Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Κόμμοδος, ὁ Ρωμαῖος Ἡρακλῆς: ὁ Χρυσοῦς Αἰών



Υἱοθετημένος γιὸς τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου.

 

Διέταξε ἡ Ρώμη νὰ ὀνομαστεῖ Κομμοδιανὴ


Στὸν ἑαυτό του ἔδωσε, πέρα ἀπὸ πολλὰ ἄλλα ὀνόματα, αὐτὸ τοῦ Ἡρακλῆ. Τὴ Ρώμη τὴν ἀποκαλοῦσε «ἀθάνατη, εὐτυχῆ κολωνία τῆς οἰκουμένης», γιατὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ θεωρεῖται ὡς δική του ἀποικία.


Τελικά, ὅλοι οἱ μῆνες ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὸ ὄνομά του, ἔτσι ὥστε ἀριθμοῦνταν ὡς ἑξῆς: Ἀμαζόνιος, Ἀνίκητος, Εὐτυχής, Εὐσεβής, Λούκιος, Αἴλιος, Αὐρήλιος, Κόμμοδος, Αὔγουστος, Ἡράκλειος, Ῥωμαῖος, Ὑπεραίρων.


Στὴ Σύγκλητο ἔστελνε γράμματα ἔτσι: «Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ Λούκιος Αἴλιος Αὐρήλιος Κόμμοδος Αὔγουστος Εὐσεβὴς Εὐτυχής, Σαρματικὸς Γερμανικὸς Μέγιστος Βρεττανικός, Εἰρηνοποιὸς τῆς οἰκουμένης, Ἀνίκητος, Ῥωμαῖος Ἡρακλῆς, Ἀρχιερεῦς, δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ὀκτωκαιδέκατον, αὐτοκράτωρ τὸ ὄγδοον, ὕπατος τὸ ἕβδομον, Πατὴρ Πατρίδος, ὑπάτοις στρατηγοῖς δημάρχοις γερουσίᾳ Κομμοδιανῇ εὐτυχεῖ χαίρειν».


Τὴν ἐποχή του ψήφισε νὰ ὀνομάζεται «Χρυσὸς αἰώνας», καὶ ὅτι αὐτὸ ἔπρεπε νὰ καταγραφεῖ σὲ κάθε ἀρχεῖο χωρὶς ἐξαίρεση.

...Γιατὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων πραγμάτων ποὺ κάναμε [οἱ συγκλητικοί], φωνάζαμε ὅταν μᾶς διέταζαν, καὶ εἰδικὰ αὐτὲς τὶς λέξεις συνεχῶς: «Εἶσαι Κύριος καὶ εἶσαι πρῶτος, ὁ πιὸ εὐτυχὴς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Εἶσαι Νικητής, καὶ θὰ εἶσαι Νικητής. Ἀπὸ πάντα, Ἀμαζόνιε, Ἐσὺ νικᾶς». Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος πολλοὶ δὲν εἰσέρχονταν στὸ ἀμφιθέατρο, καὶ ἄλλοι ἀποχωροῦσαν ἀφοῦ ἁπλῶς κοίταζαν μέσα, ἐν μέρει ἀπὸ ντροπὴ γιὰ ὅ,τι γινόταν ἐκεῖ, ἐν μέρει ἀπὸ φόβο, καθὼς εἶχε διαδοθεῖ μιὰ εἴδηση ὅτι θὰ σκότωνε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς θεατὲς μιμούμενος τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὶς Στυμφαλίδες Ὄρνιθες. Καὶ ἡ ἱστορία αὐτὴ γινόταν πιστευτή, ἐπίσης, γιατὶ κάποτε εἶχε μαζέψει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς πόλης ποὺ εἶχαν χάσει τὰ πόδια τους ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας ἀρρώστιας ἢ ἀτυχήματος, καὶ ἀφοῦ ἔντυσε γύρω ἀπὸ τὰ γόνατά τους κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σῶμα ἑρπετοῦ, τοὺς ἔδωσε νὰ πετᾶν σπόγγους ἀντὶ πετρῶν, καὶ τοὺς σκότωσε μὲ ράβδο, προσποιούμενος ὅτι ἦταν γίγαντες.

 

Ὁ φόβος αὐτὸς ἦταν κοινὸς σὲ ὅλους, τόσο σὲ μᾶς τοὺς συγκλητικοὺς ὅσο καὶ στοὺς ὑπόλοιπους. [...] Ἔχοντας σκοτώσει μία στρουθοκάμηλο καὶ ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι της, ἦρθε ἐκεῖ ποὺ καθόμασταν, κρατώντας τὸ κεφάλι μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι καὶ μὲ τὸ δεξὶ χέρι του ὕψωνε τὸ αἱματοβαμμένο σπαθί του. Ὅσο κι ἂν δὲν εἶπε τίποτα, ὡστόσο κουνοῦσε τὸ κεφαλι του μὲ χαμόγελο, ὑπονοώντας ὅτι θὰ μᾶς φερόταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ πράγματι, πολλοὶ θὰ εἶχαν χαθεῖ ἐπὶ τόπου ἀπὸ τὸ σπαθί, ἐπειδὴ γελοῦσαν μαζί του (γιατὶ ἦταν τὸ γέλιο παρὰ ἀγανάκτηση αὐτὸ ποὺ μᾶς ἦρθε), ἂν ἐγὼ δὲν εἶχα μασουλήσει μερικὰ φύλλα δάφνης ποὺ πῆρα ἀπὸ τὸ στεφάνι μου, καὶ δὲν εἶχα πείσει τοὺς ἄλλους ποὺ κάθονταν δίπλα μου νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, ἔτσι ὥστε ἡ σταθερὴ κίνηση τῶν σαγονιῶν μας νὰ ἀποκρύβει τὸ γεγονὸς ὅτι γελούσαμε. 

