Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

«Βαρβαρικὴ καὶ Σκυθικὴ γλώσσα»

Τὸ 867 ἢ λίγο νωρίτερα, ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων Μιχαὴλ Γ΄, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο Α΄, χαρακτήρισε βαρβαρικὴ καὶ Σκυθικὴ τὴ Λατινικὴ γλώσσα. Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Μιχαὴλ Γ΄ δὲν σώζεται. Σώζεται ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Νικολάου:

Nicolaus episcopus servus servorum dei piisimo et dilectissimo filio superatori gentium atque tranquillissimo imperatori Michaheli a deo protecto semper Augusto, ἔκδ. E. Perels, Monumenta Germaniae Historica, τ. 6, Berlin 1925, 459.5-7, 14-32:

In tantam vero furoris habundantiam prorupistis, ut linguae Latinae iniuriam irrogaretis, hanc in epistola vestra barbaram et Scythicam appellantes ad iniuriam eius, qui fecit eam. Omnis enim operis derogatio ad opificis redundat iniuriam … Vel quia Christiani sunt, quorum linguam barbaram vel Scythicam appellatis, gloriam vestram quare non pudeat, obstupescimus. Cum enim barbari omnes et Scythae ut insensata animalia vivant, Deum verum nesciant, ligna autem et lapides adorent, in eo ipso, quo verum Deum colit lingua Latina, quantum barbaram vel Scythicam linguam  antecedat, agnoscitur. […] Iam vero, si ideo linguam Latinam barbaram dicitis, quoniam illam non intelligitis, cos considerate, quia ridiculum est vol appellare Romanorum imperatores et tamen linguam non nosse Romanam. Ad extremum autem, si iam saepe nominatam linguam ideo barbaram nuncupatis, quoniam a translatoribus in Graecam dictionem mutata barbarismos generat, non linguae Latinae, sed culpa est, ut opinamur, interpretum, qui quando necesse est non sensum e sensu, sed violenter verbum edere conantur e verbo. Ecce enim in principio epistolae vestrae imperatorem vos nuncupastis Romanorum et tamen Romanam linguam barbaram appellare non veremini. Ecce cotidie, immo vero in praecipuis festivitatibus inter Graecam linguam veluti quiddam pretiosum hanc, quam barbarm et Scythicam linguam appellatis, miscentes, quasi minus decori vestro facitis, si hac etiam non bene ac ex toto intellecta in vestris obsequiis ac officiis non utamini. Quiescite igitur vos nuncupare Romanorum imperatores, quoniam secundum vestram sententiam barbari sunt, quorum vos imperatores esse asseritis

