Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Ἡλιογάβαλος ἢ νὰ περνᾶς καλά

 

Μάρκος Αὐρήλιος Ἀντωνίνος (πηγή, wikipedia)

Ὅταν ὁ Μακρίνος δολοφονήθηκε […] τὸ αὐτοκρατορικὸ ἀξίωμα δόθηκε στὸν Βάριο Ἡλιογάβαλο ἁπλῶς ἐπειδὴ λεγόταν ὅτι ἦταν ὁ γιὸς τοῦ Βασσιανοῦ (Καρακάλλα). Στὴν πραγματικότητα ἦταν ἱερέας τοῦ Ἡλιογάβαλου (ἐνίοτε καλούμενου Ἰόβις ἢ Ἥλιου) καὶ ἁπλὰ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀντωνίνος γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν καταγωγή του ἢ γιατὶ εἶχε μάθει ὅτι αὐτὸ τὸ ὄνομα ἦταν τόσο ἀρεστὸ στοὺς ἀνθρώπους ὥστε ἀκόμη καὶ ὁ πατροκτόνος Βασσιανὸς εἶχε ἀγαπηθεῖ πολύ. Ἀρχικά, εἶχε τὸ ὄνομα Βάριος, ἀλλὰ ἀργότερα ἀποκλήθηκε Ἡλιογάβαλος ἐπειδὴ ἦταν ἱερέας τοῦ θεοῦ αὐτοῦ.


Δὲν ἔκανε τίποτε τὸ δημόσιο χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῆς μητέρας του (Συμιαμίρας), παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὴ ζοῦσε σὰν πόρνη καὶ ἀσκοῦσε κάθε εἶδος αἰσχρότητας στὸ παλάτι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ ἔρωτάς της μὲ τὸν Ἀντωνίνο Καρακάλλα ἦταν τόσο κακόφημος ὥστε ὅλοι ὑπέθεταν ὅτι ὁ Ἡλιογάβαλος ἦταν γιός του.


Τὸ ὄνομα Βάριος, λένε μερικοί, δόθηκε σὲ αὐτὸν ἀπὸ τοὺς συμμαθητές του γιατὶ φαινόταν ὅτι ξεπήδησε ἀπὸ τὸ σπέρμα διάφορων (σημ.: ὁ συντάκτης τῆς Historia Augusta παίζει μὲ τὴ λέξη Varius) ἀνδρῶν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ γιὰ τὸ γιὸ μιᾶς πόρνης. Καὶ τότε, ὅταν ὁ φημολογούμενος πατέρας του Ἀντωνίνος δολοφονήθηκε ἐξαιτίας τῆς συνωμοσίας τοῦ Μακρίνου, ἀναζήτησε καταφύγιο στὸ ναὸ τοῦ θεοῦ Ἡλιογάβαλου, σὰν σὲ ἄσυλο, φοβούμενος μήπως ὁ Μακρίνος θὰ τὸν σκοτώσει.


Καθιέρωσε τὸν Ἡλιογάβαλο ὡς θεὸ στὸν λόφο τοῦ Παλατίνου, δίπλα στὸ παλάτι. Τοῦ ἔκτισε ἕνα ναὸ στὸν ὁποῖον θέλησε νὰ μεταφέρει τὰ σύμβολα τῆς Μεγάλης Μητέρας, τῆς φωτιᾶς τῆς Ἑστίας, τὸ Παλλάδιο, τὶς ἀσπίδες τῶν Σαλίων καὶ ὅλα ὅσοι οἱ Ρωμαῖοι θεωροῦσαν ἱερά, μὲ σκοπὸ κανεὶς θεὸς νὰ μὴ λατρεύεται στὴ Ρώμη ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἡλιογάβαλο.

 

Ἔβαλε τὴν μητέρα του νὰ παρακολουθεῖ τὶς συνεδριάσεις τῆς Συγκλήτου:

Ἦταν ὁ μοναδικὸς αὐτοκράτορας ὑπὸ τὸν ὁποῖο γυναίκα συμμετεῖχε στὴ σύγκλητο ὅπως οἱ ἄντρες, σὰ νὰ ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν.

