Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς στὸν ρήτορα Εὐδόξιο

 Ρωτᾶς πῶς πᾶνε τὰ δικά μου. Πολὺ ἄσχημα. Δὲν ἔχω τὸν Βασίλειο, δὲν ἔχω τὸν Καισάριο, τὸν πνευματικό μου ἀδελφὸ καὶ τὸ σωματικό. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου μ’ ἐγκατέλειψαν, λέγω κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ. Τὸ σῶμα μου εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση, τὸ γῆρας βαραίνει τὸ κεφάλι μου, οἱ φροντίδες περιπλέκονται, τὰ ζητήματα ἐπιτίθενται, ἡ φιλία δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη, ἡ Ἐκκλησία χωρὶς ποιμένες. Ἔφυγαν τὰ καλά, τὰ δεινὰ προκαλοῦν, τὸ ταξίδι μας μέσα στὴ νύχτα, φάρος πουθενά, ὁ Χριστὸς κοιμᾶται. Τί μοῦ μέλλεται τάχα; Μιὰ μόνο βλέπω λύση τῶν συμφορῶν, τὸ θάνατο. Καὶ τὰ ἐκεῖ ὅμως τὰ βλέπω ζοφερά, συμπεραίνοντας ἀπὸ τὰ ἐδῶ.

 

Γραμμένη μετὰ τὸ 379. 

Μετάφραση Ἰγνάτιος Σάκαλης

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

«Βαρβαρικὴ καὶ Σκυθικὴ γλώσσα»

Τὸ 867 ἢ λίγο νωρίτερα, ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων Μιχαὴλ Γ΄, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο Α΄, χαρακτήρισε βαρβαρικὴ καὶ Σκυθικὴ τὴ Λατινικὴ γλώσσα. Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Μιχαὴλ Γ΄ δὲν σώζεται. Σώζεται ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Νικολάου:

Nicolaus episcopus servus servorum dei piisimo et dilectissimo filio superatori gentium atque tranquillissimo imperatori Michaheli a deo protecto semper Augusto, ἔκδ. E. Perels, Monumenta Germaniae Historica, τ. 6, Berlin 1925, 459.5-7, 14-32:

In tantam vero furoris habundantiam prorupistis, ut linguae Latinae iniuriam irrogaretis, hanc in epistola vestra barbaram et Scythicam appellantes ad iniuriam eius, qui fecit eam. Omnis enim operis derogatio ad opificis redundat iniuriam … Vel quia Christiani sunt, quorum linguam barbaram vel Scythicam appellatis, gloriam vestram quare non pudeat, obstupescimus. Cum enim barbari omnes et Scythae ut insensata animalia vivant, Deum verum nesciant, ligna autem et lapides adorent, in eo ipso, quo verum Deum colit lingua Latina, quantum barbaram vel Scythicam linguam  antecedat, agnoscitur. […] Iam vero, si ideo linguam Latinam barbaram dicitis, quoniam illam non intelligitis, cos considerate, quia ridiculum est vol appellare Romanorum imperatores et tamen linguam non nosse Romanam. Ad extremum autem, si iam saepe nominatam linguam ideo barbaram nuncupatis, quoniam a translatoribus in Graecam dictionem mutata barbarismos generat, non linguae Latinae, sed culpa est, ut opinamur, interpretum, qui quando necesse est non sensum e sensu, sed violenter verbum edere conantur e verbo. Ecce enim in principio epistolae vestrae imperatorem vos nuncupastis Romanorum et tamen Romanam linguam barbaram appellare non veremini. Ecce cotidie, immo vero in praecipuis festivitatibus inter Graecam linguam veluti quiddam pretiosum hanc, quam barbarm et Scythicam linguam appellatis, miscentes, quasi minus decori vestro facitis, si hac etiam non bene ac ex toto intellecta in vestris obsequiis ac officiis non utamini. Quiescite igitur vos nuncupare Romanorum imperatores, quoniam secundum vestram sententiam barbari sunt, quorum vos imperatores esse asseritis