Ὁδήγησες τὸν ἑαυτό σου σὲ τέτοια ἀφόρητη τρέλλα, ὥστε προσέβαλες τὴ Λατινικὴ γλώσσα ἀποκαλώντας την στὴν ἐπιστολή σου βαρβαρικὴ καὶ Σκυθική, πράγμα ποὺ συνιστᾶ προσβολὴ στὸν δημιουργὸ τῆς γλώσσας, γιατὶ κάθε δυσφήμιση ἑνὸς ἔργου ἐμπεριέχει ἐπίσης τὴν προσβολὴ πρὸς τὸν ποιητή του. […] Εἶναι γλώσσα Χριστιανῶν αὐτὴ ποὺ καλεῖς βαρβαρικὴ καὶ σκυθική. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅλοι οἱ βάρβαροι καὶ οἱ Σκύθες ζοῦν σὰν τὰ ζῶα μέσα στὴν ἄγνοια, κι ὅτι δὲν γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀλλὰ λατρεύουν δέντρα καὶ λίθους. Ἀπὸ αὐτὸ βλέπει καθένας πόσο ἀνώτερη εἶναι Λατινική, μὲ τὴν ὁποία λατρεύεται ἀληθινὸς Θεός, ἀπὸ τὴ βαρβαρικὴ και Σκυθική. […] Ἐπιπλέον, ἐὰν ἀποκαλεῖς βαρβαρικὰ τὰ Λατινικά, ἐπειδὴ δὲν τὰ καταλαβαίνεις, πρέπει νὰ εἶσαι προσεκτικός. Δὲν εἶναι γελοῖο νὰ ἀποκαλεῖσαι αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὅταν ἀγνοεῖς τὴ γλώσσα τῶν Ρωμαίων; Καί, τέλος, ἀποκαλεῖς αὐτὴ τὴ γλώσσα βαρβαρικὴ γιατὶ ἁπλῶς κατὰ τὴ μετάφραση ἀπὸ τὰ Λατινικὰ στὰ Ἑλληνικὰ ὑπεισῆλθαν ὁρισμένοι βαρβαρισμοί, γιὰ τοὺς ὁποίους, πιστεύουμε, δὲν φταίει Λατινικὴ ἀλλὰ οἱ διερμηνεῖς, ποὺ προσπάθησαν νὰ ἐξάγουν λέξεις ἀπὸ τὶς λέξεις παρὰ νὰ βγάλουν νόημα ἀπὸ τὸ νόημα. Στὴν πραγματικότητα, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς σου αὐτοαποκαλεῖσαι Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων, ἀλλὰ δὲν φοβᾶσαι νὰ θεωρεῖς βαρβαρικὴ τὴ ρωμαϊκὴ γλώσσα. Στὴν πραγματικότητα, κάθε μέρα, εἰδικὰ κατὰ τὶς μεγάλες τελετές, εἰσάγεις στὴν Ἑλληνικὴ τὴ γλώσσα ποὺ καλεῖς βαρβαρικὴ καὶ Σκυθική (τὰ Λατινικά), σὰν αὐτὴ νὰ ἦταν πολύτιμο στολίδι. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνεις ὡς ἐὰν θὰ μεγαλειότητά σου θὰ μειωνόταν ἐὰν δὲν χρησιμοποιοῦσες τὶς λατινικὲς λέξεις στὴν (αὐτοκρατορικὴ) συνοδεία σου καὶ στὰ ἀξιώματά σου, ἀκόμη κι ἂν αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν χρησιμοποιοῦνται σωστὰ οὔτε κατανοοῦνται πλήρως. Γιαὐτό, ἐγκατάλειψε τὸν τίτλο Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων, γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴ δική σου ἄποψη, αὐτοὶ τῶν ὁποίων θὲς νὰ εἶσαι αὐτοκράτορας εἶναι βάρβαροι.

 

Στρατὸς στὸ Βυζάντιο: χριστιανικὰ μεμπτὸς ἢ ὄχι; Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἀπόψεων

Ἕνα ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιλύσουν οἱ Χριστιανοὶ στὴ σχέση τους μὲ τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἦταν ἐκεῖνο τῆς συμμετοχῆς τους σὲ πολέμους της. Τὸν 4ο αἰ., ὁ Μέγας Βασίλειος μὲ τὸν ΙΓ΄ κανόνα του ὅρισε ὅτι ὅσοι Χριστιανοὶ φόνευαν κατὰ τὸν πόλεμο ἀμυνόμενοι ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας, θὰ μποροῦσαν νὰ κοινωνήσουν μόνο μετὰ 3 ἔτη:

Τοὺς ἐν πολέμοις φόνους οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοὶ δοκεῖ, συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δὲ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τὰς χεῖρας μὴ καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι.

(Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἀθήνα 1854, τ. 4, σ. 131.)

 

Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐλέχθη σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου εἶναι ζήτημα ἐὰν ὁ μισὸς πληθυσμὸς εἶχε ἐκχριστιανιστεῖ. Σύμφωνα μὲ διάφορες ἐκτιμήσεις, κατὰ τὸν 4ο αἰ. ἡ πλειονότητα τοῦ στρατοῦ ἦταν ἀκόμη Ἐθνικοί. Ἔτσι, οἱ Χριστιανοὶ ἦταν ἐξαίρεση.

Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ αἰῶνες, οἱ Χριστιανοὶ γίνονταν ἡ πλειονότητα καὶ τελικὰ τὸ 100% τοῦ στρατοῦ. Τότε, ὁ κανόνας αὐτὸς γινόταν ἀκατανόητος στοὺς Χριστιανοὺς συγγραφεῖς. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν πιὰ χριστιανική, ἡ ὑπεράσπισή της ἦταν θέμα στὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ πλέον εἶχαν τὸν ἀποφασιστικὸ ρόλο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν 4ο αἰώνα. Ἔτσι, ὁ Ζωναρᾶς, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος παραθέτει τὸν κανόνα ὄχι ὡς «ἐπιταγή», ἀλλὰ ὡς «συμβουλή». Γιατὶ διαφορετικά, μὲ τοὺς συνεχεῖς πολέμους οἱ Χριστιανοὶ στρατιῶτες, καὶ μάλιστα οἱ πιὸ θαρραλέοι καὶ καλοί, δὲν θὰ μεταλάμβαναν ποτέ, πράγμα ἀφόρητο γιὰ Χριστιανό. Κι ἂν οἱ ἐχθροὶ τοῦ «Βυζαντίου» δὲν φονεύονταν στὸν πόλεμο, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσαν, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε εὐσέβεια οὔτε σωφροσύνη, ἀλλὰ οἱ ὑπόδουλοι θὰ ἐκβιάζονταν νὰ ζήσουν μὴ «εὐσεβῶς». Ὑποθέτει ἐπίσης ὅτι στὸ διάστημα μετὰ τὸν 4ο αἰ., ἡ «συμβουλὴ» δὲν τηρήθηκε:

Οὐ κατ’ ἐπιταγήν φησιν, ὁ ἅγιος, τοὺς ἐν πολέμοις ἀναιροῦντας ἐπὶ τριετίαν ἀπέχεθσαι τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ κατὰ συμβουλήν· πλὴν φορτικὴ ἡ τοιαύτη δοκεῖ συμβουλή· συμβαίη γὰρ ἂν ἐκ ταύτης, μηδέποτε τοὺς στρατιώτας μεταλαβεῖν τῶν θείων δώρων, καὶ μάλιστα τοὺς θάρσος ἐνδεικνυμένους καὶ ἀριστεῖς· οὐ γὰρ ἄν ποτε σχοῖεν ἄδειαν ἐπὶ τριετίαν ἡρεμῆσαι. Εἰ γοῦν οἱ πολέμοις ἀλλεπαλλήλοις σχολάοζντες, καὶ ἀναιροῦντες τοὺς πολεμίους, εἴργονται τῆς κοινωνίας, ἔσονται διὰ βίου στερούμενοι τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μεταλήψεως· ὅπερ Χριστιανοῖς ἀφόρητοις κόλασις. Διὰ τί δὲ τὰς χεῖρας οὐ καθαροὶ κριθεῖεν οἱ ὑπὲρ τοῦ πολιτεύματος καὶ τῶν ἀδελφῶν ἀγωνιζόμενοι, ἵνα μὴ ληφθεῖεν τοῖς πολεμίοις, ἢ ἵνα αἰχμαλωτισθέντας ἐλευθερώσωσιν; Εἰ γὰρ φονεύειν τοὺς βαρβάρους εὐλαβηθήσονται, ὡς τὰς χεῖρας ἐντεῦθεν μιαίνοντες, οἰχήσεται ξύμπαντα, καὶ κρατήσουσιν οἱ βάρβαροι πάντων, ἃ καὶ οἱ πάλαι Πατέρες λογιςάμενοι, οὐ τοῖς φονεῦσι συγκατάλεξαν τοὺς ἐν πολέμοις φονεύοντας, συγγνωμονήσαντες αὐτοῖς, ὡς οὗτις ἔφησεν ὁ ἅγιος, ὡς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις· εἰ γὰρ οἱ βάρβαροι κυριεύσουσιν, οὔτε εὐσέβεια ἔστε, οὔτε σωφροσύνη· τὴν μὲν γὰρ εὐσέβειαν ἀθετήσουσοι, τὸ οἰκεῖον σέβας κρατύνοντες· τὴν δὲ σωφροσύνην οὐδεὶς μετιένται συγχωρηθήσεται, ἀλλὰ ζῇν κατ’ ἐκείνους ἅπαξ ἐκβιασθήσεται. Ὁ δὲ τὰ θεῖα πολὺς Ἀθανάσιος, ἐν τῇ πρὸς Ἀμμοῦν μονάζοντα κανονικῇ ἐπιστολῇ ταῦτα λέγει ῥητῶς· Φονεύειν οὐκ ἔξεστιν, ἀλλ’ ἐν πολέμῳ ἀναιρεῖν τοὺς ἀντιπάλους, ἔννομόν τε καὶ ἐπαίνου ἄξιον. Οἶμαι γοῦν, ὡς οὔποτε ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου ὑποθήκη αὕτη ἐκράτησε […]

