Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Θὲς ἄλλῳ νίκη


Τὸ 655, ὁ Κώνστας Β΄ (Κωνσταντίνος Πωγωνάτος), ἐγγονὸς τοῦ Ἡρακλείου, σὲ ἡλικία εἴκοσι πέντε ἐτῶν ἑτοιμάστηκε νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸ στόλο τῶν Ἀράβων στὸ Φοίνικα τῆς Λυκίας. Τὴ νύχτα πρὸ τῆς ναυμαχίας:

Εἶδε σὲ ὄνειρο πὼς ἦταν στὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν ξύπνησε διηγήθηκε τὸ ὅραμα σὲ κάποιον ἐξηγητὴ ὀνείρων, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Ὦ βασιλιά, εἴθε νὰ μὴν εἶχες κοιμηθεῖ οὔτε νά ‘βλεπες ὄνειρο. Γιατὶ ἡ παρουσία σου στὴ Θεσσαλονίκη ἑρμηνεύεται "Δῶσε σ’ ἄλλον τὴ νίκη" (Θὲς ἄλλῳ νίκην), τουτέστιν ἡ νίκη πηγαίνει πρὸς τὸν ἐχθρό σου». Καὶ ἐνῶ ὁ βασιλιὰς δὲν ἔκαμε τίποτε γιὰ ἑτοιμασία πρὸς ναυμαχία, διέταξε τὸν ρωμαϊκὸ στόλο νὰ πολεμήσει. Καὶ ἀφοῦ ναυμάχησαν μεταξύ τους, ἡττήθηκαν οἱ Ρωμαῖοι καὶ βάφτηκε ἡ θάλασσα μὲ τὸ αἷμα τῶν Ρωμαίων. Καὶ φόρεσε ὁ βασιλιὰς σ’ ἄλλον τὸ φόρεμά του. Κι ὁ γιὸς τοῦ σαλπιγκτῆ ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω πήδηξε ἐπάνω στὸ βασιλικὸ σκάφος καὶ ἅρπαξε βιαστικὰ τὸ βασιλιὰ καὶ τὸν ἔφερε σὲ ἄλλο σκάφος κι ἀπροσδόκητα τὸν διέσωσε

Θεοφάνης, AM 6146
(μετ. ἀρχ. Ἀνανίας Κουστένης)

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Οἱ Αἰγύπτιοι στὴν δεύτερη πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης


Τὸ 717, οἱ Ἄραβες ἐπιχειροῦν τὴ δεύτερη πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία κράτησε ἕνα ἔτος. Σὲ κάποια φάση τῆς πολιορκίας, οἱ Ἄραβες ἐνισχύθηκαν μὲ τετρακόσια πλοῖα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο (μεταγωγικὰ καὶ δρόμωνες). Ὡστόσο, τὸ πλήρωμα τῶν πλοίων ἦταν Χριστιανοὶ Αἰγύπτιοι. Ἔτσι:

Τὰ πληρώματα τῶν Αἰγυπτίων αὐτῶν τῶν δύο στόλων ἔκαναν συμβούλιο μεταξύ τους καί, ἀφοῦ κατέλαβαν τὴ νύχτα τὰ μικρὰ σκάφη τῶν μεταγωγικῶν, ἐζήτησαν καταφύγιο στὴν Πόλη καὶ ἐπευφήμησαν τὸν βασιλιᾶ.

Θεοφάνης, AM 6209

Ἡ ἰσορροπία τῶν δυνάμεων στὴ θάλασσα εἶχε ἀλλάξει, καὶ οἱ Ρωμιοὶ κατέστρεψαν μὲ τὸ ὑγρὸ πῦρ τὸν ἀραβικὸ στόλο.
Ἡ βοήθεια τῶν Μονοφυσιτῶν Αἰγυπτίων πρὸς τοὺς Βυζαντινοὺς δὲν ὀφειλόταν σὲ τυχαίους λόγους. Ἀπὸ τὸ 725 καὶ μετά, καὶ τουλάχιστον ἕως τὸ 832, μαρτυροῦνται ἀρκετὲς ἐξεγέρσεις τῶν Κοπτῶν κατὰ τῶν Ἀράβων ἐξαιτίας τῆς φορολογικῆς καταπίεσής τους.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Οἱ πρόσφυγες στὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα


R. Mathisen, Refugees, στό: G. W. Bowersock – P. Brown – O. Grabar (ἐκδ.), Late Antiquity. A Guide to the Post-Classical World, Cambridge MA 1999, 665-666:


Στὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα […] πολλοὶ (σημ.: κάτοικοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας) προσφυγοποιήθηκαν ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἄφιξης καὶ τῆς ἐγκατάστασης (στὴν ἑνιαία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία) τῶν βαρβάρων. Πράγματι, μερικοὶ πρόσφυγες ἦταν οἱ ἴδιοι βάρβαροι, ὅπως […] οἱ Γότθοι ποὺ πέρασαν τὸν Δούναβη κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 340 ἐξαιτίας τῶν διώξεων ἐκ μέρους τῶν Βησιγότθων. Τὸ 376, ἀκολούθησε ἕνα πολὺ μεγαλύτερο κύμα Γότθων, ποὺ ἔφευγαν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς Οὕνους. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῶν λεγομένων βαρβαρικῶν εἰσβολῶν, ποὺ προκάλεσαν μεγάλη ἀναταραχὴ στοὺς ρωμαϊκοὺς πληθυσμοὺς στὰ ἑπόμενα χρόνια.


Ὁ ἱσπανὸς ρήτορας Ὀρόσιος συμβούλευε ὅσους ἐπηρεάζονταν (ἀπὸ τὶς εἰσβολές), «ὅταν διώκεστε σὲ μιὰ πόλη, φεύγετε σὲ ἄλλη». Πολλοὶ ἀκολούθησαν τὴ συμβουλή του. Ἡ φυγὴ τῶν ρωμαϊκῶν πληθυσμῶν ἀπὸ τὴν Ἱσπανία, τὴν Ἰταλία, τὴν Ἀφρική (σημ.: τὴ Βορειοδυτική), τὴ Βρετανία, τὴν Ἰλλυρία κι ἀλλοῦ παρατηρεῖται κατὰ τὸν πρώιμο 5ο αἰ. Πολλοὶ (ρωμαῖοι) πρόσφυγες ἁπλὰ μετακινήθηκαν σὲ πιὸ ἀσφαλεῖς περιοχὲς τῆς ἴδιας ἐπαρχίας. Γιὰ παράδειγμα, κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 410, ἀρκετοὶ ἀριστοκράτες τῆς βόρειας καὶ κεντρικῆς Γαλατίας κατέφυγαν στὸ νησὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνοράτου. Μερικοὶ ἐπέστρεψαν σύντομα ὅταν ἡ ἀπειλὴ ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν λιγότερο σοβαρὴ ἀπὸ ὅ,τι νόμιζαν.


Κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 470, τέσσερις κληρικοὶ ὑφιστάμενοι τοῦ ἐπισκόπου Βερντὲν Πολυχρόνιου κατέφυγαν στὴ Σὰρτρ καὶ ἔγραψαν μὲ θλίψη ὅτι «Ὑποχρεωθήκαμε ἀπὸ σοβαρὴ ἀνάγκη νὰ ἀφήσουμε τὴν πατρίδα, καὶ ἡ ἀτυχία ποὺ σὲ ἔκανε ἐξόριστο ἀπὸ τὴ γῆ σου ὑποχρέωσε κι ἐμᾶς νὰ αὐτοεξοριστοῦμε». Στὴ Βόρειο Ἀφρική, μερικοὶ Ρωμαῖοι κατέφυγαν στὰ δυτικά, στὴ Νουμιδία καὶ τὴ Μαυριτανία.


Κάποιοι ἄλλοι πρόσφυγες πῆγαν ἀκόμη πιὸ μακριά. Ρουτίλιος Ναματιανὸς περιέγραψε τὸν Βικτωρίνο, κάτοικο τῆς Τουλούζης καὶ πρώην βικάριο τῆς Βρετανίας, ὡς «ἕναν περιπλανώμενο, ποὺ ὑποχρεώθηκε ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Τουλούζης νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Τοσκάνη…».