Ὁδήγησες τὸν ἑαυτό σου σὲ τέτοια ἀφόρητη τρέλλα, ὥστε προσέβαλες τὴ Λατινικὴ γλώσσα ἀποκαλώντας την στὴν ἐπιστολή σου βαρβαρικὴ καὶ Σκυθική, πράγμα ποὺ συνιστᾶ προσβολὴ στὸν δημιουργὸ τῆς γλώσσας, γιατὶ κάθε δυσφήμιση ἑνὸς ἔργου ἐμπεριέχει ἐπίσης τὴν προσβολὴ πρὸς τὸν ποιητή του. […] Εἶναι γλώσσα Χριστιανῶν αὐτὴ ποὺ καλεῖς βαρβαρικὴ καὶ σκυθική. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅλοι οἱ βάρβαροι καὶ οἱ Σκύθες ζοῦν σὰν τὰ ζῶα μέσα στὴν ἄγνοια, κι ὅτι δὲν γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀλλὰ λατρεύουν δέντρα καὶ λίθους. Ἀπὸ αὐτὸ βλέπει καθένας πόσο ἀνώτερη εἶναι Λατινική, μὲ τὴν ὁποία λατρεύεται ἀληθινὸς Θεός, ἀπὸ τὴ βαρβαρικὴ και Σκυθική. […] Ἐπιπλέον, ἐὰν ἀποκαλεῖς βαρβαρικὰ τὰ Λατινικά, ἐπειδὴ δὲν τὰ καταλαβαίνεις, πρέπει νὰ εἶσαι προσεκτικός. Δὲν εἶναι γελοῖο νὰ ἀποκαλεῖσαι αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὅταν ἀγνοεῖς τὴ γλώσσα τῶν Ρωμαίων; Καί, τέλος, ἀποκαλεῖς αὐτὴ τὴ γλώσσα βαρβαρικὴ γιατὶ ἁπλῶς κατὰ τὴ μετάφραση ἀπὸ τὰ Λατινικὰ στὰ Ἑλληνικὰ ὑπεισῆλθαν ὁρισμένοι βαρβαρισμοί, γιὰ τοὺς ὁποίους, πιστεύουμε, δὲν φταίει Λατινικὴ ἀλλὰ οἱ διερμηνεῖς, ποὺ προσπάθησαν νὰ ἐξάγουν λέξεις ἀπὸ τὶς λέξεις παρὰ νὰ βγάλουν νόημα ἀπὸ τὸ νόημα. Στὴν πραγματικότητα, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς σου αὐτοαποκαλεῖσαι Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων, ἀλλὰ δὲν φοβᾶσαι νὰ θεωρεῖς βαρβαρικὴ τὴ ρωμαϊκὴ γλώσσα. Στὴν πραγματικότητα, κάθε μέρα, εἰδικὰ κατὰ τὶς μεγάλες τελετές, εἰσάγεις στὴν Ἑλληνικὴ τὴ γλώσσα ποὺ καλεῖς βαρβαρικὴ καὶ Σκυθική (τὰ Λατινικά), σὰν αὐτὴ νὰ ἦταν πολύτιμο στολίδι. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνεις ὡς ἐὰν θὰ μεγαλειότητά σου θὰ μειωνόταν ἐὰν δὲν χρησιμοποιοῦσες τὶς λατινικὲς λέξεις στὴν (αὐτοκρατορικὴ) συνοδεία σου καὶ στὰ ἀξιώματά σου, ἀκόμη κι ἂν αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν χρησιμοποιοῦνται σωστὰ οὔτε κατανοοῦνται πλήρως. Γιαὐτό, ἐγκατάλειψε τὸν τίτλο Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων, γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴ δική σου ἄποψη, αὐτοὶ τῶν ὁποίων θὲς νὰ εἶσαι αὐτοκράτορας εἶναι βάρβαροι.

