Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Μαυρίκιου (539-602)

Νόμισμα (φόλλις) τοῦ Μαυρίκιου, πηγή wikipedia (Maurice (emperor))

ἐνῶ ὁ βασιλιᾶς κατὰ τὴ νύκτα ἔκανε λιτανεία ἀνυπόδητος μαζὶ μὲ τὴν πόλη ὁλόκληρη, καθὼς περνοῦσε ἀπ’ τὰ μέρη τοῦ Καρπιανοῦ (σημ. στὴ γειτονιὰ τῆς Κωνσταντινούπολης κοντὰ στὸν Κεράτιο, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ σημερινὸ Γαλατᾶ), κάποιοι ἀπὸ τὸ πλῆθος δημιούργησαν ἀταξία καὶ ἔριχναν λίθους κατὰ τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ μόλις κατάφερε νὰ σωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν γιό του Θεοδόσιο καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν  προσευχὴ στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Ἐνῶ οἱ δῆμοι εὑρῆκαν ἕναν ἄνδρα ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸ Μαυρίκιο καὶ τοῦ ἐφόρεσαν ἕναν μαῦρο μανδύα καὶ ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ σκόρδα καὶ τὸν ἔβαλαν κι ἐκάθισε σὲ ἕναν γάϊδαρο καὶ τὸν περιγελοῦσαν λέγοντας*: «Εὑρῆκε μιὰ τρυφερὴ ἀγελαδίτσα καὶ σὰν νεαρὸ κοκόρι ἀνέβηκεν ἐπάνω της καὶ ἔκανε παιδιὰ σὰν σκληροὺς σπόρους καὶ κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ μιλήσει, ἀλλ’ ἔχει φιμώσει τοὺς πάντες. Θεέ μου, Θεέ μου, φοβερὲ καὶ δυνατέ, κτύπα τον στὸ κρανίο, γιὰ νὰ μὴν περηφανεύεται. Κι ἐγὼ θὰ Σοῦ προσφέρω ὡς εὐχαριστία τὸ βόδι τὸ μεγάλο». Ὁ βασιλιᾶς συνέλαβε καὶ τιμώρησε πολλοὺς ἀπ’ αὐτούς.

 

* Τὰ ἑλληνικὰ τῶν δῆμων:

«εὕρηκε τὴν δαμαλίδα ἁπαλήν, καὶ ὡς τὸ καινὸν ἀλεκτόριν ταύτῃ πεπήδηκεν καὶ ἐποίησε παιδία ὡς ξυλοκούκουδα· καὶ οὐδεὶς τολμᾷ λαλῆσαι, ἀλλ’ ὅλους ἐφίμωσεν· ἅγιέ μου, ἅγιε φοβερὲ καὶ δυνατέ, δὸς αὐτῷ κατὰ κρανίου, ἵνα μὴ ὑπεραίρεται· κἀγώ σοι τὸν βοῦν τὸν μέγαν προσαγάγω εἰς εὐχήν»

 

Ἐνῶ ὁ Μαυρίκιος ἱκέτευε τὸν Θεὸ νὰ ἐλεήσει τὴν ψυχή του, ἕνα βράδυ καθὼς κοιμόταν εἶδε ἕνα ὅραμα ὅτι στεκόταν στὴ Χαλκὴ Πύλη τοῦ Παλατίου δίπλα στὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος  καὶ ὅτι δίπλα του στεκόταν πλῆθος λαοῦ. Καὶ ἦρθε μιὰ φωνὴ ἀπ’ τὴν εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔλεγε: «Φέρτε τὸν Μαυρίκιο». Καὶ οἱ δικαστὲς τὸν πῆραν καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω στὸν πορφυρένιο στρογγυλὸ ζωγραφικὸ πίνακα ποὺ ἦταν στὸ μέρος ἐκεῖνο. Καὶ τοῦ εἶπε ἡ θεϊκὴ φωνή: «Ποῦ θέλεις νὰ σὲ τιμωρήσω; Ἐδῶ ἢ στὸν μέλλοντα αἰώνα;». Κι αὐτός, ὅταν ἄκουσε, ἀπάντησε: «Φιλάνθρωπε Κύριε, δίκαιε Κριτή, θὰ προτιμοῦσα ἐδῶ καὶ ὄχι στὸν μέλλοντα αἰώνα». Καὶ διέταξεν ἡ θεϊκὴ φωνὴ νὰ παραδοθοῦν ὁ Μαυρίκιος καὶ ἡ γυναίκα του Κωνσταντίνα καὶ τὰ τέκνα καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του στὸ στρατιώτη Φωκᾶ.

