Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Καρακάλλας, ἢ ἐπιτέλους, ὅλοι ἔγιναν ἴσοι καὶ Ρωμαῖοι

 


Ἂν καὶ ὁ Καρακάλλας ἤθελε νὰ φονεύσει τὸν ἀδερφό του Γέτα, αὐτὸς φρουρεῖτο καλὰ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του στὸ δικό του τμῆμα τοῦ παλατιοῦ. Τότε…

Ὁ Καρακάλλας ἔπεισε τὴ μητέρα του νὰ καλέσει καὶ τοὺς δύο χωρὶς συνοδεία, στὰ διαμερίσματά της, μὲ σκοπὸ τὴ συμφιλίωσή τους. Ἔτσι, ὁ Γέτας πείστηκε καὶ πῆγε μαζί του. Ἀλλὰ ὅταν βρίσκονταν μέσα, μερικοὶ ἑκατόνταρχοι, ἔχοντας λάβει ὁδηγίες ἀπὸ τὸν Καρακάλλα, ὅρμησαν καὶ χτύπησαν τὸν Γέτα, ποὺ στὴ θέα τους εἶχε τρέξει στὴ μητέρα του, κρεμάστηκε ἀπὸ τὸ λαιμό της καὶ προσκολλήθηκε στὸ στῆθος καὶ στοὺς μαστούς της ὁλοφυρόμενος καὶ κλαίγοντας «Μητέρα, μητέρα ποὺ μὲ γέννησες, βοήθεια, μὲ σκοτώνουν». Κι αὐτή, εἶδε τὸν γιό της νὰ χάνεται μέσα στὰ χέρια της, καὶ τὸν ἔλαβε στὸ θανατό του στὴ μήτρα της, ὅπως ὅταν εἶχε ἔρθει στὴ ζωή. Γιατὶ εἶχε γεμίσει μὲ τὸ αἷμα του, ἔτσι ὥστε δὲν παρατήρησε τὰ τραύματα στὸ χέρι της. Ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπετράπη νὰ θρηνήσει ἢ νὰ πενθήσει τὸ γιό της, ἂν καὶ αὐτὸς εἶχε ἕνα τόσο οἰκτρὸ τέλος πρὶν τὴν ὥρα του (ἦταν μόνο 22 ἐτῶν). Ἀλλὰ ἐξαναγκάστηκε σὰν νὰ ἦταν πολὺ εὐτυχισμένη νὰ χαίρεται καὶ νὰ γελᾶ. Τόσο πολὺ παρατηροῦνταν οἱ λέξεις της, τὰ νεύματά της καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου της.


Μὲ διακήρυξή του διέταξε τὴν ἐπιστροφὴ ὅλων τῶν ἐξόριστων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξοριστεῖ. Σύντομα ὅμως, γράφει ὁ Δίων Κάσσιος,

γέμισε τα νησιὰ μὲ ἐξόριστους ξανά.

Καὶ δὲν ἦταν μόνο αὐτό:

Απὸ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς ἀπελεύθερους καὶ στρατιῶτες ποὺ ἦταν μὲ τὸν Γέτα ἀμέσως σκότωσε περίπου 20.000, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εἴτε στὸ παλάτι εἴτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Καὶ σκότωσε διάφορους σημαίνοντες ἄνδρες επίσης, ὅπως τὸν Παπινιανό.

 

Ἐπίσης, θέλησε νὰ σκοτώσει τὸν Κίλωνα, δάσκαλο και εὐεργέτη του, ποὺ εἶχε ὑπηρετήσει ὡς ἔπαρχος τῆς πόλης ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ πατέρα του. Ὁ Καρακάλλας ἔστειλε τοὺς στρατιῶτες στὸ σπίτι τοῦ Κίλωνα. Αὐτοὶ τὸ λεηλάτησαν καὶ τὸν πῆραν μαζί τους στὴν Via Sacra μὲ σκοπὸ νὰ τὸν πᾶνε στὸ παλάτι κι ἐκεῖ νὰ τὸν σκοτώσουν. […] Οἱ στρατιῶτες ἔσκισαν τὰ ροῦχα του Κίλωνα καὶ παραμόρφωσαν τὸ πρόσωπό του, ἀλλὰ ὁ κόσμος καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς πόλης ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται. Τότε, ὁ Καρακάλλας μὲ φόβο καὶ δέος γι’ αὐτούς, συνάντησε τὸν Κίλωνα καὶ τοὺς στρατιῶτες, καὶ προστατεύοντας μὲ τὸν μανδύα του τὸν πρῶτο, φώναξε: «Μὴ προσβάλετε τὸν πατέρα μου. Μὴν κτυπᾶτε τὸν δάσκαλό μου». Ὅσο γιὰ τὸν χιλίαρχο ποὺ εἶχε διαταχθεῖ νὰ τὸν σκοτώσει καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ἐκτελέστηκαν, ἐπειδὴ σχεδίαζαν τὸ χαμὸ τοῦ Κίλωνα, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐπειδὴ δὲν τὸν εἶχαν σκοτώσει.