Ὁ Ἄβιτος τῆς Bracara Augusta (Braga – σημ.: Πορτογαλία) ἔγραψε γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα ἔπειτα ἀπὸ τὸ ταξίδι του στοὺς Ἁγίους Τόπους: «Ὅμως, ἡ ἐπιθυμία μου ἐμποδίζεται ἀπὸ τὸ ἐχθρὸ ὁ ὁποῖος ἔχει διασπαρεῖ σὲ ὅλη τὴν Ἱσπανία». Οἱ βορειοαφρικανικοὶ ρωμαϊκοὶ πληθυσμοὶ γλίτωσαν τὴ ἐπέλαση τῶν Βανδάλων μὲ τὸ νὰ διαφύγουν στὴν Ἰταλία καὶ τὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Συρία.


Μερικοὶ πρόσφυγες στάθηκαν ἱκανοὶ νὰ διατηρήσουν τὸ ἐπίπεδο ζωῆς τους καλύτερα ἀπὸ ἄλλους. Ἡ Πλακιδία, κόρη τοῦ δυτικοῦ αὐτοκράτορα Βαλεντιανοῦ Γ΄, αἰχμαλωτίστηκε κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Βανδάλους τὸ 455 καὶ ἀπήχθη στὴν Καρχηδόνα […]. Τελικά, ἀπελευθερώθηκε […]. Ἄλλοι ἀριστοκράτες ὡστόσο, δὲν ἦταν τόσο τυχεροί. Ὁ Ρουτίλιος Ναματιανὸς γράφει γιὰ τὸν Γαλάτη πρόσφυγα Prodatius «Ἀντάλλαξε τὴν πατρικὴ περιουσία του γιὰ μέτριες ἐκτάσεις γῆς στὴν Οὐμβρία (Ἰταλία) […] ἐπιτηρεῖ μικρὰ πράγματα ἀντὶ γιὰ μεγάλα


Ἡ πολιτικὴ ἀναστάτωση δημιούργησε περισσότερους δυστυχεῖς πρόσφυγες μεταξὺ τῶν λιγότερο προνομιούχων. Στὴ δεκαετία τοῦ 470, ἕνας διάκος ἐγκατέλειψε τὴν περιουσία του στὸ βασίλειο τῶν Βησιγότθων (σημ.: Ἱσπανία), ἔγινε πελεγρίνος (περιπλανώμενος), καὶ κατέφυγε στὴν Ὀσέρ (Βουργουνδία), «ἀποφεύγοντας τὸν ἀνεμοστρόβιλο τῆς γοτθικῆς λεηλασίας».


Λίγο μετά, ὁ Ρουρίκιος τῆς Λιμὸζ ἔκανε λόγο γιὰ τὸν ἱερέα Possessor, ποὺ «προκειμένου νὰ μὴ χάσει τὴ ζωή του μὲ πολὺ σκληρὸ θάνατο, αὐτοεξορίστηκε ἀπὸ τὴν πατρίδα του».

Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἄτομα, ἐπιλογὴ μεταξὺ φυγῆς καὶ παραμονῆς θὰ ἦταν δύσκολη. Μερικοὶ ἀριστοκράτες ἁπλὰ ἔκαναν κακὲς ἐπιλογές. Ὁ Παυλίνος τῆς Πέλλας σκέφτηκε νὰ ἀφήσει τὴ Γαλατία γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τοὺς βάρβαρους «τῶν ὁποίων οἱ ἐπαναλαμβανόμενες ἐχθρικὲς πράξεις, τὶς ὁποῖες ὑπέφερα ἐνόσω καθυστεροῦσα, μὲ ἔπεισαν ὅτι πρέπει νὰ φύγω ἀπὸ τὴν πατρίδα μου ὅσο γρηγορότερα γίνεται». Ἀλλὰ τελικά, διάλεξε νὰ παραμείνει κατηγορώντας τὴ σύζυγό του γιὰ τὴν ἄρνησή της νὰ φύγει. Ὡς ἀποτέλεσμα, βίωσε ὅ,τι ἀποκαλεῖ «διαρκὴς ἐξορία φτώχειας». Ἡ κόρη του, ὡστόσο, ἦταν πιὸ ἀποφασιστική: «Φεύγοντας ἀπὸ τὴν πατρίδα της, ἀπέφυγε τὴν κοινὴ ἐρήμωση».


Κι ὅσο γιὰ τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο μερικοὶ δὲν τὸ ἔσκαζαν, ὁ Salvianus τῆς Μασσαλίας ἐξηγεῖ, «Πράγματι, μόνο νὰ θαυμάσω μπορῶ ὅτι ὅλοι οἱ ἐξαρτημένοι ἐκπτωχευμένοι δὲν φεύγουν ὅλοι μαζί, ἐκτὸς κι ἂν δὲν τὸ κάνουν ἐπειδὴ εἶναι ἀνήμποροι νὰ μεταφέρουν τὴν περιουσία τους καὶ τὰ μικρὰ ἐνδιαιτήματα καὶ τὶς οἰκογένειές τους». […]


Ἡ (ρωμαϊκή) νομοθεσία ὡστόσο, προσπαθοῦσε νὰ ἀνακουφίσει ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ εἶχε ἀναστατωθεῖ […] Οἱ βορειοαφρικανοὶ (ρωμαῖοι) πρόσφυγες ἔλαβαν ἀναστολὴ χρεῶν καὶ γαῖες στὴ Νουμιδία καὶ τὴ Μαυριτανία ὡς ἀποζημίωση γιὰ ὅσα ἔχασαν. Καὶ πρόσφυγες δικηγόροι ἀπέκτησαν εἰδικὴ ἄδεια ἐξάσκησης τοῦ ἐπαγγέλματός τους στὴν Ἰταλία. […]
 
Γιὰ ὅσους ἦταν ἀνίκανοι νὰ διαφύγουν φυσικὰ ἀπὸ τὶς περιοχὲς μὲ προβλήματα, ὑπῆρχε πάντα ἡ ἐναλλακτικὴ ἐπιλογὴ τοῦ νὰ γίνουν «μεταφορικὰ πρόσφυγες».


Τὸ βιβλίο στὸ ὁποῖο βρίσκεται τὸ παραπάνω ἄρθρο εἶναι τοῦ 1999. Κατοπινὲς ἀντίστοιχες προσπάθειες, ὅπως τὸ Oxford Dictionary of Late Antiquity (2018) δὲν περιέχουν λῆμμα γιὰ πρόσφυγες. Ἔχει βέβαια, τὸ τελευταῖο, τὸ λῆμμα Barbarian migrations (Peter Heather).