 

Παραβίασε τὴν ἀγαμία μιὰς ἑστιάδας παρθένας καὶ μετακινώντας τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια βεβήλωσε τὶς ἱερὲς τελετὲς τοῦ ρωμαϊκοῦ ἔθνους. Θέλησε ἐπίσης νὰ ἐξαφανίσει τὴν ἄσβεστη φλόγα.

 

Ἐπίσης θέλησε νὰ πάρει τὰ ἱερὰ ἀντικέιμενα, ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ αὐτὰ ἁρπαξε μόνο τὰ πήλινα ποὺ ἡ μεγαλύτερη Ἑστιάδα τοῦ ἔδειξε προσπαθώντας νὰ τὸν ξεγελάσει. Καὶ ὅταν δὲν βρῆκε τίποτα μέσα σὲ αὐτά, τὰ ἔριξε κάτω καὶ τὰ ἔσπασε.

 

Ἐπίσης ἀσπάστηκε τὴ λατρεία τῆς Μεγάλης μητέρας καὶ γιόρτασε τὴν τελετὴ τοῦ ταυροβόλιου.

 

Ὁ Ἡλιογάβαλος ἐπίσης θυσίασε ἀνθρώπους, καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ συγκέντρωνε ἀπὸ ὅλη τὴν Ἰταλία παιδιὰ εὐγενικῆς καταγωγῆς καὶ ὄμορφα. [...] Εἶχε τριγύρω του κάθε εἴδους μάγους καὶ τοὺς ἔβαζε νὰ τελοῦν καθημερινὰ θυσίες [...] Ὅλο τὸν καιρὸ ἐξέταζε τὰ ζωτικὰ ὄργανα τῶν παιδιῶν καὶ βασάνιζε τὰ θύματα σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο τῶν τελετῶν τῆς πατρίδας του.

 

Ὅταν οἱ στρατιῶτες, ποὺ εἶχαν ἐκνευριστεῖ μὲ τὸν Ἡλιογάβαλο, ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ἑτοιμαζόταν νὰ δολοφονήσει τὸν ξάδερφό του καὶ Καίσαρα Ἀλέξανδρο, ἀφοῦ σκότωσαν τοὺς ἐπίδοξους δολοφόνους του

Μετὰ ἔπεσαν πάνω στὸν ἴδιο τὸν Ἡλιογάβαλο καὶ τὸν ἔσφαξαν μέσα σὲ ἕνα ἀποχωρητήριο ὅπου εἶχε καταφύγει. Μετὰ ἔσυραν τὸ σῶμα του στοὺς δρόμους, καὶ οἱ στρατιῶτες τὸ προσέβαλαν κι ἄλλο σπρώχνοντάς το σὲ ἕναν ὑπόνομο. Ἐπειδὴ ὁ ὑπόνομος ἦταν πολὺ μικρὸς γιὰ τὸ πτῶμα, τοῦ ἔβαλαν ἕνα βαρίδιο γιὰ νὰ μὴν ἐπιπλεύσει, καὶ τὸ πέταξαν ἀπὸ τὴν γέφυρα τοῦ Ἁιμιλίου (pons Aemilius) στὸν Τίβερη, γιὰ νὰ μὴν ταφεῖ. Τὸ ὄνομά του, τοῦ Ἀντωνίνου, σβήστηκε ἀπὸ τὰ δημόσια ἀρχεῖα μὲ ἐντολὴ τῆς συγκλήτου. [...] Ἦταν ὁ μόνος αὐτοκράτορας τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα σύρθηκε στοὺς δρόμους, πετάχτηκε σὲ ὑπόνομο καὶ ρίχτηκε στὸν Τίβερη. [...] Ὅσοι δὲν κερδίζουν τὴν ἀγάπη τῆς συγκλήτου, τοῦ λαοῦ καὶ τῶν στρατιωτῶν δὲν ἀποκτοῦν τὸ δικαίωμα τῆς ταφῆς.

Μαζί του ἐκτελέστηκε καὶ ἡ μητέρα του Συμιαμίρα, μιὰ ἐντελῶς διεφθαρμένη γυναίκα ἄξια νὰ ἔχει τέτοιο γιό. Τὸ πρῶτο μέτρο ποὺ πάρθηκε μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀντωνίνου Ἡλιογάβαλου ἦταν ὅτι καμμιὰ γυναίκα δὲν θὰ εἰσέρχεται πιὰ στὴ Σύγκλητο καὶ ὅτι ὅποιος θὰ ἔβαζε γυναίκα νὰ εἰσέλθει, ἡ ζωή του θὰ χανόταν.