Ἔγραψε στὴ Σύγκλητο ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε ἐπανέλθει στὴ ζωὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Αὐγούστου, ὥστε νὰ ξαναζήσει μιὰ φορὰ ἀκόμη μέσα του, ἐπειδὴ προηγουμένως ἠ ζωή του ἦταν σύντομη. Πρὸς τοὺς φιλόσοφους ποὺ λέγονται Ἀριστοτελικοὶ ἐπέδειξε πικρὸ μίσος μὲ κάθε τρόπο, φτάνοντας στὸ σημεῖο νὰ ἐπιθυμήσει νὰ κάψει τὰ βιβλία τους, καὶ μάλιστα κατάργησε τὰ κοινὰ δωρεὰν γεύματά τους στὴν Ἀλεξάνδρεια καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα προνόμια ποὺ ἀπολάμβαναν. Τοὺς κατηγοροῦσε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν συνυπαίτιος γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου.

 

Ἔκανε ἐπάγγελμά του τὸ νὰ ἀπογυμνώνει, λεηλατεῖ καὶ νὰ ἐξουθενώνει τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα (ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες) καὶ ὄχι λιγότερο τοὺς συγκλητικούς. Καταρχάς, ἀπαιτοῦσε ἐπανειλημμένα τὰ χρυσὰ στέμματα ποὺ ἀπαιτοῦσε μὲ τὴν πρόφαση ὅτι εἶχε κατακτήσει τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον ἐχθρό. Καὶ δὲν ἀναφέρομαι στὴν ἴδια τὴν κατασκευὴ τῶν στεμμάτων ἀλλὰ στὸ τεράστιο ποσὸ χρημάτων ποὺ δινόταν συνεχῶς κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὀνομασία ἀπὸ τὶς πόλεις γιὰ τὸ συνηθισμένο «στεφάνωμα», ὅπως λέγεται, τῶν αὐτοκρατόρων. Μετά, ἦταν οἱ παροχὲς ποὺ ὅλοι ἀπαιτεῖτο νὰ δίνουμε σὲ μεγάλες ποσότητες καὶ σὲ κάθε περίσταση, κι αὐτὸ χωρὶς νὰ λαμβάνουμε κάποια ἀποζημίωση. […] Καὶ ὑπῆρχαν καὶ τὰ δῶρα ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς πλούσιους πολίτες καὶ ἀπὸ διάφορες κοινότητες. Καὶ οἱ φόροι, τόσο οἱ νέοι ποὺ ἔβαλε καὶ ὁ φόρος 10% ποὺ θέσπισε ἀντὶ τοῦ 5% σχετικὰ μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν δούλων, σὲ κληροδοτήματα καὶ κάθε δωρεά. Γιατὶ κατάργησε τὸ δικαίωμα τῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ἐξαίρεσης ἀπὸ φόρους τὸ ὁποῖο εἶχε δοθεῖ σὲ τέτοιες περιπτώσεις στοὺς στενοὺς συγγενεῖς τοῦ ἀποβιώσαντα. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ κατέστησε Ρωμαίους πολίτες ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴν αὐτοκρατορία του. Κατ’ ὄνομα τοὺς τιμοῦσε, ἀλλὰ ὁ πραγματικὸς σκοπός του ἦταν νὰ αὐξήσει τὰ ἔσοδά του μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καθὼς οἱ μὴ Ρωμαῖοι δὲν ὑποχρεώνονταν νὰ πληρώνουν τοὺς περισσότερους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς φόρους.

 

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ὑποχρεωθήκαμε (οἱ συγκλητικοί) νὰ ἀνεγείρουμε μὲ δικά μας ἔξοδα κάθε εἴδους οἰκία γιὰ αὐτὸν ὅποτε ἔφευγε ἀπὸ τὴ Ρώμη, καὶ πολυτελῆ καταλύματα στὴ μέση ἀκόμη καὶ πολὺ μικρῶν διαδρομῶν. Ὡστόσο, ὄχι μόνο δὲν κατοίκησε σὲ αὐτά, ἀλλὰ κάποιες φορὲς οὔτε τὰ εἶδε. Ἐπιπλέον, ἀνεγείραμε ἀμφιθέατρα καὶ ἁρματοδρομίες ὅποτε περνοῦσε τὸ χειμώνα ἢ σχεδίαζε νὰ τὸν περάσει, χωρὶς καμμιὰ συνεισφορὰ ἀπὸ αὐτό. Αυτὰ κατεδαφίστηκαν ὅλα.