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἡρωδιανοῦ


Ἡ ἐποχὴ μετὰ τὸν Μάρκο Αὐρήλιο (Β΄ πρὸς Γ΄ αἰώνα), εἶναι μιὰ ἐποχὴ ἀντιθέσεων ποὺ ἀρχίζουν νὰ ἐκδηλώνονται ὅλο καὶ περισσότερο: Στρατὸς κατὰ λαοῦ καὶ Συγκλήτου, οἱ κάτοικοι τῆς μιᾶς ἐπαρχίας ἐναντίον τῆς ἄλλης κ.ο.κ. Καθὼς ἡ ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη καθίσταται δικαίωμα ὅλων τῶν πρώην κατεκτημένων, τὸ δικαίωμα αὐτὸ χάνει τὴ σημασία του, ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ πόλη τῆς Ρώμης, ποὺ χάνει τὴ σημασία της γιατὶ γίνεται μία πόλη μεταξὺ τόσων ἄλλων. Ἡ Ρώμη εἶναι ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται κάθε φορὰ ὁ αὐτοκράτορας. Ὅλοι οἱ «ἴσοι ὡς Ρωμαῖοι» λαοὶ τῆς ρωμαϊκῆς ἐπικράτειας εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ πρὸς ὅλους, ὅλοι οἱ πρώην κατεκτημένοι λαοὶ κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους. Οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι παρορμητικοί, οἱ Γερμανοὶ φιλοχρήματοι, οἱ Ἰταλοὶ ἀπόλεμοι, οἱ Ρωμαῖοι τῆς Ρώμης δειλοί, οἱ Ἰλλύριοι ἠλίθιοι, οἱ Σύροι ἀσταθεῖς, οἱ Βορειοαφρικανοὶ αἱμοβόροι, οἱ Ἕλληνες διαλυμένοι ἀπὸ τὴ φαγωμάρα τους, οἱ Θράκες βάρβαροι κ.λπ. Πόλεις πανάρχαιες καὶ ὀνομαστές (Ἀλεξάνδρεια, Καρχηδόνα, Βυζάντιο κ.ἄ.) καταστρέφονται συθέμελα ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ σὰν νὰ ἦταν ὄχι ρωμαϊκὲς ἀλλὰ ἐχθρικές. Οἱ Ρωμαῖοι τῆς Ρώμης ἔπρεπε πλέον ὄχι μόνο νὰ συνηθίσουν ὡς νέους «ρωμαίους» συμπατριῶτες τοὺς πρώην κατεκτημένους μὲ τὰ ἀλλόκοτα ἔθιμά τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποδέχονται ὡς αὐτοκράτορές τους ἄτομα ἀπὸ τὴ Φοινίκη, τὴ Θράκη κ.ἀ. τὰ ὁποῖα περιφρονοῦσαν τοὺς ρωμαϊκοὺς θεοὺς γιὰ χάρη ἄλλων, ἀφοῦ ὁ στρατὸς ἐξέλεγε τοὺς αὐτοκράτορες –καὶ ποιὸς μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὸ στρατό; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, βεβαίως οἱ πρώην κατεκτημένοι ἐκρωμαζονταν τουλάχιστον ἐπιφανειακά (π.χ. στὸ ἐπίπεδο τῆς νομοθεσίας μὲ τὴν κατάργηση τῶν ἐπιμέρους ἐθνοτοπικῶν νομοθεσιῶν). Εἶναι ἡ ἔνδειξη ὅτι χρειαζόταν ἐπειγόντως κάτι ποὺ θὰ ἑνοποιοῦσε πραγματικὰ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἡ πολιτικὴ θεολογία ἀπαιτοῦσε ρητὰ τὴν συσχέτιση τῆς μονοκρατορίας τοῦ Δία μὲ ἐκείνη τοῦ μόνου ἀνθρώπου στὸν ὁποῖο ὁ Δίας δίνει τὴν ἐξουσία ἐπὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων· ἐξουσία ποὺ γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς θεόσδοτη. Κι ἀκόμη δὲν ἔχουν καλὰ καλὰ ἀρχίσει οἱ μεγάλες ἐπιδρομὲς σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή. 
Ἂς δοῦμε πῶς περιγράφει τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Ἡρωδιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια (178-238 μ.Χ.):

Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορία.

1.6.5

«Ἡ Ρώμη βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται κάθε φορὰ ὁ αὐτοκράτορας».


1.14.3. Ὅταν κάηκε ὁ ναὸς τῆς Εἰρήνης στὴ Ρώμη, ὅπου καθένας ἄφηνε γιὰ φύλαξη ὅ,τι εἶχε:

«Ὅλοι μαζὶ θρηνοῦσαν τὴν καταστροφὴ τῆς δημόσιας περιουσίας, ὁ καθένας ὅμως σκεφτόταν τὴ δική του».


1.17.6. Κάποιος…
«ὄντας Αἰγύπτιος τὴν καταγωγή, ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του παρορμητικὸς στὶς ἐνέργειές του καὶ δροῦσε ὑπὸ τὸ κράτος τῶν συναισθημάτων του».

2.6.4. Μετὰ τὴ δολοφονία του Περτίνακα, οἱ στρατιῶτες διακήρυξαν….
«Ὅτι τὸ ἀξίωμα τοῦ αὐτοκράτορα πωλεῖται: Ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ παραδώσουν τὴν ἐξουσία σὲ ὅποιον προσφέρει τὰ περισσότερα λεφτὰ καὶ ὅτι θὰ ἐγγυηθοῦν μὲ τὰ ὅπλα τους τὴν ἀσφαλὴ μετάβασή του στ’ ἀνάκτορα».

2.7.9.
«Οἱ Σύροι, λαὸς ἀπὸ τὴ φύση του ἀσταθής, εἶναι πάντα ἕτοιμοι νὰ ἀνατρέψουν τὰ κατεστημένα».

2.9.11.
«Οἱ κάτοικοι τῆς Παννονίας…τόσο νωθροὶ εἶναι στὸ μυαλὸ καὶ ἀνήμποροι νὰ καταλάβουν εὔκολα κάτι ποὺ τοὺς λένε ἢ τοὺς κάνουν μὲ πονηριὰ καὶ δόλο».

2.11.3-4.
«Οἱ κάτοικοι τῆς Ἰταλίας εἶχαν ἀπὸ καιρὸ ἐγκαταλείψει τὰ ὅπλα καὶ τοὺς πολέμους καὶ εἶχαν ἐπιδοθεῖ στὴν καλλιέργεια τῆς γῆς και τὰ εἰρηνικά τους ἔργα. Τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ πολίτευμα τῶν Ρωμαίων ἦταν δημοκρατικὸ…ὅλοι οἱ Ἰταλοὶ ἦταν ὑπὸ τὰ ὅπλα καὶ κατέκτησαν στεριὲς καὶ θάλασσες μὲ τοὺς πολέμους τους ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων. […] Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ τὸ πολίτευμα ἔγινε μοναρχικὸ καὶ ἡ ἀρχὴ περιῆλθε στὸν Αὔγουστο, αὐτὸς ἀπάλλαξε τοὺς Ἰταλοὺς ἀπὸ τὰ σχετικὰ καθήκοντα καὶ ἐπέβαλε τὸν ἀφοπλισμό τους….ἐγκαθιστώντας μισθοφόρους στρατιῶτες μὲ συμφωνημένη ἀμοιβή».

3.2.8.
«Εἶναι παλιὰ ἀρρώστια τῶν Ἑλλήνων τοῦτο, νὰ βρίσκονται μεταξύ τους σὲ συνεχεῖς διαμάχες καὶ νὰ ἐπιδιώκουν τὴν καταστροφὴ ἐκείνου ποὺ φαίνεται πὼς ὑπερέχει, κι αὐτὸ ἐξουθένωσε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ καθὼς οἱ δυνάμεις τους παράκμασαν καὶ ἀλληλοκαταστράφηκαν, ἦταν εὔκολο πιὰ νὰ κατακτηθοῦν…»

3.3.5
«Οἱ Μαυριτανοί, πραγματικοὶ φονιάδες…ἔσπευσαν στὴν Τύρο, τὴν ὁποία, μετὰ ἀπὸ λεηλασίες καὶ σκοτωμούς, τὴν παρέδωσαν ὁλόκληρη στὶς φλόγες».

3.6.9. Κατὰ τὴν πολιορκία τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τὸν Σεβῆρο…
«Ἡ πόλη καταστράφηκε ἀργότερα ἐξαιτίας τῆς πείνας καὶ καταστράφηκε ὁλοκληρωτικά· χωρὶς πιὰ θέατρα, χωρὶς λουτρά, χάνοντας ὅλη τὴν πολυτέλειά του καὶ τὸ κύρος του, τὸ Βυζάντιο δόθηκε, σὰν νὰ ἦταν κανένα χωριό, στοὺς Περίνθιους νὰ τὸ ἔχουν στὴ δούλεψή του».

3.7.7.
«Οἱ στρατιῶτες τοῦ Σεβήρου λεηλάτησαν καὶ πυρπόλησαν τὸ Λούγδουνο [Λυόν]»

4.5.7. Ὁ Καρακάλλας λέει:
«Ὁ Δίας, ὅπως αὐτὸς κατέχει μόνος του τὴν ἐξουσία τῶν θεῶν, ἔτσι καὶ τὴν ἐξουσία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἕναν τὴ δίνει».