Εἶναι ἄξιο ἀπορίας, φυσικά, ὅτι μεταξὺ 4ου καὶ 12ου αἰ., κανεὶς δὲν σχολίασε τὸ ἀκανθῶδες αὐτὸ πρόβλημα καὶ δὲν ἑρμήνευσε τὸν κανόνα. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμῶν (12ος αἰ.), σχολιάζοντας τὸν ἴδιο κανόνα, ὑποστηρίζει ἐπίσης ὅτι αὐτὸς πρόκειται περὶ συμβουλῆς, καί, ἐπίσης, ὅτι στὸν καιρό του δὲν εἶναι σὲ ἰσχύ, γιατὶ ἂν ἴσχυε τότε ποτὲ δὲν θὰ κοινωνοῦσαν οἱ στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ὥστε οἱ διαφορετικὰ μελλοντικῶς αἰχμαλωτισθέντες ἄμαχοι νὰ παραμείνουν ἐλεύθεροι καί, ἔτσι, εὐσεβεῖς καὶ σώφρονες, δηλαδὴ Χριστιανοί:

Διὰ τοῦ παρόντος κανόνος ὑποτίθησιν ὁ ἅγιος συμβουλευτικῶς, τοὺς ἐν πολέμῳ φονεύσαντας ἀπέχεσθαι τῆς κοινωνίας δι’ ὅλης τριετίας, κἂν οἱ Πατέρες τοῖς τοιούτοις συγγνώμην δεδώκασι, καὶ μετὰ φονέων αὐτοὺς οὐκ ἐλογίσαντο, ἀγωνισαμένοις ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς σωφροσύνης τῶν μελλόντων αἰχμαλωτισθῆναι πιστῶν. Οὗτος δὲ ὁ κανών, ἀξίως μὲν τῇ ἁγιοπρεπείᾳ τοῦ θείου Πατρὸς ἐξετέθη, οὐκ ἐνεργεῖ δέ, διὰ τὸ συμπίπτειν, εἰ τοῦτο δοθῇ, μηδέποτε τοὺς στρατιώτας μεταλαμβάνειν τῶν θείων ἁγιασμάτων, πολέμοις ἀλλεπαλλήλοις ἐνασχολουμένους, καὶ ἀναιροῦντας τοὺς πολεμίους· ὅπερ ἐστὶν ἀφόρητον.

Ἴδια ἄποψη, σχετικὰ μὲ τὸ συμβουλευτικὸ χαρακτήρα τοῦ κανόνα, ἐκφράζει καὶ ὁ Ἀλέξιος Ἀριστηνός. Ἔτσι, στὸ Βυζάντιο ἐπικράτησε ἡ ἄποψη ὅτι οἱ στρατιῶτες ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν ἀλλόθρησκων εἰσβολέων ὥστε οἱ πληθυσμοὶ τῆς αὐτοκρατορίας νὰ παραμείνουν Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ παραμείνουν ἀκοινώνητοι ἐπὶ τρία συνεχόμενα ἔτη, γιατὶ οἱ ἀλλεπάλληλοι πόλεμοι καὶ σφαγὲς θὰ συνεπάγονταν ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κοινωνήσουν.

Ἐὰν τὸ Ἰσλὰμ ὑποσχόταν θέση στὸν Παράδεισο διὰ τῆς συμμετοχῆς στὸν πόλεμο, καὶ ἡ Δύση ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὸ Βυζάντιο ἔδινε δυνατότητα γιὰ σωτηρία σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ σκότωναν σὲ ἀμυντικὸ πόλεμο καὶ ἔτσι θὰ καταδίκαζαν τὴν ψυχή τους, ὥστε νὰ παραμείνουν Χριστιανοὶ οἱ ὑπήκοοι τῆς αὐτοκρατορίας οἱ ὁποῖοι διαφορετικὰ θὰ ὑποδουλώνονταν καὶ θὰ ὑπῆρχε μεγάλη πιθανότητα νὰ ἀλλαξοπιστήσουν.