 

Ἐὰν κανεὶς ἔγραφε τὸ ὄνομα Γέτας ἢ τὸ ἔλεγε, ἀμέσως καταδικαζόταν σὲ θάνατο. Ἔτσι οἱ ποιητὲς ἔπαψαν νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν στὶς κωμωδίες. Ἡ περιουσία ὅλων ὅσοι στὶς διαθῆκες τους ἀναγραφόταν τὸ ὄνομα αὐτὸ δημεύτηκε. […] Ἐκδήλωσε τὸ μίσος του γιὰ τὸν ἀδελφό του καταργώντας τὴν τιμὴ τῶν γενεθλίων του καὶ ξέσπασε τὸ θυμό του πάνω στὶς πέτρες ποὺ ὑποστήριζαν τὰ ἀγάλματά του. Ἔλειωσε τὰ νομίσματα ποὺ τὸν ἀπεικόνιζαν.

 

Ὑπέφερε καὶ στὴν ψυχὴ πικροῖς τισὶ φαντάσμασι, καὶ συχνὰ νόμιζε ὅτι ὁ πατέρας καὶ ὁ ἀδερφός του τὸν κυνηγοῦσαν ὁπλισμένοι μὲ ξίφη. Γι’ αὐτό, καλοῦσε ψυχὲς γιὰ νὰ βρεῖ κάποια θεραπεία ἐναντίον τῶν ὁραμάτων αὐτῶν, μεταξὺ αὐτῶν ἐκείνη τοῦ πατέρα του κι ἐκείνη τοῦ Κόμμοδου. Ἀλλὰ καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς δὲν τοῦ μίλησε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Κόμμοδου. Ὅσο γιὰ τὸν Σεβῆρο, λένε ὅτι ὁ Γέτας τὸν συνόδευε καίτοι ἀπρόσκλητος. Ὡστόσο, οὔτε ὁ Κόμμοδος εἶπε κάτι ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε, ἀλλά, ἀντιθέτως, εἶπε κάτι ποὺ τὸν φόβισε περισσότερο. Γιατὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ εἶπε: «Πήγαινε πρὸς τὴ δικαιοσύνη, ποὺ οἱ θεοὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ ἐσένα γιὰ τὸ Σεβῆρο». Τότε κάτι ἄλλο, καὶ τελικά: «Ἔχοντας στὰ κρυφὰ κάνει κάτι νοσηρὸ ποὺ δύσκολα θεραπεύεται». Πολλοὶ ἀπὸ ὅσους δημοσίευσαν αὐτὰ τὰ γεγονότα ὑπέστησαν πολλὰ κακά.

 

Καταδίκασε σὲ θάνατο τέσσερις ἀπὸ τὶς Ἑστιάδες, μιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βιάσει ὁ ἴδιος -ὅταν ἦταν ἱκανὸς ἀκόμη νὰ κάνει ἔτσι. […] Ἡ κοπέλα αὐτή, λεγόταν Κλωδία Λαῖτα καὶ φώναξε δυνατά «Ὁ Ἀντωνίνος ξέρει ὅτι εἶμαι παρθένα, ξέρει ὅτι εἶμαι ἁγνή», ἀλλὰ θάφτηκε ζωντανή. Τρεῖς ἄλλες εἶχαν τὸ ἴδιο τέλος. Δύο ἀπὸ αὐτές, ἡ Αὐρηλία Σεουῆρα καὶ ἡ Πομπωνία Ρουφῖνα, καταδικάστηκαν σὲ θάνατο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀλλὰ ἡ Καννουτία Κρεσκεντῖνα ἔριξε τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ.

 

Ὁ Καρακάλλας σκότωσε κάποιους μοιχούς. Τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ δὲν τοῦ ζήτησαν τίποτα. Καὶ εἶπε σ’ ὅλους τους: «Εἶναι προφανὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μοῦ ζητᾶτε τίποτα ὅτι δὲν ἔχετε ἐμπιστοσύνη σὲ μένα, καὶ ἂν δὲν ἔχετε ἐμπιστοσύνη τότε μὲ ὑποπτεύεστε, καὶ ἂν μὲ ὑποπτεύεστε τότε μὲ φοβᾶστε, καὶ ἂν μὲ φοβᾶστε τότε μὲ μισεῖτε». Κι αὐτὸ τὸ χρησιμοποίησε ὡς δικαιολογία γιὰ τὸ χαμό τους.