4.9.1-8. Ὁ Καρακάλλας σφαγιάζει τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας, τὸ ὁποῖο παγίδευσε πρῶτα:
«Τὸ σχέδιό του ἦταν νὰ ἐξοντώσει ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ ἐκείνους. Τὸ κρυφὸ μίσος του εἶχε τὴν ἑξῆς αἰτία. Ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴ Ρώμη, ἐνόσω ὁ ἀδερφός του ζοῦσε ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ δολοφονία του, τὸν πληροφόρησαν ὅτι οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν εἶχαν διακωμωδήσει μὲ σκληρὸ τρόπο… Πολλὰ ἀπὸ τὰ σκώμματα ἀφοροῦσαν τὴ δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τὴν ἡλικιωμένη μητέρα του, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσαν Ἰοκάστη, ἐνῶ κορόιδευαν καὶ τὸν ἴδιο, ποὺ, ὄντας ἕνας μικροκαμωμένος ἄνθρωπος, ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Ἀχιλλέα. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἀπὸ τὴ μεριά τους ὅλα τοῦτα τὰ θεωροῦσαν παιχνίδια, ὁ Ἀντωνίνος ὅμως….ὁδηγήθηκε σὲ σκέψεις ὀλέθριες καὶ καταστροφικὲς γιὰ ἐκείνους. […] Κάλεσε μὲ ἀνακοίνωσή του ὅλους τοὺς νέους νὰ συγκεντρωθοῦν σὲ ἕνα μεγάλο ἀνοιχτὸ πεδίο, λέγοντας ὅτι θέλει νὰ σχηματίσει μιὰ φάλαγγα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ νὰ τῆς δώσει τὸ ὄνομά του. […] Οἱ νεαροὶ ἔδωσαν ὅλοι τους πίστη στὶς ὑποσχέσεις…Ἔτσι πῆγαν στὴ συγκέντρωση, μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους καὶ τ’ ἀδέρφια τους, ποὺ μοιράζονταν τὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰσιοδοξία τους. [….] Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες κάποιοι σκότωναν καὶ κάποιοι ἄλλοι πιὸ πέρα ἔσκαβαν μεγάλα χαντάκια ὅπου τραβοῦσαν τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς πετοῦσαν μέσα, μέχρι ποὺ τὰ γέμισαν μὲ πτώματα. Κι ἀπὸ πάνω ἔριχναν χώματα, ὥσπου γρήγορα σχηματίστηκε ἕνας μεγάλος ὁμαδικὸς τάφος. Μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς ἔριξαν καὶ πολλοὺς μισοπεθαμένους ἐνῶ ἔσπρωξαν μέσα κι ἄλλους ποὺ δὲν εἶχαν τραυματιστεῖ. […] Τόση ἦταν ἡ ἔκταση τῆς σφαγῆς, ὥστε οἱ ἐκβολὲς τοῦ Νείλου, ποὺ εἶναι μεγάλη περιοχή, καὶ ὅλη ἡ παραλία γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βάφτηκαν κόκκινα ἀπὸ τὰ ρυάκια τὸ αἷμα ποὺ διέσχιζαν τὴν πεδιάδα».

5.4.4. Ἡλιογάβαλος [Marcus Aurelius Antoninus]
«ἀντιπαθοῦσε κάθε ρωμαϊκὸ ἑλληνικὸ ἔνδυμα, γιατὶ, ὅπως ἔλεγε, ἦταν φτιαγμένα ἀπὸ μαλλί, φτηνὸ ὑλικό».

5.5.5. Ἡ μητέρα του προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἀλλάξει τὰ μυαλά…
«Δὲν ἔπρεπε, τοῦ ἔλεγε, νὰ τὸν δοῦν στὴ Ρώμη μὲ τέτοια ἐμφάνιση ξενικὴ καὶ ὁλότελα βαρβαρική, γιατὶ θὰ ἐνοχληθοῦν, καθὼς δὲν εἶναι ἐξοικειωμένοι καὶ θεωροῦν ὅτι κάτι τέτοια στολίδια δὲν ταιριάζουν σὲ ἄνδρες ἀλλὰ σὲ γυναῖκες».

5.5.7-8.
«Διέταξε ὅλους τοὺς ἄρχοντες τῶν Ρωμαίων καὶ ὅποιον τελοῦσε δημόσιες θυσίες νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ νέου θεοῦ Ἐλαγάβαλου πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνταν στὶς ἱεροτελεστίες. […] Ἔχτισε πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ ἕναν τεράστιο καὶ ὡραιότατο ναό. Καθημερινὰ ἔσφαζε ἀμέτρητους ταύρους καὶ πολλὰ πρόβατα ποὺ τὰ ἀπόθετε στοὺς βωμοὺς … Μπροστὰ στοὺς βωμοὺς ἔχυναν πολλοὺς ἀμφορεῖς παλαιὸ καὶ ἐκλεκτὸ κρασί, ἔτσι ποὺ στὰ ρεῖθρα κυλοῦσε κρασὶ καὶ αἷμα ἀνάκατο. Κοντὰ στοὺς βωμοὺς αὐτὸς μαζὶ μὲ γυναῖκες ἀπὸ τὴ Φοινίκη χόρευαν στοὺς ἤχους διαφόρων ὀργάνων, κάνοντας κύκλους γύρω ἀπὸ τοὺς βωμοὺς κρατώντας κύμβαλα καὶ τύμπανα. […] Φοροῦσαν παπούτσια λινά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ ἑρμηνευτὲς τῶν χρησμῶν στὴ Φοινίκη».

5.6.2
«Προσποιήθηκε ὅτι ἐρωτεύτηκε μιὰ παρθένα ἱέρεια τῆς θεᾶς τῶν Ρωμαίων Ἑστίας, ἡ ὁποία ἦταν ὑποχρεωμένη ἀπὸ τὸν ἱερὸ νόμο νὰ τηρεῖ ἁγνότητα καὶ νὰ μείνει ἰσοβίως παρθένα. Πῆρε λοιπὸν τὴν κοπέλα ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τῆς Ἑστίας καὶ ἀπὸ τοὺς θαλάμους τῶν παρθένων τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. […] Ἐξάλλου ὁ γάμος ἀνάμεσα σὲ ἕναν ἱερέα καὶ μιὰ ἱέρεια, εἶπε, ἦταν κάτι ταιριαστό. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἔδιωξε».

5.6.3-4.
«Τὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας, ποὺ οἱ Ρωμαῖοι τὸ σέβονται καὶ τὸ κρατοῦν κρυφὸ χωρὶς νὰ τὸ βλέπει κανείς, τὸ μετέφερε στὸ δωμάτιό του …γιὰ τὸ γάμο του μὲ τὸν θεό (Ἐλεγάβαλο).Ὕστερα ὅμως εἶπε ὅτι τοῦ θεοῦ δὲν τοῦ ἄρεσε μιὰ τέτοια πολεμικὴ θεὰ ποὺ εἶναι συνέχεια ὁπλισμένη, καὶ ζήτησε νὰ μεταφέρουν ἐκεῖ τὸ ἄγαλμα τῆς Οὐρανίας, ποὺ λατρεύεται ξεχωριστὰ ἀπὸ τοὺς Καρχηδόνιους καὶ τοὺς ναοὺς τῆς Λιβύης».

5.6.9
«ἀπὸ τοὺς χοίρους ἀπεῖχε, σύμφωνα μὲ τὸν φοινικικὸ νόμο».

6.3.7. Κατὰ τὸν Marcus Aurelius Severus Alexander…
«Οἱ βάρβαροι ἀποθρασύνονται ἂν φανεῖς ὑποχωρητικὸς ἀπέναντί τους καὶ διστακτικός, ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἀνθεκτικοὶ ἂν βρεθοῦν μπροστὰ σὲ ἀντίσταση».

6.7.9.
«Αὐτὸ εἶναι ποὺ πείθει πάνω ἀπὸ ὅλα τοὺς Γερμανούς, ποὺ εἶναι φιλοχρήματοι και πάντοτε ἕτοιμοι νὰ πουλήσουν στοὺς Ρωμαίους μιὰ συνθήκη εἰρήνης πληρωμένη μὲ χρυσάφι».

7.1.2. Ὁ Μαξιμίνος Θράξ…
«Ὅπως ἡ καταγωγή του, ἔτσι καὶ ὁ χαρακτήρας του ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του βάρβαρος. Αἱμοβόρος ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί του καὶ οἱ συμπατριῶτες του…»

7.3.5-6.
«Τὰ ἀφιερώματα στοὺς ναούς, τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν, τὶς τιμητικὲς προσφορὲς πρὸς τοὺς ἥρωες….ὅλα αὐτὰ τὰ ἔριξαν στὰ χωνευτήρια γιὰ νὰ τὰ λιώσουν. Τοῦτο ἦταν ποὺ λύπησε τὸν λαό…Ἀποτέλεσμα ἦταν κάποιοι ἀπὸ τὶς λαϊκὲς τάξεις νὰ προβάλουν ἀντίσταση καὶ νὰ ὀργανώσουν φρουρὲς στοὺς ναούς, ἕτοιμοι νὰ πέσουν νεκροὶ μπροστὰ στοὺς βωμοὺς παρὰ νὰ δοῦν τὴν πατρίδα τους νὰ σκυλεύεται».

