. Ἄλλοι τρυποῦσαν μὲ σουβλιὰ τὰ πλευρά του. Οἱ πιὸ ξεδιάντροποι τὸν λιθοβολοῦσαν καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν λυσσασμένο σκυλί. Μιὰ πόρνη τοῦ πέταξε στὸ πρόσωπο ζεστὸ νερό. Ἔτσι ἐξευτελιζόμενος, ὁ Ἀνδρόνικος ὁδηγήθηκε στὸ θέατρο, σὲ ἕναν γελοιώδη θρίαμβο, καθήμενος πάνω στὴν πλάτη μιᾶς καμήλας. Ὅταν κατέβηκε, ἀμέσως τὸν κρέμασαν ἀνάποδα ἀπὸ τὰ πόδια σὲ δύο στύλους. 

Ὅσο ὑπέφερε ὅλες αὐτὲς τὶς συμφορὲς καὶ ἀμέτρητες ἄλλες ποὺ παρέλειψα, ἄντεχε ἀκόμη γενναῖα τὰ βάσανα ποὺ τοῦ ἔκαναν, καὶ διατηροῦσε τὶς αἰσθήσεις του. Πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν χτυποῦσαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, γυρνοῦσε καὶ δὲν ἔλεγε τίποτε ἄλλο παρὰ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ «Γιατὶ χτυπᾶτε κι ἄλλο ἕνα τσακισμένο καλάμι;». Δὲν λυπήθηκαν τὶς σάρκες του, ἀλλὰ βγάζοντάς του τὸ χιτώνιο, τοῦ ἐπιτέθηκαν στὰ μόρια. Ἕνας ἀνόσιος ἄνδρας βύθισε τὸ ἐπίμηκες ξίφος του μέσα στὰ σπλάγχνα του βάζοντάς το ἀπὸ τὸ φάρυγγα. Μερικοὶ Λατίνοι βύθισαν τὰ ξίφη τους στὴν ἕδρα του. Μετὰ ἀπὸ τόσα παθήματα, ὁ Ἀνδρόνικος ἀπέρρηξε τὴ ζωή, ἐκτείνοντας τὸ δεξί του χέρι μετ’ ὀδύνης καὶ φέρνοντάς το στὸ στόμα του, ὥστε στοὺς πολλοὺς φάνηκε ὅτι βύζαινε τὸ ζεστὸ ἀκόμη αἷμα ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ τὸν πρόσφατο ἀκρωτηριασμό.

Νικήτας Χωνιάτης, 349.93-351.55, ἔκδοση J.-A. van Dieten.
Μετάφραση δική μου βασιζόμενη σὲ μεγάλο μέρος στην ἀγγλικὴ τοῦ Νικήτα Χωνιάτη ἀπὸ τὸν Harry J. Magoulias, O City of Byzantium, Annals of Niketas Choniates.
Πηγὴ εἰκόνας: Wikipedia.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Μένουμε (ἄταφοι) Σπίτι


Στὴ συλλογὴ μὲ τὰ «Θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» (7ος αἰ.), τὸ τρίτο στὴ σειρὰ θαῦμα ποὺ παραθέτει κάποιος Ἰωάννης ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἀφορᾶ τὴν παρέμβαση τοῦ ἁγίου Δημητρίου σὲ μιὰ ἐπιδημία πανώλης στὴ Θεσσαλονίκη, καὶ τιτλοφορεῖται «Περὶ τοῦ λοιμοῦ».

Ἡ μετάφραση εἶναι τῆς Ἀλόης Σιδέρη, στὸ Χ. Μπακιρτζῆς (ἐκδ.), Ἁγίου Δημητρίου Θαύματα. Οἱ συλλογὲς Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου καὶ Ἀνωνύμου. Ὁ βίος, τὰ θαύματα καὶ ἡ Θεσσαλονίκη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Ἀθήνα 1997.


«30. Γνωρίζετε, πιστεύω, τὴ θεόσταλτη ὀργὴ ποὺ ἐνέσκηψε πρὶν ἀπὸ λίγον καιρὸ στὴν πόλη μας, καὶ ὄχι μόνο στὴν πόλη μας, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴ χώρα, καὶ ἐννοῶ ἐκείνη τὴν ὑπέρμετρη καὶ παμφάγο καὶ παντοφθόρο πανώλη […]