 

Ὅταν ὁ Καρακάλλας ἑτοιμαζόταν νὰ σκοτώσει τὴν Κορνιφίκια, τῆς ἐπέτρεψε νὰ διαλέξει τὸν τρόπο θανάτου της, σὰν νὰ τῆς ἔκανε μεγάλη τιμή. Αὐτὴ πρῶτα θρήνησε πολύ, καὶ τότε, ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ πατέρα της, τοῦ Μάρκου, τοῦ παπποῦ της Ἀντωνίνου καὶ τοῦ ἀδελφοῦ της Κόμμοδου, τελείωσε λέγοντας: «Δυστυχισμένη ψυχούλα μου, φυλακισμένη σὲ ἕνα ἐλεεινὸ κορμί, ἔξελθε, ἐλευθερώσου, δεῖξε τους ὅτι εἶσαι ἡ θυγατέρα τοῦ Μάρκου, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι». Τότε, ἄφησε στὴν ἄκρη τὰ κοσμήματά της, καὶ ἔκανε τομὴ στὶς φλέβες της καὶ πέθανε.

 

Ἡ εὐχαρίστησή του μὲ τοὺς μάγους καὶ τοὺς γόητες ἦταν τέτοια, ὥστε διέταξε νὰ τιμᾶται ὁ Ἀπολλώνιος τῆς Καππαδοκίας, ποὺ εἶχε ἀκμάσει ἐπὶ Δομιτιανοῦ καὶ ἦταν ἕνας γόης καὶ μάγος, καὶ τοῦ κατασκεύασε ἕνα ἱερό (ἡρῶον).

 

Ἐκτέλεσε τὸν Καικίλιο Αἰμιλιανὸ ἄρχοντα τῆς Βαιτικῆς ἐπειδὴ ζήτησε χρησμὸ ἀπὸ τὸ μαντεῖο τοῦ Ἡρακλῆ στὰ Γάδαρα (Ἱσπανία).

 

Οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ἀπελεύθεροι καὶ οἱ πιὸ οἰκεῖοι φίλοι πολλῶν ἀπὸ τοὺς συγκλητικοὺς ποὺ δὲν εἶχαν καμμιὰ κατηγορία ἐναντίον τους συνελήφθησαν ὅλοι καὶ ἀνακρίθηκαν μὲ βασανιστήρια ἐὰν ὁ τάδε τὸν ἀγαποῦσε καὶ ὁ δείνα τὸν μισοῦσε. Ἀποφάσιζε, ὅπως ἔλεγε, μὲ τὴ βοήθεια τῶν χαρτῶν τῶν ἀστερισμῶν ποιοὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες εἶχαν γεννηθεῖ, ποιὸς ἦταν φιλικὸς πρὸς αὐτὸν καὶ ποιὸς ἐχθρικός. Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα τιμοῦσε πολλοὺς καὶ κατέστρεφε πολλοὺς ἄλλους.

 