 […]

Κι ὁ βασιλιὰς εἶπε (τοῦ γαμπροῦ του Φιλιππικοῦ): «…ξέρεις στὰ τάγματά σου κάποιον στρατιώτη Φωκᾶ;» Καὶ ὁ Φιλιππικός, ἀφοῦ σκέφθηκε λίγο, τοῦ λέει: «Γνωρίζω κάποιον, τὸν ὁποῖον ἔστειλε πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ στρατὸς ὡς ἐκπρόσωπό του καὶ ὁ ὁποῖος μίλησε ἐναντίον σου». Κι ὁ βασιλιᾶς ἐρώτησε: «Τί χαρακτῆρα ἔχει;». Κι ὁ Φιλιππικὸς ἀπάντησε: «Ἀντιδραστικός, θρασὺς καὶ δειλός». Τότε λέει ὁ Μαυρίκιος: «Ἂν εἶναι δειλός, τότε εἶναι καὶ φονιάς».

[…]

Κι ὅταν ὁ Φωκᾶς μπῆκε στὴν Πόλη καὶ ἔστεψε αὐγούστα τὴ γυναίκα του…

 

…οἱ φατρίες συγκρούονταν μεταξύ τους μὲ ἀφορμὴ τοὺς τόπους, τῶν ὁποίων εἶχαν τὸν ἔλεγχο. Ἐνῶ ὁ τύραννος (ὁ Φωκᾶς) ἔστειλε τὸν σύντροφό του ἐπαναστάτη Ἀλέξανδρο, γιὰ νὰ ἠρεμήσει τὶς φατρίες. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος πιάστηκε στὰ χέρια μὲ τὸν Κοσμᾶ, δήμαρχο τῶν Βενέτων, τὸν ὁποῖον χτύπησε καὶ τὸν ἐξύβρισε. Οἱ Βένετοι ἐνοχλημένοι ἄρχισαν νὰ φωνάζουν: «ὕπαγε· μάθε τὴν κατάστασιν, ὁ Μαυρίκιος οὐκ ἀπέθανεν». Ὅταν τὸ ἔμαθεν αὐτὸ ὁ τύραννος ἑτοιμαζόταν νὰ δολοφονήσει τὸν Μαυρίκιο. Ἔστειλε μερικοὺς στρατιῶτες καὶ ἔφεραν τὸν Μαυρίκιο καὶ τὴν οἰκογένειά του στὴ Χαλκηδόνα, στὸ λιμάνι τοῦ Εὐτροπίου. Καὶ φονεύονται πρωτύτερα τὰ πέντε ἄρρενα παιδιὰ τοῦ βασιλιᾶ μπροστὰ στὰ μάτια του, τιμωρώντας μὲ τοῦτο ἀπὸ τὰ πρὶν τὸ βασιλιᾶ μὲ τὴ σφαγὴ τῶν παιδιῶν του. Ἐνῶ ὁ Μαυρίκιος φιλοσοφώντας τὸ δυστύχημα ἐπεκαλεῖτο τὸ Θεὸ τῶν ὅλων καὶ συχνοέλεγε: «Δίκαιος εἶ, κύριε, καὶ εὐθεῖς οἱ κρίσεις σου».

 

Θεοφάνης, Anno Mundi 6093-6094 (600-602), ἀπόδοση ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης

 

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Θεοδώρα, Προκόπιος, Μαλάλας

 

Θεοδώρα (πηγή wikimedia commons Theodora (wife of Justinian I)