 

Ἔβαλαν τὴν Μαρκία νὰ τοῦ ρίξει δηλητήριο στὸ βοδινὸ κρέας ποὺ θὰ ἔτρωγε. Ἀλλὰ ἡ ὑπερβολικὴ χρήση τοῦ κρασιοῦ καὶ τῶν λουτρῶν, ποὺ ἦταν συνήθεια γι' αὐτόν, τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τὸν νὰ ὑποκύψει ἀμέσως, καὶ ἀντὶ γι' αὐτὸ ξέρασε ἕνα κομμάτι ἀπὸ αυτό. Κι ἔτσι ὑποπτευόμενος τὴν ἀλήθεια, ἄρχισε τὶς ἀπειλές. Τότε, ἔστειλαν τὸν Νάρκισσο, ἕναν ἀθλητή, ἐναντίον του, καὶ αὐτὸς τὸν στραγγάλισε ἐνῶ λάμβανε τὸ λουτρό του.


Δίων Κάσσιος, 72.15.2-6, 20.2-21.3, 22.4-5, ἔκδ. Dindorf, τ. 4.


 

Ἡ Φαυστίνα ὅταν ἔμεινε ἔγκυος στὸν Κόμμοδο και τὸν ἀδερφό του, ὀνειρεύτηκε ὅτι γέννησε δύο ἑρπετά, ἕνα ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ὡστόσο, ἦταν ἀγριότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.

 

Ὅταν ἦταν 12 χρόνων, ἔδωσε ἕνα προμήνυμα γιὰ τὴ σκληρότητά του. Γιατὶ ὅταν τὸ λουτρό του ἦταν κρύο, διέταξε ὁ ἐπιμελητὴς τοῦ μπάνιου νὰ ριχτεῖ στὸ φοῦρνο.

 

Τὸν ὀνόμασαν Ρωμαῖο Ἡρακλῆ ἐπειδὴ σκότωσε ἄγρια θηρία στὸ ἀμφιθέατρο στὸ Lanuvium.

 

Ἐξαιτίας τοῦ πάθους του γιὰ σκληρότητα, διέταξε τοὺς ταμένους στὴ θεὰ Μπελλόνα νὰ κόψουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ χέρια τους, καὶ ὅσον ἀφορᾶ τοῦς ἀφιερωμένους στὴν Ἴσιδα, τοὺς ἀνάγκασε νὰ χτυποῦν τὰ στήθη τους μὲ κουκουνάρια πεύκου μέχρι νὰ πεθάνουν. Ἐνῶ κουβαλοῦσε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἄνουβι, συνήθιζε νὰ χτυπᾶ τοῦς ἀφιερωμένους στὴν Ἴσιδα μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγάλματος. Χτύπησε μὲ τὸ ρόπαλό του, ἐνῶ ἦταν ντυμένος μὲ γυναικεῖο ἔνδυμα ἢ μὲ δέρμα λιονταριοῦ, ὄχι μόνο λιοντάρια ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὺς ποὺ ἦταν κουτσοὶ καὶ ἄλλους ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ περπατήσουν τοὺς ἔντυσε σὰν γίγαντες, βάζοντας στὰ πόδια τους ἀπὸ τὸ γόνατο καὶ κάτω ἐπίδεσμους καὶ περιτυλίγματα, ὥστε νὰ μοιάζουν μὲ ἑρπετά, καὶ τότε τοὺς σκότωσε μὲ τὰ ἀκόντιά του.

 

Κάποιον ὁ ὁποῖος ἁπλῶς διάβασε τὸ βιβλίο τοῦ Σουητώνιου γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Καλιγούλα, διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὰ ἄγρια θηρία, γιατὶ ὁ Καλιγούλας καὶ αὐτὸς εἶχαν τὴν ἴδια ἡμερομηνία γέννησης.

 

Ἑνὸς παχύσαρκου ἀτόμου ἄνοιξε τὴ μέση τῆς κοιλιᾶς του, ἔτσι ὥστε τὰ ἔντερά του ξεχύθηκαν. Ἄλλους τοὺς ἔκανε μονόφθαλμους ἢ μονόποδες ἀφότου ὁ ἴδιος ἔβγαζε ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια τους ἢ ἔκοβε ἕνα ἀπὸ τὰ πόδια τους.

 

Μιμεῖτο ἕναν χειρουργὸ ἕως τοῦ σημείου νὰ κάνει ἀνθρώπους νὰ αἱμορραγοῦν μέχρι θανάτου χρησιμοποιώντας νυστέρια.

 

Ὁ Κόμμοδος θεοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Σεβῆρο.

 

Historia Augusta, ἔκδ. Hohl, 7.1.3 καὶ 9, 7.8.5, 7.9.5-6, 7.10.2 καὶ 5-6, 7.11.7, 10.11.3.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.