Ἕνας μάντης στὴν Ἀφρικὴ εἶχε διακηρύξει, πράγμα ποὺ ἔγινε γνωστό, ὅτι τόσο ὁ Μακρίνος ὁ ἔπαρχος ὅσο καὶ ὁ γιός του Διαδουμενιανός, προορίζονταν νὰ γίνουν αὐτοκράτορες. Ἀργότερα, ὁ μάντης αὐτός, σταλμένος στὴ Ρώμη, ἀποκάλυψε τὴν προφητεία στὸν Φλάβιο Ματερνιανό, ποὺ τότε διοικοῦσε τοὺς στρατιῶτες τῆς πόλης. Αὐτὸς ἔγραψε ἀμέσως στὸν Καρακάλλα. Ἀλλὰ ἔτυχε τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ σταλεῖ στὴν Ἀντιόχεια καὶ στὴ μητέρα τοῦ αὐτοκράτορα τὴν Ἰουλία. Τῆς εἶχε ὑποδειχθεῖ νὰ διαχωρίζει ὅ,τι ἔφτανε καὶ νὰ ἐμποδίζει τὸ σωρὸ ἀπὸ μὴ σημαντικὲς ἐπιστολὲς νὰ τοῦ στέλνεται ἐνόσω βρισκόταν στὴν ἐχθρικὴ χώρα. Μιὰ ἄλλη ἐπιστολὴ γραμμένη ἀπὸ τὸν Οὔλπιο Ἰουλιανό, πῆγε κατευθείαν ἀπὸ ἄλλους ταχυδρόμους στὸν Μακρίνο πληροφορώντας τον γιὰ τὴν κατάσταση. Ἔτσι τὸ μήνυμα στὸν αὐτοκράτορα καθυστέρησε, ἐνῶ τὸ γράμμα στὸν Μακρίνο διαβάστηκε ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι, ὁ Μακρίνος φοβούμενος ὅτι θὰ θανατωθεῖ γιὰ αὐτό, εἰδικὰ ἐπειδὴ ἕνας Αἰγύπτιος, ὁ Σεραπίων, εἶχε πεῖ λίγες μέρες πρὶν στὸν Καρακάλλα ὅτι οἱ μέρες του εἶναι λιγοστὲς καὶ ὅτι ὁ Μακρίνος θὰ τὸν διαδεχθεῖ -δὲν καθυστέρησε ἄλλο. Ὁ Σεραπίων εἶχε ἀρχικὰ ριχτεῖ στὰ λιοντάρια γι’ αὐτό, ἀλλὰ ὅταν, ἐπειδὴ σήκωσε τὸ χέρι του, ὅπως λεγεται, τὸ ζῶο δὲν τὸν ἀκούμπησε, ἐκτελέστηκε. […] Στὶς 8 Ἀπριλίου, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Ἔδεσα γιὰ τὶς Κάρρες καὶ εἶχε ξεκαβαλικέψει γιὰ νὰ ἀποπατήσει, ὁ Μαρτιάλης τὸν πλησίασε τάχα γιατὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τοῦ πεῖ κάτι, καὶ τὸν κτύπησε μὲ ἕνα μικρὸ ξιφίδιο. Ὁ Μαρτιάλης τὸ ἔσκασε ἀμέσως καὶ θὰ γλίτωνε, ἐὰν εἶχε πετάξει τὸ ξίφος του. Ὡστόσο, τὸ ὅπλο ὁδήγησε στὴν ἀναγνώρισή του ἀπὸ τοὺς Σκύθες ποὺ φύλαγαν τὸν Καρακάλλα, καὶ αὐτοὶ τὸν σκότωσαν μὲ ἀκόντιο. Ὅσο γιὰ τὸν Καρακάλλα, οἱ χιλίαρχοι παριστάνοντας ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσαν, τὸν κατέσφαξαν. […] Οἱ στρατιῶτες, πέρα ἀπὸ ἄλλα δεινά, θυμωμένοι ποὺ ὁ αὐτοκράτορας προτιμοῦσε τοὺς βαρβάρους, δὲν ἦταν τόσο εὐχαριστημένοι ὅσο παλιὰ μὲ τὸν αὐτοκράτορά τους, καὶ δὲν τὸν βοήθησαν ὅταν τὸν ἐπιβουλεύθησαν.


Ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ὁ πατέρας του ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν σὲ ἕνα ὄνειρο κρατώντας ξίφος καὶ λέγοντας: «Ὅπως σκότωσες τὸν ἀδελφό σου ἔτσι καὶ ἐγὼ θὰ σὲ σκοτώσω». Οἱ μάντεις τὸν προειδοποίησαν γιὰ τὴ μέρα ἐκείνη, νὰ φυλάγεται, λέγοντάς του ὅτι «οἱ πύλες τοῦ συκωτιοῦ τοῦ σφαγίου εἶναι κλειστές».

 

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, λίγο προτοῦ πεθάνει, ὅπως ἄκουσα, ἐξαίφνης μιὰ μεγάλη φωτιὰ γέμισε ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Σέραπη στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλὰ δὲν ἔκανε ζημιὰ ἄλλη πέρα ἀπὸ τὸ νὰ καταστρέψει τὸ ξίφος μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Καρακάλλας εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του.


Τὸ σῶμα τοῦ Καρακάλλα κάηκε καὶ ἔβαλαν τὰ ὀστά του στὸν τάφο τῶν Ἀντωνίνων, ἀφοῦ τὰ ἔφεραν κρυφὰ τὴ νύχτα στὴ Ρώμη. Γιατὶ ἐντελῶς ὅλοι, συγκλητικοὶ καὶ οἱ ἁπλοὶ πολίτες, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τὸν μισοῦσαν ἰσχυρότατα, ἔτσι ὥστε τοῦ συμπεριφέρθηκαν ὡς τὸν χειρότερο ἐχθρό, μὲ τὰ λόγια τους καὶ τὶς πράξεις τους. Κανένα διάταγμα, ὡστόσο, δὲν ὁρίστηκε ἀτιμωτικὸ ἐναντίον του, ἐπειδὴ οἱ στρατιῶτες ἀπέτυχαν νἀ ἀποκτήσουν ἀπὸ τὸν Μακρίνο τὴν εἰρήνη ποὺ ἔλπιζαν νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν νέο αὐτοκράτορα, καὶ ἐπίσης ἐπειδὴ ἀποστερήθηκαν τὰ κέρδη τὰ ὁποῖα συνηθιζόταν νὰ λαμβάνουν ἀπὸ τὸν Καρακάλλα, ἔτσι ὥστε ἄρχισαν νὰ τὸν λαχταροῦν ξανά.