 

Στρατὸς στὸ Βυζάντιο: χριστιανικὰ μεμπτὸς ἢ ὄχι; Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἀπόψεων

Ἕνα ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιλύσουν οἱ Χριστιανοὶ στὴ σχέση τους μὲ τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἦταν ἐκεῖνο τῆς συμμετοχῆς τους σὲ πολέμους της. Τὸν 4ο αἰ., ὁ Μέγας Βασίλειος μὲ τὸν ΙΓ΄ κανόνα του ὅρισε ὅτι ὅσοι Χριστιανοὶ φόνευαν κατὰ τὸν πόλεμο ἀμυνόμενοι ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας, θὰ μποροῦσαν νὰ κοινωνήσουν μόνο μετὰ 3 ἔτη:

Τοὺς ἐν πολέμοις φόνους οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοὶ δοκεῖ, συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δὲ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τὰς χεῖρας μὴ καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι.

(Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἀθήνα 1854, τ. 4, σ. 131.)

 

Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐλέχθη σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου εἶναι ζήτημα ἐὰν ὁ μισὸς πληθυσμὸς εἶχε ἐκχριστιανιστεῖ. Σύμφωνα μὲ διάφορες ἐκτιμήσεις, κατὰ τὸν 4ο αἰ. ἡ πλειονότητα τοῦ στρατοῦ ἦταν ἀκόμη Ἐθνικοί. Ἔτσι, οἱ Χριστιανοὶ ἦταν ἐξαίρεση.

Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ αἰῶνες, οἱ Χριστιανοὶ γίνονταν ἡ πλειονότητα καὶ τελικὰ τὸ 100% τοῦ στρατοῦ. Τότε, ὁ κανόνας αὐτὸς γινόταν ἀκατανόητος στοὺς Χριστιανοὺς συγγραφεῖς. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν πιὰ χριστιανική, ἡ ὑπεράσπισή της ἦταν θέμα στὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ πλέον εἶχαν τὸν ἀποφασιστικὸ ρόλο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν 4ο αἰώνα. Ἔτσι, ὁ Ζωναρᾶς, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος παραθέτει τὸν κανόνα ὄχι ὡς «ἐπιταγή», ἀλλὰ ὡς «συμβουλή». Γιατὶ διαφορετικά, μὲ τοὺς συνεχεῖς πολέμους οἱ Χριστιανοὶ στρατιῶτες, καὶ μάλιστα οἱ πιὸ θαρραλέοι καὶ καλοί, δὲν θὰ μεταλάμβαναν ποτέ, πράγμα ἀφόρητο γιὰ Χριστιανό. Κι ἂν οἱ ἐχθροὶ τοῦ «Βυζαντίου» δὲν φονεύονταν στὸν πόλεμο, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσαν, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε εὐσέβεια οὔτε σωφροσύνη, ἀλλὰ οἱ ὑπόδουλοι θὰ ἐκβιάζονταν νὰ ζήσουν μὴ «εὐσεβῶς». Ὑποθέτει ἐπίσης ὅτι στὸ διάστημα μετὰ τὸν 4ο αἰ., ἡ «συμβουλὴ» δὲν τηρήθηκε:

Οὐ κατ’ ἐπιταγήν φησιν, ὁ ἅγιος, τοὺς ἐν πολέμοις ἀναιροῦντας ἐπὶ τριετίαν ἀπέχεθσαι τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ κατὰ συμβουλήν· πλὴν φορτικὴ ἡ τοιαύτη δοκεῖ συμβουλή· συμβαίη γὰρ ἂν ἐκ ταύτης, μηδέποτε τοὺς στρατιώτας μεταλαβεῖν τῶν θείων δώρων, καὶ μάλιστα τοὺς θάρσος ἐνδεικνυμένους καὶ ἀριστεῖς· οὐ γὰρ ἄν ποτε σχοῖεν ἄδειαν ἐπὶ τριετίαν ἡρεμῆσαι. Εἰ γοῦν οἱ πολέμοις ἀλλεπαλλήλοις σχολάοζντες, καὶ ἀναιροῦντες τοὺς πολεμίους, εἴργονται τῆς κοινωνίας, ἔσονται διὰ βίου στερούμενοι τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μεταλήψεως· ὅπερ Χριστιανοῖς ἀφόρητοις κόλασις. Διὰ τί δὲ τὰς χεῖρας οὐ καθαροὶ κριθεῖεν οἱ ὑπὲρ τοῦ πολιτεύματος καὶ τῶν ἀδελφῶν ἀγωνιζόμενοι, ἵνα μὴ ληφθεῖεν τοῖς πολεμίοις, ἢ ἵνα αἰχμαλωτισθέντας ἐλευθερώσωσιν; Εἰ γὰρ φονεύειν τοὺς βαρβάρους εὐλαβηθήσονται, ὡς τὰς χεῖρας ἐντεῦθεν μιαίνοντες, οἰχήσεται ξύμπαντα, καὶ κρατήσουσιν οἱ βάρβαροι πάντων, ἃ καὶ οἱ πάλαι Πατέρες λογιςάμενοι, οὐ τοῖς φονεῦσι συγκατάλεξαν τοὺς ἐν πολέμοις φονεύοντας, συγγνωμονήσαντες αὐτοῖς, ὡς οὗτις ἔφησεν ὁ ἅγιος, ὡς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις· εἰ γὰρ οἱ βάρβαροι κυριεύσουσιν, οὔτε εὐσέβεια ἔστε, οὔτε σωφροσύνη· τὴν μὲν γὰρ εὐσέβειαν ἀθετήσουσοι, τὸ οἰκεῖον σέβας κρατύνοντες· τὴν δὲ σωφροσύνην οὐδεὶς μετιένται συγχωρηθήσεται, ἀλλὰ ζῇν κατ’ ἐκείνους ἅπαξ ἐκβιασθήσεται. Ὁ δὲ τὰ θεῖα πολὺς Ἀθανάσιος, ἐν τῇ πρὸς Ἀμμοῦν μονάζοντα κανονικῇ ἐπιστολῇ ταῦτα λέγει ῥητῶς· Φονεύειν οὐκ ἔξεστιν, ἀλλ’ ἐν πολέμῳ ἀναιρεῖν τοὺς ἀντιπάλους, ἔννομόν τε καὶ ἐπαίνου ἄξιον. Οἶμαι γοῦν, ὡς οὔποτε ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου ὑποθήκη αὕτη ἐκράτησε […]

Εἶναι ἄξιο ἀπορίας, φυσικά, ὅτι μεταξὺ 4ου καὶ 12ου αἰ., κανεὶς δὲν σχολίασε τὸ ἀκανθῶδες αὐτὸ πρόβλημα καὶ δὲν ἑρμήνευσε τὸν κανόνα. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμῶν (12ος αἰ.), σχολιάζοντας τὸν ἴδιο κανόνα, ὑποστηρίζει ἐπίσης ὅτι αὐτὸς πρόκειται περὶ συμβουλῆς, καί, ἐπίσης, ὅτι στὸν καιρό του δὲν εἶναι σὲ ἰσχύ, γιατὶ ἂν ἴσχυε τότε ποτὲ δὲν θὰ κοινωνοῦσαν οἱ στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ὥστε οἱ διαφορετικὰ μελλοντικῶς αἰχμαλωτισθέντες ἄμαχοι νὰ παραμείνουν ἐλεύθεροι καί, ἔτσι, εὐσεβεῖς καὶ σώφρονες, δηλαδὴ Χριστιανοί:

Διὰ τοῦ παρόντος κανόνος ὑποτίθησιν ὁ ἅγιος συμβουλευτικῶς, τοὺς ἐν πολέμῳ φονεύσαντας ἀπέχεσθαι τῆς κοινωνίας δι’ ὅλης τριετίας, κἂν οἱ Πατέρες τοῖς τοιούτοις συγγνώμην δεδώκασι, καὶ μετὰ φονέων αὐτοὺς οὐκ ἐλογίσαντο, ἀγωνισαμένοις ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς σωφροσύνης τῶν μελλόντων αἰχμαλωτισθῆναι πιστῶν. Οὗτος δὲ ὁ κανών, ἀξίως μὲν τῇ ἁγιοπρεπείᾳ τοῦ θείου Πατρὸς ἐξετέθη, οὐκ ἐνεργεῖ δέ, διὰ τὸ συμπίπτειν, εἰ τοῦτο δοθῇ, μηδέποτε τοὺς στρατιώτας μεταλαμβάνειν τῶν θείων ἁγιασμάτων, πολέμοις ἀλλεπαλλήλοις ἐνασχολουμένους, καὶ ἀναιροῦντας τοὺς πολεμίους· ὅπερ ἐστὶν ἀφόρητον.

Ἴδια ἄποψη, σχετικὰ μὲ τὸ συμβουλευτικὸ χαρακτήρα τοῦ κανόνα, ἐκφράζει καὶ ὁ Ἀλέξιος Ἀριστηνός. Ἔτσι, στὸ Βυζάντιο ἐπικράτησε ἡ ἄποψη ὅτι οἱ στρατιῶτες ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν ἀλλόθρησκων εἰσβολέων ὥστε οἱ πληθυσμοὶ τῆς αὐτοκρατορίας νὰ παραμείνουν Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ παραμείνουν ἀκοινώνητοι ἐπὶ τρία συνεχόμενα ἔτη, γιατὶ οἱ ἀλλεπάλληλοι πόλεμοι καὶ σφαγὲς θὰ συνεπάγονταν ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κοινωνήσουν.

Ἐὰν τὸ Ἰσλὰμ ὑποσχόταν θέση στὸν Παράδεισο διὰ τῆς συμμετοχῆς στὸν πόλεμο, καὶ ἡ Δύση ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὸ Βυζάντιο ἔδινε δυνατότητα γιὰ σωτηρία σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ σκότωναν σὲ ἀμυντικὸ πόλεμο καὶ ἔτσι θὰ καταδίκαζαν τὴν ψυχή τους, ὥστε νὰ παραμείνουν Χριστιανοὶ οἱ ὑπήκοοι τῆς αὐτοκρατορίας οἱ ὁποῖοι διαφορετικὰ θὰ ὑποδουλώνονταν καὶ θὰ ὑπῆρχε μεγάλη πιθανότητα νὰ ἀλλαξοπιστήσουν.

 

 

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Ἡ πανώλη του Ἰουστινιανοῦ


The Justinianic Plague: An Inconsequential Pandemic?

Conclusion

The consensus maximalist position asserts that the JP reduced the population of the late antique Mediterranean and Europe by more than a third, killing tens of millions and ending antiquity. Such extraordinary claims demand extraordinary evidence. We find little evidential support for the claim that the JP was a watershed event. In this paper, we have introduced recent evidence and contextualized old evidence relevant to the discussion of the first recorded plague pandemic. We have built upon work in distinct but complementary fields of study, integrating multiple independent high-resolution lines of data: Papyri, inscriptions, and coins, alongside more comprehensive surveys of lower-resolution data, such as pollen and burials. We also critically assessed late antique Y. pestis finds.

Our survey of this evidence reveals that a massive plague mortality is all but invisible in contemporary quantitative datasets. We contend that this is sufficient evidence to reject the current scientific and humanistic consensus of the JP as a major driver of demographic change in the 6th century Mediterranean region.