Συχνά, ἔδειχνε περιφρόνηση γιὰ τὴ Σύγκλητο, ἀποκαλώντας τοὺς συγκλητικοὺς σκλάβους μὲ τηβέννους. 

 

Εἶχε ὡς κατοικίδια ἐκτὸς ἄλλων λιοντάρια καὶ λεοπάρδαλεις οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐξημερωθεῖ ἀπὸ ἐκπαιδευτὲς καὶ εἶχαν καταστεῖ ἀκίνδυνες. Τὰ ζῶα αὐτὰ ξαφνικὰ διέταζε μετὰ τὸ δεύτερο καὶ τρίτο πιάτο νὰ ἀφεθοῦν ἐλεύθερα στὰ ἀνάκλιντρα, κι ἔτσι νὰ προκαλέσουν ἕνα διασκεδαστικὸ πανικό, γιατὶ κανεὶς (ἀπὸ τοὺς καλεσμένους) δὲν γνώριζε ὅτι τὰ θηρία ἦταν ἀκίνδυνα.

 

Ἔδινε τὴ δυνατότητα στοὺς ἀγῶνες στὸν κόσμο νὰ κερδίσει διάφορα δῶρα ἂν ἦταν τυχεροί:

Ὅλα αὐτὰ εὐχαριστοῦσαν τὸν κόσμο τόσο, ὥστε μετὰ ἀπὸ κάθε τέτοιο γεγονὸς χαιρόντουσαν ποὺ ἦταν αὐτοκράτορας.

 

Συνέλεγε ἑρπετὰ μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἱερέων τοῦ λαοῦ τῶν Μαρσίων, καὶ ἄξαφνα τὰ ἄφηνε ἐλεύθερα πρὶν ξημερώσει, ὅταν ὁ λαὸς συνήθιζε νὰ συγκεντρώνεται γιὰ διάφορους ἀγῶνες. Ἔτσι, πολλοὶ τραυματίζονταν ἀπὸ τὰ δαγκώματα καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν γενικότερο πανικό.

 

Ἕνα καλοκαίρι ἔφτιαξε ἕνα λοφίσκο ἀπὸ χιόνι στὸν κῆπο δίπλα στὸ σπίτι του, ἔχοντας βάλει νὰ τοῦ μεταφέρουν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸν  χιόνι.

 

Συνήθιζε νὰ δένει τοὺς συνδαιτυμόνες του σὲ ἕναν νερόμυλο καί, ὅταν γύριζε ὁ τροχός, νὰ τοὺς βυθίζει στὸ νερὸ καὶ νὰ τοὺς ξαναφέρνει στὴν ἐπιφάνεια, ὀνομάζοντάς τους ποταμίσιους Ἰξίωνες.


Ὅταν οἱ φίλοι του μεθοῦσαν, τοὺς κλείδωνε, καί, ξαφνικά, μέσα στὴ νύχτα ἄφηνε τὰ λιοντάρια του καὶ τὶς λεοπάρδαλείς του καὶ ἀρκοῦδες -ὅλα τους ἐξημερωμένα ζῶα- ἔτσι ὥστε ὅταν οἱ φίλοι του ξυπνοῦσαν τὸ πρωὶ ἤ, ἀκόμη χειρότερα, μέσα στὴ νύχτα, ἔβρισκαν στὸ δωμάτιο λιοντάρια καὶ λεοπαρδάλεις καὶ ἀρκοῦδες. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πέθαναν ἀπὸ τὴν αἰτία αὐτήν. Κάποιους ἀπὸ τοὺς ταπεινότερους φίλους του τοὺς ἔβαζε νὰ κάθονται πάνω σὲ μαξιλάρια γεμισμένα μὲ ἀέρα, καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γεύματος ἔβγαζε τὸν ἀέρα, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ ἔπεφταν κάτω ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ τραπεζιοῦ.

 

Ὅταν σεξουαλικὲς πράξεις ἀναπαρίσταντο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, διέταζε νὰ γίνεται ὅ,τι πραγματικὰ γινόταν κι ὄχι προσποιητά.