Δίων Κάσσιος, 77.2.3-6, 77.3.3-4.1, 77.4.2-5, 77.7.2-3, 77.9.1-7, 77.12.5-6, 77.15.3-5, 77.16.1-3 (Dindorf), 78.16.1-6 (Cary-Foster), 77.18.4, 77.20.4, 78.2.2-3, 78.4.1-6.5, 78.7.1-3, 78.9.1-2 (Dindorf).


Ὅσο γιὰ τὸν πατέρα του, ποὺ ἡ ἀρρώστιά του παρατραβοῦσε καὶ ὁ θάνατος δὲν ἐρχόταν, τοῦ φαινόταν βάρος καὶ ἐνόχληση. Προσπάθησε μάλιστα νὰ πείσει τοὺς γιατροὺς καὶ τοὺς ὑπηρέτες νὰ βλάψουν τὸ γέροντα πάνω στὴ θέραπεία του, ὥστε ν' ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὸν πιὸ γρήγορα. [...] Σκότωσε τοὺς γιατροὺς ποὺ δὲν ὑπάκουσαν ὅταν τοὺς διέταξε νὰ κάνουν κακὸ στὸν πατέρα του καὶ νὰ ἐπισπεύσουν τὸν θάνατό του.

 

Ὅταν κάποια στιγμὴ Γέτας καὶ Καρακάλλας συμφώνησαν νὰ μοιραστεῖ ἡ αὐτὸ κρατορία σὲ δυτικὸ μέρος μὲ ἡγέτη τὸν Καρακάλλα καὶ ἀνατολικὸ (ἀπὸ τὴ Χαλκηδόνα καὶ ἀνατολικά) μὲ ἡγέτη τὸν Γέτα, ὅλοι συμφώνησαν σκυθρωπὰ ἀλλὰ ἡ μητέρα τους τοὺς ρώτησε:

Τὴ μητέρα σας πῶς λέτε νὰ τὴ χωρίσετε; Πρῶτα λοιπὸν σκοτῶστε με, χωρίστε με καὶ πάρτε ὁ καθένας τὸ δικό του μέρος νὰ τὸ θάψει. Διότι ἔτσι θὰ μποροῦσα νὰ μοιραστῶ κι ἐγὼ σ' ἐσᾶς μαζὶ μὲ τὴ στεριὰ καὶ τὴ θάλασσα”. Καὶ πάνω στὰ λόγια τοῦτα ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ ἄρχισε νὰ θρηνεῖ· ἁπλώνοντας τὰ δυό της χέρια γύρω τους, τοὺς ἔβαλε στὴν ἀγκαλιά της καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς φέρει κοντά. Ὅλοι ἔνιωσαν λύπη καὶ ἡ συνεδρίαση λύθηκε. Τὸ σχέδιο ἀπορρίφθηκε.


Ὅταν ἔχοντας δολοφονήσει τὸ Γέτα, πῆγε στὸ στρατόπεδο τῆς πόλης, εἶπε στοὺς στρατιῶτες

νὰ βγοῦν καὶ νὰ πάρουν χρήματα ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ θησαυροφυλάκια

Κι ἔτσι, οἱ στρατιῶτες τὸν ἀνακήρυξαν αὐτοκράτορα.

Μετά, ἄρχισαν οἱ δολοφονίες τῶν ὑποστηρικτῶν ἢ καὶ ἁπλῶν ὑπηρετῶν τοῦ Γέτα:

Δολοφονήθηκαν ἐπίσης ὅλοι οἱ ὑπηρέτες του. Δὲν λυπήθηκαν κανέναν γιὰ τὴν ἡλικία του, οὔτε καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἔσερναν τὰ πτώματα ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ τὰ πρόσβαλλαν μὲ κάθε τρόπο· τὰ φόρτωναν πάνω σὲ κάρα, τὰ μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὰ καίγανε σὲ σωροὺς ἢ τὰ πέταγαν ὅπως τύχει. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ ὅσους εἶχαν ἔρθει περιστασιακὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Γέτα δὲν ἐπέζησε κανείς. Ἀθλητές, ἁρματηλάτες, καλλιτέχνες κάθε μουσικῆς ἢ ὀρχηστικῆς τέχνης, ὁτιδήποτε τέλος πάντων μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Γέτας εὐχαριστιόταν νὰ βλέπει ἢ νὰ ἀκούει, ἐξοντώθηκαν. [...] Σκότωσε καὶ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Κόμμοδου, ποὺ ἦταν πιὰ ἡλικιωμένη καὶ ποὺ τὴν τιμοῦσαν ὅλοι οἱ αὐτοκράτορες ὡς κόρη τοῦ Μάρκου, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἔκλαψε πλάι στὴ μητέρα τοῦ αὐτοκράτορα ὅταν δολοφονήθηκε ὁ γιός της.


