Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Ρατσισμός: Ἕλληνες, Ρωμαῖοι, Νούβιοι

The Romans' attitude toward the Aethiopes may well bear a similar interpretation. The term "Aethiopes" denoted all those races whose skin was black. These peoples "who lived near the sun" were reputed to be pious, long-lived, and blessed, and to excel in religious matters, in philosophy, and in the astrological sciences. This fame had been theirs since the time of Homer and persisted from Mimnermus and Herodotus down to Philostratus (Vita Apollonii) and pseudo-Callisthenes (Romance of Alexander) in the early third century A.D. The color of their skin, darkened by the rays of the sun, was simply explained by the environment in which they lived and was often contrasted "to the constant blossoming of pure white flowers from the soul" (thus a non-Christian epigram from Antinoe in Upper Egypt, of the third century A.D.). […] A change in attitude can be traced, however, from the age of Decius (A.D. 249-51) onward. For the first time after centuries of peaceful neighborliness, there began to build on the southern borders of Egypt and the Cyrenaica the threatening pressures that were destined to create many grave problems for the Empire down to the time of Justinian. Thus, parallel to a more precise definition of the Ethiopians (be they Blemmyi, Nobades, or Aksumitae) as an articulated political, economic, and commercial reality that had to be reckoned with, there emerged in literature the notion of the Ethiopians as a dangerous military force (for example, in a popular romance such as the Aethiopica by Heliodorus, of the pretetrarchic age). And it was in Egypt, in northern Africa, and in Syria-Palestine that the ancient identification of the color black with wickedness and ill omen generated the idea of the black man as a metaphor of evil: especially in the Christian hagiographic literature of these regions, it was associated with the idea of sin. According to his βίος, Moses, the Ethiopian ascetic, was able to free himself from subhuman "negritude," from his "natural tendency toward evil," and reveal "a shining soul"-though in a "black body"-only thanks to a miracle of God. In this way was born the representation of the Devil as a repulsive and fierce Ethiopian, an image destined to become the standard representation of the Devil in literature and art from the Middle Ages to the nineteenth century.

L. Cracco Ruggini, Intolerance: Equal and Less Equal in the Roman World, Classical Philology 82.3 (1987) 194 - 195.

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἀλάριχου στὴν Ἑλλάδα


«…Ἦταν τότε, ποὺ ὁ Ἀλλάριχος μὲ τοὺς βαρβάρους του πέρασε τὶς Θερμοπύλες, σὰν νὰ ἔτρεχε ἀγώνα δρόμου ἢ σὲ ἱπποδρομίες. Ἡ ἀσέβεια τῶν μαυροφορεμένων μοναχῶν [τῶν τὰ φαιὰ ἱμάτια ἐχόντων], ποὺ εἰσέβαλαν μαζί του ἀνεμπόδιστα, ἄνοιξε σ’ ἐκεῖνον τὶς πύλες τῆς Ἑλλάδος· τὰ θεμέλια καὶ ὁ νόμος τῶν ἱεροφαντικῶν θεσμῶν ἄρχισαν νὰ κλονίζονται».

Αὐτὰ λέει ὁ Εὐνάπιος, στοὺς Βίους φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, 7.3.4-5, καὶ τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀρκετὰ συγκλονιστικό, ἀφοῦ μᾶς λέει ὅτι ἡ νότια Ἑλλάδα «ἁλώθηκε» μὲ τὴ βοήθεια βυζαντινῶν μοναχῶν, ντόπιων ἢ φερμένων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Συρία, οἱ ὁποῖοι ἄνοιξαν τὸ δρόμο στὸν Ἀλάριχο, προκειμένου αὐτὸς νὰ καταστρέψει τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς ναούς. Σαφῶς, εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, πῶς ἄοπλοι μοναχοὶ ἐξουδετέρωσαν τὶς στρατιωτικὲς φρουρὲς στὶς Θερμοπύλες καὶ ἀλλοῦ. Ἡ πιθανὴ ἀπάντηση εἶναι ὅτι δὲν ξέρουμε, ἀλλὰ μὲ κάποιον τρόπο, οἱ μοναχοὶ τὸ κατόρθωσαν, καὶ πρέπει νὰ τὸ δεχτοῦμε ὡς γεγονός.

Ὅσο κι ἂν φαίνεται περίεργο, τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει ὁ Εὐνάπιος στὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα τῆς Ἱστορίας του. Γράφει, λοιπόν, ὁ Εὐνάπιος ὅτι οἱ Γότθοι γιὰ νὰ ξεγελάσουν τοὺς Ρωμαίους προσποιήθηκαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ἐνῶ δὲν ἦταν, καὶ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν μεταμφιέστηκαν ὡς ἐπίσκοποι τῶν Γότθων. Ἔτσι μποροῦσαν μέσῳ ὅρκων νὰ ἔχουν πρόσβαση σὲ ὅ,τι ἦταν ἀφύλακτο καὶ νὰ τὸ ἀποσπάσουν. Μάλιστα –καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ βασικότερο– οἱ Γότθοι ἔφτιαξαν καὶ μερικοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι μιμοῦνταν τοὺς μοναχοὺς τῶν ἐχθρῶν τους, δηλαδὴ τῶν Ρωμαίων. Ἡ μίμηση, συνεχίζει ὁ Εὐνάπιος, δὲν ἦταν κοπιαστικὴ οὔτε δύσκολη· ἀρκοῦσε νὰ φορέσουν φαιὰ ἱμάτια καὶ χιτώνια. Οἱ Γότθοι εἶχαν προσέξει ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα ἦταν σεβαστὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι ξεγελάστηκαν τόσο ὥστε ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν λογικὰ ἄτομα πείστηκαν ὅτι οἱ Γότθοι ἦταν Χριστιανοί:


Φυλαὶ μὲν γὰρ τῶν πολεμίων τὴν ἀρχὴν διαβεβήκεσαν ἄπειροι, καὶ πλείους ἐπιδιέβαινον, οὐδενὸς κωλύοντος· ἀλλ’ ἐν τοσούτοις κακοῖς κέρδος αὐτοῖς ἐδόκει γνήσιον τὸ δωροδοκεῖσθαι παρὰ τῶν πολεμίων. Εἶχε δὲ ἑκάστη φυλὴ ἱερά τε οἴκοθεν τὰ πάτρια  συνεφελκομένη, καὶ ἱερέας τούτων καὶ ἱερείας· ἀλλὰ στεγανή τις ἦν λίαν καὶ ἀδαμάντινος ἡ περὶ ταῦτα σιωπὴ καὶ τῶν ἀπορρήτων ἐχεμυθία, ἡ δὲ εἰς τὸ φανερὸν προσποίησις καὶ πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη. Καί τινας ὡς ἐπισκόπους αὐτῶν ἐς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα καταστολίσαντες καὶ περικρύψαντες, καὶ πολλῆς αὐτοῖς τῆς ἀλώπεκος ἐπιχέαντες, εἰς τὸ μέσον προεφίεσαν, πανταχοῦ τὸ ἀφύλακτον διὰ τῶν καταφρονουμένων ὅρκων παρ’ ἐκείνοις, παρὰ δὲ τοῖς βασιλεῦσι σφόδρα φυλαττομένων, ὑποτρέχοντες καὶ κατασκευάζοντες. Ἦν δὲ καὶ τῶν καλουμένων μοναχῶν παρ’ αὐτοῖς γένος, κατὰ μίμησιν τῶν παρὰ τοῖς πολεμίοις ἐπιτετηδευμένον, οὐδὲν ἐχούσης τῆς μιμήσεως πραγματῶδες καὶ δύσκολον, ἀλλὰ ἐξήρκει φαιὰ ἱμάτια σύρουσι καὶ χιτώνια, πονηροῖς τε εἶναι καὶ πιστεύεσθαι. Καὶ τοῦτο ὀξέως συνεῖδον οἱ βάρβαροι τὸ θαυμαζόμενον παρὰ Ῥωμαίοις ἐς παραγωγὴν ἐπιτηδεύσαντες· ἐπεὶ τά γε ἄλλα μετὰ βαθύτητος καὶ σκέπης ὅτι μάλιστα στεγανωτάτης τῶν ἀπορρήτων τὰ πάτρια ἱερὰ γεννικῶς τε καὶ ἀδόλως φυλάττοντες. Οὕτω δὲ ἐχόντων τούτων, ὅμως ἐς τοσαύτην ἄνοιαν ἐξεπτώκεσαν, ὥστε συμπεπεῖσθαι σαφῶς καὶ ἀμάχως τοὺς δοκοῦντας νοῦν ἔχειν, ὅτι Χριστιανοί τέ εἰσι καὶ πάσαις ταῖς τελεταῖς ἀνέχοντες.


Ἀπὸ τὰ γραφόμενα τοῦ Εὐνάπιου προκύπτει ὅτι οἱ «μοναχοὶ» ποὺ ἄνοιξαν τὶς πύλες στὸν Ἀλάριχο δὲν ἦταν πραγματικοὶ μοναχοί· οὔτε ἐκ Ρωμαίων (Βυζαντινῶν) μοναχοί, οἱ ὁποῖοι λόγῳ ἀντιειδωλολατρικοῦ μίσους καλωσόρισαν τοὺς Γότθους στὴν παγανιστικὴ νότια Ἑλλάδα προκαλώντας τὴν καταστροφή της. Ἦταν παγανιστὲς Γότθοι, τόσο οἱ δῆθεν ἐπίσκοποι ὅσο καὶ οἱ δῆθεν μοναχοί. Πράγματι, ἀκόμη καὶ ἡ ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιεῖται καὶ στὰ δύο ἀποσπάσματα τοῦ Εὐναπίου εἶναι ἴδια: Οἱ «μοναχοὶ» φοροῦσαν φαιὰ ἱμάτια

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μπορεῖ κάποιος νὰ ὑποθέσει εὐκολότερα τὴ διάχυση τῶν Γότθων «μοναχῶν» σὲ πόλεις τὶς ὁποῖες κατόπιν οἱ φανερὰ ὁπλισμένοι Γότθοι κατακυρίευαν.

Ἡ ἐπισήμανση τῶν παραπάνω ἔγινε μὲ ἀφορμὴ τὸ ἄρθρο τοῦ G. Fowden, The Athenian agora and the progress of Christianity, Journal of Roman Archaeology 3 (1990) 500, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει μυστηριῶδες τὸ πρῶτο ἀπόσπασμα τοῦ Εὐνάπιου καὶ συμπεραίνει ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἦταν ψευδομοναχοὶ ποὺ τοὺς ἔφεραν οἱ Γότθοι τοῦ Ἀλάριχου γιὰ ἀνατρεπτικοὺς σκοπούς.