7.7.1.
«Πάντα ὁ ὄχλος βέβαια δὲν θέλει πολὺ γιὰ νὰ ξεσηκωθεῖ, καὶ εἰδικὰ ὁ ρωμαϊκὸς ὄχλος, ἕνα πολυάριθμο καὶ ἑτερόκλητο συνονθύλευμα ἀνθρώπων, εἶναι εὔκολο ν’ ἀλλάξει γνώμη».

7.8.6. Μιλᾶ ὁ Μαξιμίνος Θράξ:

«Δὲν ἀγνοεῖτε πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητος εἶναι ὁ ρωμαϊκὸς λαός, ποὺ τὸ θάρρος του ὅμως ἐξαντλεῖται στὸ νὰ φωνάζει. Ἀρκεῖ νὰ δοῦν δυὸ τρεῖς στρατιῶτες μόνο γιὰ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια σπρώχνοντας καὶ ποδοπατώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ γλιτώσει ὁ καθένας ἀπὸ τὸν δικό του κίνδυνο χωρὶς νὰ νοιάζεται γιὰ τὸν κίνδυνο τοῦ συνόλου».


7.9.10. Ὁ Καπελιανός, ἕνας συγκλητικὸς ὁπαδὸς τοῦ Μαξιμίνου καὶ διοικητὴς τῆς Νουμιδίας…

«Μὲ τὸ ποὺ μπῆκε στὴν Καρχηδόνα, σκότωσε ὅποιον διακεκριμένο πολίτη δὲν εἶχε σκοτωθεῖ στὴ μάχη καὶ δὲν δίστασε οὔτε τοὺς ναοὺς νὰ συλήσει οὔτε τὰ χρήματα δημόσια καὶ ἰδιωτικὰ ν’ ἁρπάξει. […] Στοὺς στρατιῶτες του ἐπέτρεψε νὰ κάψουν καὶ νὰ λεηλατήσουν τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ χωριά».

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

1 π.Χ.

Ἀλεξάνδρεια, 17 Ἰουνίου 1 π.Χ.
Ὁ Ἱλαρίων στὴν σύζυγό του Ἄλι, πολλοὺς χαιρετισμούς, καθὼς καὶ στὴν κυρία μου Βερούτη καὶ στὸ Ἀπολλωναρι. Μάθε ὅτι εἶμαι ἀκόμη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μὴν ἀγωνιᾶς ἂν [οἱ ὑπόλοιποι] ἀναχωρήσουν, ἐγὼ παραμένω στὴν Ἀλεξάνδρεια. Σὲ ρωτῶ καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ φροντίζεις τὸ παιδί. Κι ἂν πληρωθοῦμε, ἀμέσως θὰ σοῦ στείλω. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἂν γεννήσεις καὶ εἶναι ἀγόρι, κράτα το. Ἂν εἶναι κορίτσι, πέτα το. Εἶπες στὴν Ἀφροδισιάδα «μὴ μὲ ξεχνᾶς». Πῶς μπορῶ νὰ σὲ ξεχάσω; Γι’ αὐτὸ σοῦ ζητῶ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς. Ἔτος κθ΄ Καίσαρος, 23 τοῦ μήνα Παῦνι.

Ἱλαρίωνα Ἄλιτι τῇ ἀδελφῇ πλεῖστα χαίρειν καὶ Βεροῦτι τῇ κυρίᾳ μου καὶ Ἀπολλωναριν. γίνωσκε ὡς ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἀλεξανδρέᾳ σμεν· μὴ ἀγωνιᾷς ἐὰν ὅλως εἰσπορεύονται, ἐγὼ ἐν Ἀλεξανδρέᾳ μενῶ. ἐρωτῶ σε καὶ παρακαλῶ σε ἐπιμεληθι τῷ παιδίῳ καὶ ἐὰν εὐθὺς ὀψώνιον λάβωμεν ἀποστελῶ σε ἄνω. ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς ἐὰν ἦν ἄρσενον ἄφες, ἐὰν ἦν θήλεα ἔκβαλε. εἴρηκας \δὲ/ Ἀφροδισιάτι ὅτι μή με ἐπιλάθῃς· πῶς δύναμαί σε ἐπιλαθεῖν; ἐρωτῶ σε οὖν ἵνα μὴ ἀγωνιάσῃς. (ἔτους) κθ Καίσαρος Παῦνι κγ. (πίσω ὅψη) Ἱλαρίων Ἄλιτι ἀπόδος.

Πάπυρος P. Oxy 744 ἔκδ. B. Grenfell - A. Hunt. Βρέθηκε στὴν Ὀξύρρυγχο. Τὸ «ἀδελφὴ» στὴν Αἴγυπτο ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς προσφώνηση στὴ σύζυγο, καὶ δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα τὴν ἀδελφή.

Κατοχὴ στὸ χωριό


Μερικὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ τὴν Κατοχὴ στὸ χωριό μου, τὴν Ἐράτυρα. Ἡ γιαγιά μου θυμᾶται τοὺς Γερμανοὺς ποὺ ἦρθαν καὶ ἔπαιρναν καθένας ἀπὸ μία ντομάτα ἀπὸ τὶς ντομάτες ποὺ εἶχε ἕτοιμες πρὸς πώληση γιὰ τὸ παζάρι ὁ σύζυγός της. Αὐτὸς ἤθελε νὰ τοὺς σταματήσει ἀλλὰ ἐκείνη τὸν ἐμπόδισε. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι καθένας ἔπαιρνε μόνο μία, κι ὅλοι ἔλεγαν «γκούτ, γκούτ». Τοῦ ἔμεινε ἡ ἀνάμνηση τῆς λέξης. Ὁ πατέρας μου, πάλι, θυμᾶται τοὺς πανηγυρισμοὺς ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κορυτσᾶς, τὶς καμπάνες κ.λπ. Ἐπίσης, ὅταν τοὺς μαζέψανε ὅλους στὴν πλατεία προκειμένου νὰ ψάξουν (στὰ σπίτια;) τὸν ἀντάρτη ποὺ τραυμάτισε ἕναν Γερμανὸ κάπου ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Ἐὰν τὸν ἔβρισκαν, θὰ τὸ καίγανε, μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας. Ὁ ἀντάρτης ἦταν καλὰ κρυμμένος κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα ποὺ ἀνέβαζε στὸν γυναικωνίτη, μέσα στὰ σκαλοπάτια, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ ἄγχους καὶ τῆς εἰκοσιτετράωρης παραμονῆς (ἀκινησία κ.λπ.) ἔχασε τὰ λογικά του, καὶ τελικὰ μπῆκε στὸ τρελλάδικο.

Σλαβικὲς λέξεις στὸ χωριό.