 

Κατὰ τὸ γεῦμα παρουσίαζε ἐγκληματίες σὲ κυνήγι ἄγριων θηρίων. Στοὺς παρασίτους του συχνὰ προσφερόταν φαγητὸ φτιαγμένο ἀπὸ κερὶ ἢ ξύλο ἢ ἐλεφαντοστό, μερικὲς φορὲς κι ἀπὸ πηλό, ἢ ἐνίοτε μάρμαρο καὶ πέτρα. Ἔτσι, αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔτρωγε σερβιρόταν καὶ σ' ἐκείνους ἀλλὰ διαφορετικὸ στὴν σύσταση καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸ κοιτάζουν.

 

Ἔσπαζε πλάκα μὲ τοὺς ὑπηρέτες του, καὶ μάλιστα τοὺς διέταζε νὰ τοῦ φέρουν χίλιες λίτρες ἱστῶν ἀράχνης μὲ ἀντάλλαγμα ἕνα βραβεῖο. Λέγεται ὅτι συνέλεξε δέκα χιλιάδες λίτρες, καὶ τότε παρατήρησε ὅτι ἀπὸ αὐτὲς μποροῦσε κάποιος νὰ καταλάβει πόσο μεγάλη πόλη ἦταν ἡ Ρώμη.


Τὶς δουλειὲς τῆς ἡμέρας τὶς ἔκανε τὴ νύχτα καὶ ἐκεῖνες τῆς νύχτας τὴν ἡμέρα. Τὸ θεωροῦσε πολυτέλεια νὰ περιμένει ἕως ἀργὰ προτοῦ ξυπνήσει καὶ νὰ ἀρχίσει μὲ τὰ καθήκοντά του, καὶ νὰ παραμένει ἄγρυπνος μέχρι τὸ πρωί.

 

Ἔφτιαχνε λουτρὰ σὲ πολλὰ μέρη, ἔπαιρνε τὸ λουτρό του μιὰ φορὰ ἐκεῖ, καὶ ἀμέσως τὰ γκρέμιζε.

 

Λέγεται ὅτι ἀγόρασε μιὰ πολὺ διάσημη καὶ ὄμορφη πόρνη γιὰ 100 χιλιάδες σηστέρτιους, ἀλλὰ τὴν κράτησε ἀνέγγιχτη, σὰ νὰ ἦταν παρθένα.

 

Εἶχε τὸ χούι νὰ προσκαλεῖ σὲ γεῦμα ὀκτὼ φαλακροὺς ἢ ὀκτὼ μονόφθαλμους ἢ ὀκτὼ ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ ποδάγρα ἢ ὀκτὼ κουφοὺς ἢ ὀκτὼ μελαχροινοὺς ἢ ὀκτὼ ψηλοὺς ἢ ὀκτὼ χοντρούς, ἔτσι ὥστε ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ χωρέσουν στὸν καναπέ, νὰ προκαλεῖται γέλιο.

 

Δὲν φοροῦσε ποτὲ τὰ ἴδια παπούτσια ξανά, καὶ ποτὲ τὸ ἴδιο δακτυλίδι. […] Βύθισε μερικὰ βαρυφορτωμένα καράβια στὸ λιμάνι καὶ μετὰ εἶπε ὅτι αὐτὸ ἦταν σημεῖο τῆς μεγαλοσύνης τῆς ψυχῆς.

 

Τραγουδοῦσε καὶ χόρευε, ἔπαιζε πνευστὰ καὶ τὴν πανδουρίδα, καὶ ἐπίσης γνώριζε νὰ παίζει τὸ ὄργανο. Σὲ μιὰ μόνο μέρα, ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς πόρνες, στὸν Ἱππόδρομο, στὸ θέατρο, τὸ ἀμφιθέατρο καὶ κάθε δημόσιο χῶρο στὴ Ρώμη, καὶ κάλυπτε τὸ κεφάλι του μὲ κάπα μουλαρᾶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἀναγνώριση. Ὡστόσο, δὲν ἱκανοποιοῦσε τὰ πάθη του ἀλλὰ ἁπλῶς τὶς ἔδινε ἕνα χρυσὸ νόμισμα λέγοντας σὲ κάθε μιά: «Μὴν τὸ μάθει κανείς, ἀλλὰ εἶναι δῶρο ἀπὸ τὸν Ἀντωνίνο».