«...Ἐπιδιδόταν σ’ ἕνα εἶδος ἀσέλγειας ἀνδρικοῦ τύπου μὲ κάτι πανάθλιους τύπους καὶ μάλιστα δούλους ποὺ ἀκολουθοῦσαν τοὺς ἀφέντες τους στὸ θέατρο κι ἔβρισκαν περιστασιακὰ τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουν τὴν όλέθρια αὐτὴ πράξη· ἀλλὰ καὶ στὸ μπορντέλο καταγινόταν ἀρκετὲς ὧρες μ’ αὐτὴν τὴν παρὰ φύσιν σωματικὴ ἐργασία. Ὅταν ὅμως ἔγινε γυναίκα καὶ ὡρίμασε ἐπιτέλους, ἄρχισε ν’ ἀπασχολεῖται στὸ θέατρο κι ἀμέσως ἔγινε τὸ εἶδος τῆς πόρνης ποὺ οἱ παλιοὶ τὶς ἔλεγαν παρακατιανές […] Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἦταν τελείως ξετσίπωτη … καὶ ἦταν τέτοιος τύπος πού, ὅταν ἔτρωγε χαστούκια καὶ κατακεφαλιές, χαριεντιζόταν κι ἔσκαζε στὰ γέλια καί, βγάζοντας τὰ ροῦχα της, τὰ ἔδειχνε ὅλα θεόγυμνα στὸν πρῶτο τυχόντα […] τοὺς ἐρέθιζε ὅλους, ἀκόμα καὶ τ’ ἀμούστακα παιδιά, λέγοντας πρόστυχα ἀστεῖα καὶ κουνώντας πρόστυχα τὸν πισινό της […] Συχνὰ πήγαινε σὲ συμπόσια μαζὶ μὲ δέκα ἢ καὶ περισσότερους νεαρούς, ὅλους ἐξαιρετικὰ γεροδεμένους…καὶ ἐπιδιδόταν σὲ ὁλονύχτια ὄργια μὲ ὅλους μαζὶ τοὺς συνδαιτυμόνες […] Κι ἐνῶ δούλευε καὶ μὲ τὶς τρεῖς τρύπες μαζί, κατηγοροῦσε τὴ φύση ποὺ δὲν τῆς εἶχε κάμει πιὸ φαρδιὲς καὶ τὶς τρύπες τῶν μαστῶν της. […] (στὸ θέατρο) Μερικοὶ θῆτες τῆς ἔριχναν πάνω στὸ αἰδοῖο της κριθάρι, ποὺ τὸ ἔπιαναν σπυρὶ σπυρὶ καὶ τὸ ἔτρωγαν χῆνες γυμνασμένες ἐπὶ τούτῳ. Ἐκείνη ὄχι μόνο σηκωνόταν χωρὶς νὰ κοκκινίζει, ἀλλὰ καὶ φαινόταν νὰ περηφανεύεται γι’ αὐτὴν τὴν παράσταση. […] Φαινόταν ὅτι δὲν ἔχει τὸ αἰδοῖο της στὴ φυσική του θέση ὅπως οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἀλλὰ ὅτι τό ‘χει στὸ κούτελο. […] Ὅσο γιὰ τὴ σχέση της μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες τοῦ θεάτρου συνήθιζε νὰ τοὺς ἐπιτίθεται ὅλη τὴν ὥρα μὲ φοβερὴ ἀγριότητα σὰν σκορπιός, γιατὶ τὴν κυριαρχοῦσε μεγάλος φθόνος».

 

Προκόπιος, Ἀνέκδοτα ἢ Ἀπόκρυφη Ἱστορία, σσ. 71-74 (Μετάφραση Ἀλόη Σιδέρη)

 

Αὐτοὶ ποὺ εἶναι γνωστοὶ ὡς πορνοβοσκοὶ συνήθιζαν νὰ περιφέρονται ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ νὰ ψάχνουν γιὰ φτωχοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν θυγατέρες. Δίνοντας σὲ αὐτοὺς ὅρκους καὶ ὀλίγα νομίσματα, ἔπαιρναν τὰ κορίτσια σὰν μὲ συμβόλαιο. Αὐτὰ τὰ ἔκαναν πόρνες, φορώντας τες τὰ ροῦχα τῆς πόρνης καί, λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτὲς τὸν θλιβερὸ μισθὸ γιὰ τὸ κορμί τους, τὶς ἐξανάγκαζαν στὴν πορνεία. Ἡ Θεοδώρα διέταξε νὰ συλληφθοῦν αὐτοὶ οἱ προαγωγοὶ ἀμέσως. Ὅταν τοὺς ἔφεραν μαζὶ μὲ τὶς κοπέλες, διέταξε καθέναν τους νὰ πεῖ μὲ ὅρκο πόσο εἶχαν πληρώσει τοὺς γονεῖς τῶν κοριτσιῶν. Αὐτοὶ ἀπάντησαν ὅτι εἶχαν δώσει πέντε νομίσματα σὲ κάθε γονιό. Ὅταν ἔδωσαν ἐνόρκως τὴν πληροφορία αὐτή, ἡ εὐσεβὴς αὐτοκράτειρα τοὺς ἐπέστρεψε τὸ ποσό καὶ ἀπελευθέρωσε τὶς κοπέλες ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῆς δυστυχοῦς δουλείας τους, διατάσσοντας τοὺς πορνοβοσκοὺς στὸ ἑξῆς νὰ πάψουν νὰ ἐξασκοῦν αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἔδωσε στὶς κοπέλες ροῦχα καὶ τὶς ἄφησε ἐλεύθερες δίνοντας σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ ἕνα νόμισμα»

Ἰωάννης Μαλάλας, ἔκδ. I. Thurn, Ioannis Malalae Chronographia [CFHB 35], Berlin – New York 2000, 368.34-48 (18.24).