Σλαβικῆς προέλευσης λέξεις ποὺ θυμᾶμαι ἀπὸ τοὺς παπποῦδες μου καὶ τοὺς γονεῖς μου καὶ τὶς βρῆκα στὸ ἄρθρο αὐτό, τὸ ὁποῖο περιέχει καὶ μερικὲς ἄλλες λέξεις τοῦ χωριοῦ, ὄχι πολλές, τὶς ὁποῖες ὅμως δὲ θυμᾶμαι νὰ ἄκουσα νὰ χρησιμοποιοῦνται:
-ἀβραϊά (δὲν γνώριζα τί σήμαινε, μᾶλλον κάτι σὲ «στὴν ἄκρη»)
-βλιούσκα (βιλιούσκα στὸ ἄρθρο), τὸ πιρούνι. Ὁ παππούς μου ἔλεγε τῶν παιδιῶν του νὰ μὴ τὸ χρησιμοποιοῦν, ἔτσι μοῦ εἶπε ἡ μητέρα μου.
-βερβερίτσα (βιρβιρίτσα στὸ ἄρθρο), σκίουρος.
-γκόρτσα (πλ. τοῦ γκόρτσου), ἀχλάδια ἄγρια.
-γκουστουρίτσα (γκουστιαρίτσα στὸ ἄρθρο), σαύρα, μικρή.
-γκριώνω, (γκιριλώνω στὸ ἄρθρο), πνίγω.
-κογκούλι (κόγκουλ), ποὺ δὲν εἶχα καταλάβει ὅμως τί σήμαινε.
-κόλιαντα, τὰ γνωστά μας κάλαντα.
-κοπάνα, ἡ (κουπάνα στὸ ἄρθρο), ἡ σκάφη.
-κρέχτος (κρέχτους, στὸ ἄρθρο), δροσερός. Κρέχτο εἶναι τὸ νερό.
-λίγκαβος (λίγκαβους, στὸ ἄρθρο) βρώμικος. Τὸ θυμᾶμαι νὰ τὸ λένε γιὰ ροῦχα ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους.
-λουζιάσ’κα, ἀόριστος (λουζγιάζου, στὸ ἄρθρο), τά ‘χασα, μπερδεύτηκα.
-μπράτιμος (μπράτιμους, στὸ ἄρθρο), φίλος τοῦ γαμπροῦ, κάνει διάφορες δουλειὲς στὸ τραπέζι φορώντας ἄσπρη ποδιά. Μοῦ φαινόταν ἀστεῖο, ὅταν ἤμουν μικρός.
-σκαρκάλ, ἔντομο (στὸ ἄρθρο λέει ὅτι στὸ χωριὸ σήμαινε τὴν ἀκρίδα, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς).
-σκράπα, θυμᾶμαι μόνο ὅτι τὴν ἔλεγαν, σημαίνει σκορπιός, καὶ τέτοιους δὲν εἶδα ποτὲ στὸ χωριό.
-ροποτάω/ρουπουτῶ (τρουπουτῶ, στὸ ἄρθρο). «Τὰ ποντίκια ροποτοῦν / ροποτοῦσαν» στὸ διάστημα μεταξὺ ταβανιοῦ καὶ σκεπῆς, στὸ πατρικὸ τοῦ πατέρα. Εἶναι καὶ βλάχικο.
Σλάβους κ.λπ. δὲν εἴχαμε στὸ χωριό, τουλάχιστον κατὰ τὸν 18ο καὶ 19ο αἰ. μὲ βάση τὰ γραπτὰ ἀρχεῖα, ἕνα χωριὸ ποὺ ὑπάρχει κάτι παραπάνω ἀπὸ 500 χρόνια (1515, ἡ πρώτη γραπτὴ μνεία). Οὔτε ἐμφανίστηκε ποτὲ ἡ βουλγαρικὴ Ἐξαρχία. Ἄλλωστε, οἱ παραπάνω λέξεις εἶναι λιγοστές. Μὲ ἑλληνικὰ σχολεῖα (τριτάξιο γυμνάσιο, παρθεναγωγεῖα κ.λπ.) κατὰ καιροὺς στὴν Τουρκοκρατία μετὰ τὸ 1699, ἡ «σλαβικότητα» τῶν ὀνομάτων, πέρα ἀπὸ μὴ συνειδητή, ἦταν κάτι τὸ ἐξωτικό, εἰδικὰ γιὰ μένα ὅταν ἄκουγα αὐτὲς τὶς λέξεις. Τόσο ἐξωτικὸ ὅσο τὸ «χλιάρ’» ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ κοχλιάριον.


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Ἐμφύλιος στὸ χωριό - μαρτυρίες

Στὸ χωριό μου, τὴν Ἐράτυρα Κοζάνης, ἔλαβαν χώρα μάχες κατὰ τὸν Ἐμφύλιο. Μοῦ ἔχει πεῖ ὁρισμένα ἡ γιαγιά μου, ἀλλὰ ἔχω ξεχάσει κάποια.

Ὅταν ἦρθαν οἱ ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἀντάρτισσα ποὺ μπῆκε στὴν αὐλὴ τῆς εἶπε (τὴν ἀποκάλεσε καὶ «συντρόφισσα») νὰ δώσουν κάποια πράγματα (ροῦχα, τρόφιμα) γιατὶ ἀλλιῶς θὰ ἔμπαιναν σπίτι παίρνοντας πολὺ περισσότερα. Τότε ἡ γιαγιά μου πρέπει νὰ ἦταν 23-26 χρόνων, μὲ τρία παιδιά. Φυσικά, τῆς ἔδωσε ὅ,τι ζήτησε.

Ἔπειτα, ἐπειδὴ τὸ σπίτι ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, χρησίμευσε -κατὰ τὴν ἀνακατάληψη τοῦ χωριοῦ ἀπὸ τὸν κυβερνητικὸ στρατό- ὡς καλὴ θέση γιὰ στήσιμο πολυβολείου. Ἔριχναν, λοιπόν, ἀπὸ τὸν πρῶτο ὄροφο οἱ κυβερνητικοὶ κατὰ τοῦ καμπαναριοῦ ὅπου βρίσκονταν οἱ ἀντάρτες, καὶ φυσικὰ οἱ τελευταῖοι ἀνταπέδιδαν. Μὲ ἀποτέλεσμα, μιὰ ἀντάρτικη βολὴ νὰ βρεῖ τὸ σπίτι, εὐτυχῶς δίχως θύματα γιὰ τὴν οἰκογένειά μου.

Σὲ μιὰ ἄλλη φάση, ὅπου –μετὰ τὴν ἐκδίωξη τοῦ ΔΣΕ– οἱ ἀντάρτες ἔφευγαν πρὸς τὰ βουνά, τὸ πολυβόλο χειριζόταν ἕνας φαντάρος ὁ ὁποῖος μᾶλλον δὲν εἶχε διάθεση νὰ σκοτώσει ἕναν ἀντάρτη ποὺ διακρινόταν ἐμφανῶς, καθὼς διέφευγε στὰ βουνά, καὶ βάραγε «στὸ γάμο τοῦ Καραγκιόζη» ἀντὶ νὰ σκοπεύσει καλά. Ὁ ἀξιωματικός του, ὀργισμόνος τότε γιὰ τὴν ἠθελημένη ἀστοχία, τὸν πετάει στὴν ἄκρη, πιάνει τὸ ὅπλο ὁ ἴδιος καὶ μὲ ἕνα χτύπημα ἀφήνει νεκρὸ τὸν ἀντάρτη, ποὺ βρισκόταν ἀρκετὲς ἑκατοντάδες μέτρα μακριά.

Ἕνα τρίτο ἐπεισόδιο ἀφορᾶ κάποιον ἀντάρτη τοῦ χωριοῦ, γνωστὸ τοῦ πατέρα τῆς γιαγιᾶς μου, ὁ ὁποῖος ἀντάρτης κρυβόταν στὰ βουνά (δὲν ξέρω σὲ ποιὰ περίοδο, ἴσως μεταξὺ Δεκεμβριανῶν καὶ ἔναρξης τοῦ Ἐμφύλιου) καὶ εἶπε στὸν βοσκὸ προπαπποῦ μου ὅτι σκοπεύει νὰ παραδοθεῖ γιατὶ ἀναγγέλθηκε ἀμνηστία σὲ ὅλους. Ὁ προπαππούς μου τοῦ συνέστησε νὰ μὴν παραδοθεῖ γιατὶ θὰ ἔχει κακὸ τέλος. Ὅμως, ὁ ἀντάρτης δὲν πείστηκε, παραδόθηκε, καὶ γιὰ κακή του τύχη συνελήφθη, δικάστηκε κι ἐκτελέστηκε.

Ἡ γιαγιά μου ἔκανε λόγο καὶ γιὰ τὸ λεγόμενο παιδομάζωμα. Δὲν ἔχω ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἂν ἡ δεξιὰ ἢ ἡ ἀριστερὴ ἐκδοχὴ γενικὰ ἀληθεύει. Πάντως, γιὰ τὸ χωριό μου φαίνεται νὰ ἀληθεύει ἡ δεξιὰ ἐκδοχή (κι αὐτὸ τὸ λέω ἔχοντας διαβάσει κι ἄλλα γιὰ τὸ τί συνέβη στὸ χωριό). Δηλαδή, αὐτοὶ οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ποὺ ἐπιστρατεύτηκαν δὲν ἦταν ὅλοι κομμουνιστὲς ἢ ὑποστηρικτὲς τοῦ ΔΣΕ ἀλλὰ ὑπῆρχαν (πολλοὶ ἢ λίγοι, δὲν ξέρω, πάντως ὑπῆρχαν) ἀρκετοὶ ποὺ κυριολεκτικὰ ἀπήχθησαν καὶ στρατολογήθηκαν γιὰ τὶς στρατιωτικὲς ἀνάγκες τοῦ ΔΣΕ.