34. Ποιὰ πύλη τῆς πόλης ἦταν ἀρκετὰ πλατιὰ γιὰ νὰ χωρέσει τὶς ἐκφορὲς ποὺ γίνονταν ὁλημερίς; Καὶ ποιὰ κλίνη εἶδε τότε κανεὶς ποὺ νὰ περιέχει ἕναν μόνο νεκρό; […] ἂν μιλᾶμε γιὰ παιδιά, καὶ τέσσερα καὶ πέντε εἴδαμε νὰ μεταφέρονται πάνω σὲ μιὰ στρωμνή. Καὶ δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἔμεναν ἄταφοι μέσα στὰ σπίτια τους καθὼς ὁλόκληρες οἰκογένειες, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ πάρει εἴδηση, ξεκληρίζονταν μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ […]

36. Κάθε σπίτι εἶχε κάποιον νεκρὸ ἢ μᾶλλον νεκρούς, καὶ ὄχι λιγότερους ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς […] καὶ οἱ ζωντανοὶ δὲν ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴν τέλεση τῆς καθιερωμένης προπομπῆς πρὸς χάριν αὐτῶν ποὺ ἀποδημοῦσαν […] ἔβρισκαν τοὺς οἰκογενειακοὺς τάφους τους ἤδη γεμάτους […]

37. Καθὼς λοιπὸν τόσο μεγάλοι κίνδυνοι αἰωροῦνταν πάνω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ὅλοι ἔφευγαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ καταφύγουν στοὺς ἱεροὺς ναούς […] οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀπομείνει καὶ ὅσοι κατόρθωσαν, μέσα στὴν τόση συμφορά, νὰ συγκεντρώσουν τὸ μυαλό τους ἔτρεξαν νὰ ζητήσουν ἄσυλο στοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων· καὶ οἱ περισσότεροι προσέφυγαν στὸν ἰαματικὸ καὶ φυλακτήριο οἶκο τοῦ πανενδόξου μάρτυρος· καὶ ἦταν, ὅπως ἔμαθα, τόσο πολλοί, ὥστε ἄλλος κανεὶς δὲν χωροῦσε στὸ ἅγιο τέμενος. […]

41. …οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους ποὺ ἦλθαν στὸ ναό του ἔγιναν ἀνέλπιστα καλὰ καὶ μόνο λίγοι ὑπέφεραν γιὰ καιρὸ ἐνῶ πολὺ λιγότεροι ἔχασαν τὴ ζωή τους. […] Τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς ἀγορὲς καὶ στὰ σπίτια ἔτσι ἔγιναν τὰ πράγματα (πέθαναν οἱ περισσότεροι) ἐνῶ σὲ ὅσους κατέφυγαν στὸ πανάγιο τέμενος τοῦ μάρτυρος δὲν συνέβη τὸ ἴδιο ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο […]

42. …θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ κόψει σύρριζα ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὶς σκέψεις τοῦ πονηροῦ, διάλεξε κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς· κι αὐτὸς τὴ νύχτα, μέσα σὲ ἕνα εἶδος ἔκστασης ἔβλεπε τὸν Ἅγιο ντυμένο μὲ χλαμύδα καὶ μὲ ρόδινο καὶ χαριέστατο πρόσωπο […] νὰ παρατηρεῖ ὅλους ὅσοι βρίσκονταν σὲ κίνδυνο καὶ σὲ μερικοὺς νὰ ἀκουμπᾶ τὸ χέρι του χαράζοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, σὲ ἄλλους νὰ ρίχνει ἁπλῶς ἕνα περίλυπο βλέμμα καὶ μόνο λίγους νὰ προσπερνάει κατηφὴς καὶ σκυθρωπὸς σὰν νὰ μὴν ἄντεχε μήτε νὰ τοὺς ἀντικρίσει ἀπὸ τὴ μεγάλη λύπηση ποὺ ἔνιωθε γι’ αὐτούς. Κι αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι πέθαιναν ὁπωσδήποτε τὴν αὐγὴ ἢ λίγο ἀργότερα· οἱ ἄλλοι, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος εἶχε πλησιάσει μὲ πρόσωπο περίλυπο, πλὴν ὅμως τοὺς εἶχε ἀξιώσει νὰ δὲχτοῦν τὴν σωτήρια ἐπίσκεψή του, δὲν πέθαιναν ἀλλὰ ἔμεναν γιὰ καιρὸ ἄρρωστοι, εὐελπιστώντας ὅμως γιὰ τὴ θεραπεία τους ἀφοῦ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν εἶχε δεῖ ὅτι ὁ Μάρτυρας, ἔστω καὶ μὲ λύπη, εἶχε στέρξει νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ· καὶ πίστευαν τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ἐπειδὴ πέθαιναν ἀμέσως οἱ ἄρρωστοι τοὺς ὁποίους, κατὰ τὰ λεγόμενά του, δὲν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὁ Μάρτυρας ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ὑπεδείκνυε ὡς σφραγισμένους ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου, πρωὶ πρωὶ ἔδειχναν σημάδια ὑγείας […]».


Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Μπορεῖς νὰ καταπιεῖς ἐκείνη τὴν τεράστια κολώνα;


Τὸ 633 μ.Χ., οἱ Ἄραβες ἔχουν μόλις κατακτήσει τὴ Δαμασκό. Καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ εἰσβάλουν στὴν Αἴγυπτο. Ὁ ἐπίσκοπος Κύρος συμφώνησε μὲ τοὺς Ἄραβες, ἐλλείψει στρατιωτικῆς δράσης τῆς Κωνσταντινούπολης, νὰ δίνεται ἕνα ποσὸ στοὺς Ἄραβες γιὰ νὰ μὴν εἰσβάλουν. Τότε, μᾶς λέει ὁ Θεοφάνης, ὁ Ἡράκλειος θύμωσε μὲ τὸν Κύρο καὶ ἔστειλε ἕναν στρατιωτικὸ διοικητὴ ὀνόματι Μανουήλ, ἕναν παλικαρά, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε τὴν καταβολὴ τοῦ φόρου, ἔδωσε μάχη μὲ τοὺς Ἄραβες, συνετρίβη καὶ κλείστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τότε, συνεχίζει ὁ Θεοφάνης:



Οἱ Σαρακηνοὶ ἐφορολόγησαν τὴν Αἴγυπτον. Ἀκούσας δὲ Ἡράκλειος τὰ πραχθέντα ἀποστέλλει Κῦρον πρὸς τὸ πεῖσαι αὐτοὺς ἀναχωρῆσαι τῆς Αἰγύπτου». Ὁ Κύρος πῆγε στοὺς Ἄραβες, ἀπολογήθηκε ὅτι δὲν ευθύνεται αὐτὸς γιὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Μανουήλ, καὶ ζήτησε νὰ ἐπανέλθει σὲ ἰσχὺ ἡ συμφωνία ποὺ εἶχε συνάψει ἀρχικὰ ὁ ἴδιος, δηλαδὴ νὰ φύγουν οἱ Ἄραβες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἁπλῶς νὰ παίρνουν τὸ χρηματικὸ ἑτήσιο ποσό. Ὅμως, ὅπως συνεχίζει ὁ Θεοφάνης, «Οἱ Σαρακηνοὶ δὲν πείστηκαν μὲ τοῦτα καὶ εἶπαν στὸν ἐπίσκοπο: "Μπορεῖς νὰ καταπιεῖς ἐκείνη τὴν τεράστια κολώνα;" Καὶ ὁ Κύρος ἀπάντησε: "Δὲν εἶναι δυνατόν". Καὶ τοῦ ἀπάντησαν τότε οἱ Σαρακηνοί: "Οὔτε καὶ σὲ μᾶς εἶναι δυνατὸν ν’ ἀναχωρήσουμε τώρα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο".


Ἀρχαῖο κείμενο:

Τότε οἱ Σαρακηνοὶ ἐφορολόγησαν τὴν Αἴγυπτον. ἀκούσας δὲ Ἡράκλειος τὰ πραχθέντα ἀποστέλλει Κῦρον πρὸς τὸ πεῖσαι αὐτοὺς ἀναχωρῆσαι τῆς Αἰγύπτου τῷ πρώτῳ στοιχήματι· καὶ ἀπελθὼν ὁ Κῦρος εἰς τὴν παρεμβολὴν τῶν Σαρακηνῶν […] Πρὸς τούτοις οἱ Σαρακηνοὶ οὐκ ἐπείσθησαν λέγοντες τῷ ἐπισκόπῳ· «δύνη τοῦτον τὸν παμμεγέθη στύλον καταπιεῖν;» ὁ δὲ εἶπεν· «οὐκ ἐνδέχεται.» ἔφησαν δέ· «οὐδὲ ἡμῖν ἐνδέχεται ἀναχωρῆσαι τῆς Αἰγύπτου ἔτι»




Ἡγεσίες


Ὅταν ἔγινε βασιλιὰς ὁ Φωκᾶς ὁ τύραννος, καὶ ἄρχισε τὶς αἱματοχυσίες ἐκεῖνες μὲ τὸν Βονόσο τὸν δήμιο, κάποιος ἅγιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰ νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεό, τοῦ ἔλεγε; "Κύριε, γιατί ἔκανες αὐτὸν βασιλιά;". Μετά, ἀφοῦ τὸ ρώταγε αὐτὸ ἐπὶ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦρθε φωνὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔλεγε: "Γιατὶ δὲν βρῆκα χειρότερο"


