Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Ἡγεσίες


Ὅταν ἔγινε βασιλιὰς ὁ Φωκᾶς ὁ τύραννος, καὶ ἄρχισε τὶς αἱματοχυσίες ἐκεῖνες μὲ τὸν Βονόσο τὸν δήμιο, κάποιος ἅγιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰ νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεό, τοῦ ἔλεγε; "Κύριε, γιατί ἔκανες αὐτὸν βασιλιά;". Μετά, ἀφοῦ τὸ ρώταγε αὐτὸ ἐπὶ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦρθε φωνὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔλεγε: "Γιατὶ δὲν βρῆκα χειρότερο"


Ὅτε γὰρ γέγονε βασιλεῦς Φωκᾶς ὁ τύραννος, καὶ ἤρξατο τὰς αἱματοχυσίας ἐκείνας διὰ Βοσόνου [ἐκείνου] τοῦ δημίου ἐργάζεσθαι, μοναχός τις δὲ ἐν Κωνσταντίνου πόλει ἀνὴρ ἅγιος, καὶ πολλὴν παῤῥησίαν πρὸς Θεὸν ἔχων, διεδικάζετο πρὸς Θεὸν ἐν ἁπλότητι λέγων· Κύριε, διατί τοιοῦτον βασιλέα ἐποίησας; Εἴτα, ὡς ἐπὶ ἱκανὰς ἡμέρας τοῦτο ἔλεγεν, ἦλθεν αὐτῷ φωνὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ λέγουσα· Ὅτι οὐχ εὗρον χείρονα.


Ὑπῆρχε κάποια ἄλλη πόλη, στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδας, γεμάτη ἀπὸ παρανομία, στὴν ὁποία διαπράττονταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ’ αὐτὴν ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος ἐξωλέστατος, τοῦ ἱπποδρόμου, ποὺ ξαφνικὰ ἀπέκτησε κάποια ψευδοκατάνυξη, καὶ πῆγε κι ἔγινε μοναχός, χωρὶς ὡστόσο νὰ σταματήσει τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνει ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης. Τότε παρουσιάστηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου, ποὺ τοῦ εἶπε: "Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλη, γιὰ νὰ χειροτονήσουν τὸν πρώην θαμώνα τοῦ ἱπποδρόμου". Πῆγε ὁ ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Ὅταν χειροτονήθηκε ὡς ἐπίσκοπος ὁ πρώην, ἀλλὰ καὶ ἔτι, θαμώνας τοῦ ἱπποδρόμου, ἄρχισε μὲ τὴ σκέψη του νὰ φαντάζεται ὅτι εἶναι κάποιος, καὶ νὰ μεγαλοφρονεῖ. Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου λέγοντάς του: "Τί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Στ’ ἀλήθεια, δὲν χειροτονήθηκες ἐπίσκοπος ὡς ἄξιος γιὰ τὴν ἱεροσύνη, ἀλλὰ ἐπειδὴ τέτοιας πόλης τέτοιος ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε"


Ἄλλη δέ τις πόλις ὑπῆρχε παράνομος [κατὰ τὴν Θηβαΐδα], πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα διαπραττομένη, ἐν ᾗ δημότης τις ἐξωλέστατος, ἐξαίφνης ψευδοκατάνυξίν τινα κτησάμενος, ἀπελθὼν ἐκάρη, καὶ τὸ μοναχικὸν σχῆμα ἠμφιέσατο. Μέντοιγε τῶν πονηρῶν πράξεων οὐδαμῶς ἐπαύσατο. Συνέβη γοῦν τὸν ἐπίσκοπον τῆς πόλεως τελευτῆσαι, καὶ φαίνεταί τινι ἀνδρὶ ἁγίῳ ἄγγελος Κυρίου λέγων· Ἄπελθε, καὶ παρασκεύασον τὴν πόλιν, ἵνα τὸν ἀπὸ δημοτῶν χειροτονήσωμεν ἐπίσκοπον. Ἀπελθὼν οὒν ἐποίησε τὰ κελευ[σ]θέντα αὐτῷ. Χειροτονηθεὶς δὲ ὁ προλεχθεὶς ἀπὸ δημοτῶν, μᾶλλον δὲ ὁ δημότης, ἤρξατο κατὰ διάνοιαν φαντάζεσθαι καὶ μεγαλοφρονεῖν. Καὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου λέγων· Τί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; ὄντως, οὐ ὡς ἄξιος τῆς ἱεροσύνης ἐγένου, ἐπίσκοπε, ἀλλ’ ὅτι ἡ πόλις αὕτη, τοιούτου ἐπισκόπου ἐστὶν ἀξία.


Τοῦ ἐν ἁγίοις Ἀναστασίου Σιναΐτου ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, Ἐρωτήσεις καὶ Ἀποκρίσεις, Ἐρώτησις ΙϚ΄, P.G. 89, 476C-477Α


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.