Ἐνῶ ὁ Ἐμφύλιος τελείωνε, κάποια στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες κατέβηκε ἀπὸ τὰ βουνὰ κι ἔκανε κήρυγμα στοὺς χωριάτες ὅτι ὅπου νά ‘ναι νικᾶνε κ.λπ. Ἡ γιαγιά μου τοῦ εἶπε «τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές, ἀφοῦ χάνετε;». Δὲν θυμᾶμαι τί τῆς ἀπάντησε.
Τέλος, ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἀφορᾶ τὸν συνονόματο παππού μου. Σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ οἱ κατέχοντες τὸ χωριὸ κυβερνητικοὶ εἶχαν ἐπιβάλει στοὺς ἄοπλους ἄνδρες  τὴν ἐπιλογὴ εἴτε νὰ συμμετέχουν σὲ ὁμάδες φύλαξης τοῦ χωριοῦ ἀπὸ ἀνταρτικὲς ἐπιθέσεις εἴτε νὰ πληρώνουν κάποιο ποσὸ ποὺ δινόταν σὲ ἐκείνους ποὺ γιὰ διάφορους λόγους  προσφέρονταν νὰ γίνουν ἐθελοντὲς φρουροί. Ἡ γιαγιά μου ἀναφέρει ὅτι συνήθως ἦταν φτωχοὶ ποὺ ἤθελαν χρήματα. Ὁ παππούς μου πλήρωνε καὶ δὲν πήγαινε, ἀλλὰ μιὰ μέρα εἶπε στὴ γυναίκα του ὅτι δὲν θέλει νὰ δώσει ἄλλα λεφτὰ καὶ θὰ πάει γιὰ εθελοντὴς φρουρός. Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, ἔτυχε στὴν ἡμέρα στὴν ὁποία οἱ ἀντάρτες ἔκαναν ἐπίθεση. Καὶ συνέλαβαν μιὰ ὁμάδα σκοπῶν μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ παππούς μου. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ἀνταρτῶν ἐπέλεξε νὰ ἐκτελέσει μερικοὺς χωρικοὺς ἐθελοντές, ἄγνωστο μὲ ποιὸ κριτήριο, δὲν θυμᾶμαι. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ ἄτυχοι ἦταν οἱ «τακτικοὶ» ἐθελοντές. Μεταξὺ τῶν ἀνταρτῶν ἦταν κάποιος ὁ ὁποῖος ἔλεγε στοὺς αἰχμαλώτους προτοῦ γίνουν οἱ ἐκτελέσεις «Ἔπρεπε νὰ ἤμουν ἐγὼ ὁ ἀρχηγός, νὰ σᾶς σκότωνα ὅλους». Ἀλλὰ ὁ ἐπικεφαλῆς ἦταν λιγότερο αἱμοβόρος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ παππούς μου στάθηκε τυχερός, καί, δὲν ξέρω πῶς, ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Μιὰ φορά, καὶ σὲ προχωρημένη ἡλικία μᾶς τὰ ἔλεγε κι αὐτός, καὶ στὸ τέλος τὸν ἔπιασαν τὰ κλάματα γιὰ κάποιον γνωστό του, ὁ ὁποῖος ἐκτελέστηκε τότε.

Αἴλιος Ἀριστείδης

2ος μ.Χ. αἰώνας, κατὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὁ Πόπλιος Αἴλιος Ἀριστείδης (117 – 181 μ. Χ.), ὁ γνωστὸς ρήτορας τῆς Β΄ Σοφιστικῆς, ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀφενὸς (ἀπὸ τὸν Γίββωνα) ὡς ἡ ἐποχὴ στὴν ὁποία ἡ Ἀνθρωπότητα ἦταν πιὸ εὐτυχισμένη ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, καὶ κυβερνιόταν μὲ Σοφία καὶ Ἀρετή. Ἀφετέρου, ὡς μιὰ «ἐποχὴ ἀγωνίας» καὶ φόβου (ἀπὸ τὸν Dodds). Συχνά, οἱ μεταγενέστερες ἀποτιμήσεις γιὰ μιὰ ἱστορικὴ περίοδο μᾶς λένε τόσα πράγματα γιὰ τὴν συγκεκριμένη ἀποτιμώμενη περίοδο ὅσα μᾶς λὲν καὶ γιὰ τὴ μεταγενέστερη ἐποχή, στὴν ὁποία ὁ ἀποτιμῶν ἔζησε. Στὴν πρώτη περίπτωση (Γίββων), ἔχουμε τὴν ἐχθρότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀκολούθησε τὸν εἰδυλλιακὸ 2ο αἰ. (ἐποχὴ τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου, 161-180). Στὴν δεύτερη κρίση, ἔχουμε τὴν μεταφορὰ τῆς μεταπολεμικῆς καὶ ψυχροπολεμικῆς ἀνασφάλειας καὶ φόβου τοῦ ‘60 στὴν Ἀρχαιότητα, τὴν ἐποχὴ μετὰ τὸν Μάρκο Αὐρήλιο. Φαντάζομαι ὅτι ἡ δική μας ἐποχὴ κινδυνεύει παρομοίως νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς μιὰ ἐποχὴ «ἀπελευθέρωσης» καὶ εὐτυχίας ἢ ὡς ἐποχὴ στὴν ὁποία συντελέστηκε ἡ ὁριστικὴ ἐπανυποδούλωση στὸν ὁλοκληρωτισμό. 

Σὲ κάθε περίπτωση, νηστεῖες, ἀλουσία, θαύματα καὶ πραγμάτωση θεϊκῶν ἐντολῶν, συναξάρια καὶ παραμερισμὸς τῆς ἰατρικῆς, εἶναι παρόντα στὰ κείμενα τοῦ Αἴλιου Ἀριστείδη. Ὁ Αἴλιος Ἀριστείδης δὲν ἦταν κάποιος ὑποχόνδριος, ἀμόρφωτος θρησκόληπτος. Ἀλληλογραφοῦσε μὲ αὐτοκράτορες, τοῦ δόθηκαν ἀνωτερα ἀξιώματα, καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους ἐκπροσώπους τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς.

Πόπλιος Αἴλιος Ἀριστείδης, Ἱεροὶ Λόγοι, ἀποσπάσματα (μτφ. Γ. Γιατρομανωλάκης):

1.6
Ὁ θεὸς [Ἀσκληπιός] μὲ προστάζει ἀλουσία

1.55
Σύμφωνα μὲ ὅσα εἶδα [στὸ ὄνειρο], εἶχα τὴν ἰδέα πὼς ἔτσι δηλώνεται νηστεία […] Ὡστόσο, παρακαλοῦσα τὸν θεὸ [Ἀσκληπιό] νὰ δώσει σαφέστερα σημάδια τί πραγματικὰ ἐννοεῖ, νηστεία ἢ ἐμετό;

1.57
Αὐτὰ τὰ ὀνείρατα μοῦ παρουσιάστηκαν τὴν ὥρα ποὺ εἶχε φτάσει ὁ γιατρὸς καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ μοῦ προσφέρει βοήθεια μὲ ὅσες γνώσεις διέθετε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὰ ὄνειρα, ὡς μυαλωμένος ἄνθρωπος, ὑποχώρησε στὸν θεὸ [Ἀσκληπιό] καὶ ἀναγνωρίσαμε ποιὸς ἦταν ὁ ἀληθινὸς καὶ ὁ προσήκων ἰατρός μας καὶ ἐκτελούσαμε ὅσα εἶχε προστάξει. Πέρασα τὴ νύχτα χωρὶς καθόλου νὰ ὑποφέρω.

1.59
Ἔχω νὰ πάρω λουτρὸ πέντε συνεχόμενα χρόνια καὶ κάποιους μῆνες. Παραλείπω τὶς φορὲς ποὺ σὲ ὥρα χειμῶνος μὲ πρόσταξε [ὁ Ἀσκληπιός] νὰ χρησιμοποιῶ θάλασσα, ποταμοὺς ἢ πηγάδια.