Κάποτε ποὺ παρακολουθοῦσε ἱπποδρομίες, οἱ θεατὲς ἀποδοκίμασαν ἕναν ἡνίοχο τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος ὑποστήριζε. Αὐτὸ τὸ ἐξέλαβε σὰν προσωπικὴ προσβολὴ καὶ διέταξε τοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιτεθοῦν στὸ πλῆθος καὶ νὰ συλλάβουν καὶ νὰ σκοτώσουν ἐκείνους ποὺ ἔβρισαν τὸν ἡνίοχο. Οἱ στρατιῶτες, ἔχοντας ἐξουσία νὰ ἀσκοῦν βία καὶ νὰ ληστεύουν, δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ διακρίνουν ποιὸς εἶχε φωνάξει ἀπὸ ἁπλὴ ἀπερισκεψία (κάτι ἄλλωστε ἀδύνατον μέσα σὲ τόσο μεγάλο πλῆθος, ὅπου κανεὶς δὲν παραδεχόταν ὅτι τὸ εἶχε κάνει). Ἔτσι, ἔπιαναν καὶ σκότωναν ἀδιακρίτως ὅποιον ἔβρισκαν μπροστά τους.

 

Ὁ Καρακάλλας γέμισε τὶς ρωμαϊκὲς πόλεις μὲ ἀγάλματα τοῦ Ἀλεξάνδρου:

Σὲ κάποια μέρη εἴδαμε καὶ χονδροειδεῖς ἀπεικονίσεις, ποὺ παρίσταναν ἕνα σῶμα μὲ ἕνα κεφάλι ἀπὸ πάνω του ποὺ ἡ περιφέρειά του χωριζόταν σὲ δύο μισὰ πρόσωπα, ἕνα τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ ἕνα τοῦ Καρακάλλα.

Ὁ Καρακάλλας ζήτησε ἀπὸ τὸν Ματερνιανὸ

νὰ βρεῖ τοὺς καλύτερους μάγους καὶ νὰ καλέσει τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν γιὰ νὰ μάθει ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ ἂν κανεὶς ἐπιβουλεύεται τὴν ἐξουσία του. Ὁ Ματερνιανὸς ἐκτέλεσε τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα καί, εἴτε ἐπειδὴ τὰ πνεύματα ἔδωσαν πραγματικὰ προφητεία εἴτε ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε κάποιο σχέδιο, ἔγραψε στὸν Ἀντωνίνο (Καρακάλλα) λέγοντάς του ὅτι ὁ Μακρίνος συνωμοτεῖ γιὰ νὰ καταλάβει τὴν ἐξουσία καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴ μέση. Τὸ γράμμα αὐτὸ τὸ σφράγισε καὶ τὸ ἔδωσε μαζὶ μὲ ἄλλες ἐπιστολές, κατὰ τὰ συνηθισμένα, στοὺς ἀγγελιοφόρους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἤξεραν τί μετέφεραν. Κι αὐτοί, γρήγοροι ὅπως πάντα στὸ ταξίδι τους, παρουσιάστηκαν στὸν Ἀντωνίνο, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα εἶχε φορέσει τὴν ἐξάρτηση τοῦ ἡνιόχου καὶ ἑτοιμαζόταν ν' ἀνέβει στὸ ἅρμα του, γιὰ νὰ τοὺ δώσουν τὸ δέμα μὲ τὶς ἐπιστολές, μέσα στὶς ὁποῖες ἦταν καὶ αὐτὴ ποὺ κατηγοροῦσε τὸν Μακρίνο. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἀντωνίνος εἶχε τὸν νοῦ του καὶ τὴν προσοχή του στὴν ἁρματοδρομία, κι ἔτσι ἔδωσε διαταγὴ στὸν Μακρίνο νὰ πάει κάπου παράμερα μόνος καὶ νὰ κοιτάξει τὰ γράμματα. Ἂν ὑπῆρχε κάτι ἐπεῖγον, τοῦ εἶπε νὰ τὸν ἐνημερώσει· σὲ ἀντίθετη περίπτωση νὰ προχωρήσει ὁ ἴδιος στὶς συνηθισμένες ἐνέργειες ὡς διοικητὴς τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν μιὰ ἐντολὴ ποὺ πολλὲς φορὲς ἔδινε στὸν Μακρίνο. Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτά, καταπιάστηκε μὲ τὴν δουλειὰ ποὺ εἶχε νὰ κάνει. Ὁ Μακρίνος ἀποσύρθηκε κάπου μόνος καὶ ἄνοιξε ὅλες τὶς ἐπιστολές. Ὅταν βρῆκε αὐτὴ ποὺ περιεῖχε τὸ θανατερὸ ἄγγελμα γιὰ τὸν ἴδιο, ἔνιωσε τὴν ἀπειλὴ ἑνὸς ὁλοφάνερου κινδύνου. Ἤξερε τί ὀργὴ καὶ τί ἐγκληματικὴ διάθεση κυριεύει τὸν Ἀντωνίνο ὅταν παίρνει τέτοια μηνύματα, καὶ πόσο δικαιολογημένη πρόφαση θὰ εἶχε αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ αὐτοκράτορας. Γιὰ τοῦτο ἀφαίρεσε τὴν ἐπίμαχη ἐπιστολὴ ἐνῶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες εἶπε ὅτι ἀφοροῦσαν συνηθισμένες ὑποθέσεις. Φοβήθηκε ὅμως μήπως ὁ Ματερνιανὸς στείλει καὶ δεύτερη φορὰ τὸ ἴδιο μήνυμα, κι ἔτσι σκέφτηκε νὰ δράσει πρῶτος ὁ ἴδιος παρὰ νὰ περιμένει τὸ τί θὰ πάθει.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καρακάλλα, ἡ μητέρα του