 

Μερικοὶ Σύροι ἱερεῖς τοῦ εἶχαν προφητεύσει ὅτι θὰ πέθανε μὲ βίαιο τρόπο. Κι ἔτσι, ἑτοίμασε σπάγγους τυλιγμένους μὲ μὼβ καὶ κόκκινο μετάξι ὥστε, ἂν προέκυπτε ἀνάγκη, νὰ βάλει τέλος στὴ ζωή του μὲ κρέμασμα. Εἶχε ἐπίσης χρυσὰ σπαθιά γιὰ νὰ τὰ καρφώσει στὸν ἑαυτό του. […] Καὶ εἶχε φτιάξει ἕνα πολὺ ψηλὸ πύργο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ ἔπεφτε, ὁ ὁποῖος εἶχε χτιστεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψή του μὲ ξύλα ἐπιχρυσωμένα καὶ κεκοσμημένα μὲ διαμάντια, ὥστε ἀκόμη καὶ ὁ θάνατός του νὰ εἶναι δαπανηρὸς καὶ σημαδεμένος ἀπὸ τὴν πολυτέλεια, ὥστε ὁ κόσμος νὰ πεῖ ὅτι κανεὶς δὲν εἶχε πεθάνει μὲ τέτοιο τρόπο.

 

 

Historia Augusta 17.1.4-6, 2.1-3, 3.4, 4.1-2, 6.5-7, 6.8-7.1, 8.1-2, 17.1-7, 18.2-3, 20.1, 21.1, 22.1-4, 23.2, 23.8, 24.5, 25.1-2 καὶ 4-5, 26.6, 28.6, 29.3, 30.7, 31.1, 32.1-2, 32.9, 33.2-7.

 

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μακρίνου, ὁ Ἡλιογάβαλος μπῆκε στὴν Ἀντιόχεια, ἀφότου ὑποσχέθηκε σὲ κάθε στρατιώτη ἀπὸ δύο χιλιάδες σηστέρτιους γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ λεηλατήσουν τὴν πόλη, κάτι τὸ ὁποῖο ἤθελαν πάρα πολύ. Τὸ ποσὸ συλλέχθηκε ἐν μέρει ἀπὸ τοὺς Ἀντιοχεῖς.

 

Καθιέρωσε τὸν θεὸ Ἡλιογάβαλο ὡς ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Ἰούπιτερ καὶ ζήτησε νὰ ψηφιστεῖ (ἀπὸ τὴ Σύγκλητο) ὅτι θὰ γίνει ἱερέας του. Ἔκανε περιτομὴ στὸν ἑαυτό του καὶ ἀπεῖχε ἀπὸ τὸ χοιρινὸ κρέας, επειδὴ ἔτσι ἡ ἀφοσίωσή του θὰ ἦταν πιὸ καθαρή. Μάλιστα, σκόπευε νὰ κόψει ὅλα τὰ γεννητικά του ὄργανα, ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ ἦταν προϊὸν ἀποκλειστικὰ τῆς θηλυπρέπειάς του. Ἡ περιτομὴ ἦταν τμῆμα τῶν ἱερατικῶν ἀπαιτήσεων γιὰ τὴ λατρεία τοῦ θεοῦ Ἡλιογάβαλου, καὶ κατὰ συνέπεια ἔκανε περιτομὴ σὲ πολλοὺς συμμετέχοντες στὴ λατρεία.

 

Δὲν θὰ περιγράψω …  τὶς μυστικὲς θυσίες ποὺ προσέφερε σὲ αὐτόν (τὸν θεὸ Ἡλιογάβαλο) σφάζοντας ἀγόρια καὶ χρησιμοποιώντας μαγγανεῖες, καὶ κλείνοντας μέσα στὸ ναὸ τοῦ θεοῦ ζωντανὰ ἕνα λιοντάρι, μιὰ μαϊμοῦ καὶ ἕνα φίδι καὶ ταΐζοντάς τα μὲ ἀνθρώπινα γεννητικὰ ὄργανα, καὶ τὶς ἄλλες ἀνόσιες τελετὲς ποὺ ἔκανε.


Δίων Κάσσιος, 79.1, 11.1-3 (ἔκδ. Dindorf, τ. 4)