1.62-63
Οἱ γιατροὶ φώναζαν καὶ πρότειναν τὰ πάντα […] Ὁ θεὸς ὅμως εἶχε διαφορετικὴ ἄποψη καὶ μοῦ εἶπε νὰ ἐπιδείξω ἀντοχὴ καὶ νὰ θρέψω τὸν ὄγκο. Καὶ προφανῶς δὲν ὑπῆρχε θέμα ἂν ἔπρεπε νὰ ἀκούσω τοὺς γιατροὺς ἢ τὸν θεό.

1.67-68
(μετὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ὄγκου) Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα οἱ γιατροὶ σταμάτησαν τὶς δικαιολογίες τους, ἐξέφραζαν γιὰ κάθε πράγμα τὸν ὑπερβολικό τους θαυμασμὸ ὅσον ἀφορᾶ τὴν πρόνοια τοῦ θεοῦ […] Ὑποστήριζαν ὅτι χρειαζόταν ἐξάπαντος ἐγχείρηση, διαφορετικὰ τὸ δέρμα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀρχικὴ κατάσταση. Πίστευαν μάλιστα ὅτι ὡς πρὸς αὐτὸ θὰ ἔδειχνα ὑποχωρητικότητα, ἀφοῦ εἶχαν ἤδη πραγματοποιηθεῖ ὅσα εἶχαν σχέση μὲ τὸν θεό. Ὁ θεὸς ὅμως οὔτε καὶ αὐτὸ τοὺς ἐπέτρεψε.

2.21
Ὅταν ἔφτασα στὸ ποτάμι,…ὄντας γεμάτος θέρμη ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ θεοῦ, πέταξα τὰ ροῦχα μου…κατευθύνθηκα ἐκεῖ ὅπου ἦταν τὸ βαθύτερο σημεῖο τοῦ ποταμοῦ. […] Ὅταν βγῆκα ἔξω… τὸ σῶμα μου ἦταν ὁλωσδιόλου ἀνάλαφρο. Μεγάλη ἦταν τότε ἡ βοὴ καὶ τῶν παρευρισκομένων καὶ ὅσων κατέφθαναν, φωνάζοντας: «Μέγας ὁ Ἀσκληπιός»

2.39-42
Τὰ παράτησαν καὶ οἱ γιατροί, τελικὰ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα… […] Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ Σωτήρας Ἀσκληπιὸς μὲ γυρίζει ἀπότομα πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ πλευρὰ τοῦ κρεβατιοῦ. Ἀμέσως σχεδὸν ἐμφανίζεται ἡ Ἀθηνᾶ…στὴν ἐμφάνιση ἴδια μὲ τὴν Ἀθηνᾶ τοῦ Φειδία στὴν Ἀθήνα. Ἀλλὰ καὶ ἡ αἰγίδα εὐωδίαζε γλυκύτατα […] ἡ θεὰ μὲ παρηγόρησε καὶ μὲ ἔσωσε

2.73
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ θεὸς συνιστοῦσε καὶ ὅριζε μὲ σαφήνεια τὴν ἴδια δίαιτα…αὐτὰ ἐπέφεραν στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή μου σωτηρία, δύναμη, ἀνακούφιση, ἀγαθὴ διάθεση καὶ ὅλα τὰ καλά. Ἐνῶ ὅταν κάποιος ἄλλος μὲ συμβούλευε χωρὶς νὰ ἐννοεῖ τὴ βούληση τοῦ θεοῦ, ὅλα αὐτὰ εἶχαν ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀποτελέσματα

2.77
Πάλι σὲ ἐποχὴ χειμωνιάτικη μὲ παγετὸ καὶ ψυχρότατο ἄνεμο μὲ διατάζει [ὁ Ἀσκληπιός] νὰ πάρω πηλό, νὰ περιχυθῶ μὲ αὐτόν, νὰ καθίσω στὴν αὐλὴ τοῦ ἱεροῦ Γυμνασίου καὶ νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Δία…Καὶ αὐτὰ ἔγιναν μπροστὰ σὲ πολλοὺς θεατές

3.9
Τοῦ εἶπα πάντως πὼς ὅσον ἀφορᾶ τὸ αἷμα μου δὲν ἔχω καμιὰ κυριότητα οὔτε νὰ κάνω οὔτε νὰ μὴν κάνω κάτι. Ἕως ὅτου ὁ θεὸς μὲ προστάζει νὰ τὸ ἀφαιρῶ, θὰ πρέπει νὰ τὸν ὑπακούω, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας.

3.15
…Ὁ θεὸς τοῦ παρουσιάστηκε σὲ ὄνειρο…καὶ τοῦ εἶπε, ἀναφερόμενος σὲ μένα, πὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀφαιρέσω τὰ κόκκαλά μου καὶ νὰ τοποθετήσω νεῦρα, ἐπειδὴ τὰ ὑπάρχοντα εἶχαν καταπονηθεῖ. […] Ὅμως ὁ θεὸς τοῦ εἶπε, σὰν παραμυθία καὶ ὁδηγία, πὼς δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀφαιρέσω ἀμέσως τώρα τὰ κόκκαλα...

3.34-36
Ἀπέφευγα ἐπίσης ὅλα τὰ λαχανικά […] Κάποτε μὲ πρόσταξε [ὁ Ἀσκληπιός] νὰ παίρνω ἀποκλειστικὰ μόνο μία τροφή. Κι ἐγὼ ἔτρωγα πετεινάρι, μολονότι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἦταν γιὰ μένα πολὺ δύσκολη. […] Ἕξι χρόνια ἐπίσης δὲν ἔτρωγα καθόλου ψάρι. Χοιρινὸ κρέας δὲν ξέρω πόσο καιρό. […] Μοῦ ἔδωσε [ὁ Ἀσκληπιός] φάρμακα καὶ γιὰ τὰ δόντια μου. Τὸ πρῶτο ἦταν τὸ ἑξῆς: «Πάρε ἕνα δόντι ἀπὸ λιοντάρι. Τρίψε το καλὰ καὶ μετὰ χρησιμοποίησέ το σὰν ὀδοντόσκονη»

3.41
Ἕξι μέρες περίπου προτοῦ ἀρχίσουν οἱ σεισμοί, μοῦ ἔδωσε [ὁ Ἀσκληπιός] ἐντολὴ νὰ κάνω θυσίες καὶ νὰ ἐγκαταστήσω βωμοὺς στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου τοῦ Ἄτυος. […] Μόλις εἶχαν ὅλα αὐτὰ τελειώσει ἦταν ποὺ χτύπησε ὁ σεισμὸς…Τίποτε δὲν ἔμεινε ὄρθιο…Ὅμως ψηλὰ πρὸς τὸν Ἄτυ ὁ σεισμὸς δὲν προχώρησε

4.50
…Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίστηκε τὸ ἱερὸ ἄγαλμα [τοῦ Ἀσκληπιοῦ] νὰ ἔχει τρία κεφάλια καὶ νὰ λάμπει ὁλόγυρα ἀπὸ φλόγες, ὅμως τὰ κεφάλια δὲν ἔλαμπαν. […] Τότε ὁ θεός, ἔχοντας τὸ σχῆμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται στὰ ἀγάλματά του, κάνει νεῦμα νὰ βγοῦμε ἔξω. Ἄρχισαν ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ προχωροῦν πρὸς τὴν ἔξοδο, κι ἔκανα κι ὁ ἴδιος στροφὴ γιὰ νὰ βγῶ, ὅμως ὁ θεὸς μοῦ δείχνει μὲ τὸ χέρι τοῦ νὰ παραμείνω. Περιχαρὴς…ἀναφώνησα «Ὁ Ἕνας!» ἐννοώντας τὸ θεό. Αὐτὸς ὅμως εἶπε «Ἐσὺ εἶσαι!» Γιὰ μένα, δέσποτα Ἀσκληπιέ, αὐτὴ ἡ παρατήρηση ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀνθρώπινο βίο, καὶ κάθε ἀρρώστια εἶναι κατώτερή της, καὶ κάθε χάρη κατώτερή της. Αὐτὴ ἡ προσφώνηση μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη καὶ τὴ θέληση νὰ ζήσω.