ἔχοντας χάσει καὶ τοὺς δυό της γιοὺς μὲ παρόμοιο τρόπο, αὐτοκτόνησε -εἴτε τὸ ἀποφάσισε ἡ ἴδια εἴτε κάποια διαταγὴ τὴν ὁδήγησε σ' αὐτό.


Ἡρωδιανός Γ.15.2 καὶ 4, Δ.3.5-9, 4.7, 6.1-3, 6.4-5, 8.1-2, 12.4-13.1, 13.8.

 

Ἀκόμη και στὰ δημόσια λουτρὰ ἔγιναν σφαγές, καὶ μερικοὶ φονεύθηκαν ἐνῶ δειπνοῦσαν.

Θανάτωσε τον Ἑλβίδιο Περτίνακα, ἀναπληρωματικὸ ὕπατο, ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ὁ γιὸς ἑνὸς αὐτοκράτορα

Τότε, οἱ ἄνθρωποι καταδικάζονταν σὲ θάνατο ἐπειδὴ εἶχαν οὐρήσει σὲ μέρη ὅπου ὑπῆρχαν ἀγάλματα ἢ προτομὲς τοῦ αὐτοκράτορα ἢ ἐπειδὴ εἶχαν ἀπομακρύνει τὶς γιρλάντες ἀπὸ τὶς προτομές του προκειμένου νὰ τὶς ἀντικαταστήσουν μὲ ἄλλες, καὶ μερικοὶ ἐπίσης καταδικάστηκαν ἐπειδὴ τὶς φοροῦσαν στὸ λαιμό τους ὡς ἀποτρεπτικὰ κατὰ τοῦ πυρετοῦ.

αὐτοκράτορας αὐτὸς […] ἀνυψώθηκε στὴν τάξη τῶν θεῶν ἀπὸ τὸν Μακρίνο, τὸν δολοφόνο του, έξαιτίας τοῦ φόβου του γιὰ τοὺς στρατιῶτες καὶ εἰδικὰ τοὺς πραιτωριανούς. Ἔχει ἕναν ναό, ἔχει σωματεῖο Σαλίων ἱερέων, μιὰ ἀδελφότητα τῶν Ἀντωνίνων

Οἱ συγκλητικοί, ἐξαιτίας τοῦ μίσους τους πρὸς τὸν Καρακάλλα, δέχτηκαν εὐμενῶς τον Μακρίνο, καὶ στὴ Σύγκλητο δὲν ἀκουγόταν παρὰ φράση: «Ὁποιοσδήποτε παρὰ ἀδελφοκτόνος, ὁποιοσδήποτε παρὰ αἱμομείκτης, ὁποιοσδήποτε παρὰ βρωμερός, ὁποιοσδήποτε παρὰ σφαγέας τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ λαοῦ!»


Historia Augusta, 13.4.4, 4.8, 5.7, 11.5, 15.2.3.-4 (ἔκδ. Hohl)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.