Ὅτε γὰρ γέγονε βασιλεῦς Φωκᾶς ὁ τύραννος, καὶ ἤρξατο τὰς αἱματοχυσίας ἐκείνας διὰ Βοσόνου [ἐκείνου] τοῦ δημίου ἐργάζεσθαι, μοναχός τις δὲ ἐν Κωνσταντίνου πόλει ἀνὴρ ἅγιος, καὶ πολλὴν παῤῥησίαν πρὸς Θεὸν ἔχων, διεδικάζετο πρὸς Θεὸν ἐν ἁπλότητι λέγων· Κύριε, διατί τοιοῦτον βασιλέα ἐποίησας; Εἴτα, ὡς ἐπὶ ἱκανὰς ἡμέρας τοῦτο ἔλεγεν, ἦλθεν αὐτῷ φωνὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ λέγουσα· Ὅτι οὐχ εὗρον χείρονα.


Ὑπῆρχε κάποια ἄλλη πόλη, στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδας, γεμάτη ἀπὸ παρανομία, στὴν ὁποία διαπράττονταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ’ αὐτὴν ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος ἐξωλέστατος, τοῦ ἱπποδρόμου, ποὺ ξαφνικὰ ἀπέκτησε κάποια ψευδοκατάνυξη, καὶ πῆγε κι ἔγινε μοναχός, χωρὶς ὡστόσο νὰ σταματήσει τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνει ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης. Τότε παρουσιάστηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου, ποὺ τοῦ εἶπε: "Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλη, γιὰ νὰ χειροτονήσουν τὸν πρώην θαμώνα τοῦ ἱπποδρόμου". Πῆγε ὁ ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Ὅταν χειροτονήθηκε ὡς ἐπίσκοπος ὁ πρώην, ἀλλὰ καὶ ἔτι, θαμώνας τοῦ ἱπποδρόμου, ἄρχισε μὲ τὴ σκέψη του νὰ φαντάζεται ὅτι εἶναι κάποιος, καὶ νὰ μεγαλοφρονεῖ. Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου λέγοντάς του: "Τί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Στ’ ἀλήθεια, δὲν χειροτονήθηκες ἐπίσκοπος ὡς ἄξιος γιὰ τὴν ἱεροσύνη, ἀλλὰ ἐπειδὴ τέτοιας πόλης τέτοιος ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε"


Ἄλλη δέ τις πόλις ὑπῆρχε παράνομος [κατὰ τὴν Θηβαΐδα], πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα διαπραττομένη, ἐν ᾗ δημότης τις ἐξωλέστατος, ἐξαίφνης ψευδοκατάνυξίν τινα κτησάμενος, ἀπελθὼν ἐκάρη, καὶ τὸ μοναχικὸν σχῆμα ἠμφιέσατο. Μέντοιγε τῶν πονηρῶν πράξεων οὐδαμῶς ἐπαύσατο. Συνέβη γοῦν τὸν ἐπίσκοπον τῆς πόλεως τελευτῆσαι, καὶ φαίνεταί τινι ἀνδρὶ ἁγίῳ ἄγγελος Κυρίου λέγων· Ἄπελθε, καὶ παρασκεύασον τὴν πόλιν, ἵνα τὸν ἀπὸ δημοτῶν χειροτονήσωμεν ἐπίσκοπον. Ἀπελθὼν οὒν ἐποίησε τὰ κελευ[σ]θέντα αὐτῷ. Χειροτονηθεὶς δὲ ὁ προλεχθεὶς ἀπὸ δημοτῶν, μᾶλλον δὲ ὁ δημότης, ἤρξατο κατὰ διάνοιαν φαντάζεσθαι καὶ μεγαλοφρονεῖν. Καὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου λέγων· Τί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; ὄντως, οὐ ὡς ἄξιος τῆς ἱεροσύνης ἐγένου, ἐπίσκοπε, ἀλλ’ ὅτι ἡ πόλις αὕτη, τοιούτου ἐπισκόπου ἐστὶν ἀξία.


Τοῦ ἐν ἁγίοις Ἀναστασίου Σιναΐτου ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, Ἐρωτήσεις καὶ Ἀποκρίσεις, Ἐρώτησις ΙϚ΄, P.G. 89, 476C-477Α