Although precise estimates are beyond the currently available evidence, the multiple quantitative and qualitative datasets collected here indicate no plague-related empire-wide demographic contraction. We have no more basis for the current maximalist estimate of a 50% demographic loss than we would have for a minimalist estimate of 0.1%. Late antique plague mortality was spatially uneven, as plague ecology and epidemiology dictates. Some regions may have suffered higher mortality at certain times—such as Constantinople during the first outbreak—but it cannot be assumed all did. On the basis of the available data, sudden and dramatic population loss was almost certainly the exception, not the rule. All high-resolution and most low-resolution quantitative measures the authors know of show no observable effect of plague on late antique demographics.

We suggest that further research should analyze plague events at the local level in regions endowed with multiple lines of evidence instead of constructing grand narratives of “Roman decline” and demographic collapse. For each site, the available direct and indirect evidence for plague should be employed to understand if and how disease transformed local communities. Such microstudies would serve as a foundation for a more nuanced interpretation of late antique plague.

Based on the evidence presented above, we believe that the JP and the so-called “First Pandemic” bear comparatively little resemblance to the Second Pandemic and the Black Death, which significantly affected the demography, economy, and landscape of western Eurasia and North Africa (7577). In light of the paucity of supporting evidence, the “First Pandemic” label is problematic. More broadly, the scholarly treatment of the JP demonstrates the dangers of uncritical multidisciplinarity (78). Although interdisciplinary approaches to the study of the past frequently advance research, they can also inadvertently employ circular reasoning to produce and reinforce erroneous narratives that are often difficult to detect.

 

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Θάνατος στὸ Νεῖλο

 

Ἕνας μοναχὸς πηγαίνοντας πρὸς τὴ Σκήτη καὶ ἐρχόμενος στὸν Νεῖλο, ἐξασθένισε ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καὶ τὴ ζέστη τῆς ὥρας, κι ἔβγαλε τὰ ράσα του καὶ μπῆκε στὸ ποτάμι νὰ δροσιστεῖ. Ὅρμηξε τότε ἕνας κροκόδειλος καὶ ἅρπαξε τὸν μοναχό. Ἕνας χαρισματικὸς γέροντας περνώντας ἐκεῖ δίπλα καὶ βλέποντας τὸν μοναχὸ νὰ ἔχει πιαστεῖ ἀπὸ τὸν κροκόδειλο, φώναξε στὸ θηρίο: «Γιατί ἔφαγες τὸν μοναχό;». Ὁ κροκόδειλος τότε τοῦ ἀπάντησε μὲ ἀνθρώπινη φωνή: «Ἐγὼ δὲν ἔφαγα μοναχό. Ἐγὼ ἕναν λαϊκὸ συνάντησα, καὶ ἕναν λαϊκὸ ἔφαγα· ὁ μοναχὸς εἶναι ἐκεῖ» γνέφοντας πρὸς τὸ πεταμένο στὴν ὄχθη ράσο. Κι ὁ γέροντας ἀναχώρησε πενθῶν γιὰ τὸ συμβάν.

Ἀδελφός τις διαβαίνων πρὸς τὴν Σκῆτιν καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τὸν Νεῖλον ποταμὸν καὶ ὀλιγοθυμήσας ἐκ τῆς ὁδοιπορίας καὶ ὥρας καύματος καταλαβούσης ἐκδυσάμενος τὰ ἱμάτια αὐτοῦ κατῆλθεν πρὸς τὸ λούσασθαι αὐτόν. Δραμὼν δὲ θηρίον ὁ λεγόμενος κροκόδειλος ἥρπαξεν αὐτόν. Γέρων τις διορατικὸς ἐκεῖσε παρελθὼν ἰδὼν τὸν ἀδελφὸν ἁρπαγέντα κράξας τὸ θηρίον λέγει αὐτῷ· Διὰ τί ἔφαγες τὸν ἀββᾶ; Τὸ δὲ θηρίον εἶπε πρὸς αὐτὸν ἀνθρωπίνῃ φωνῇ· Ἐγὼ ἀββᾶ οὐκ ἔφαγον, κοσμικὸν ηὗρον καὶ αὐτὸν ἔφαγον· ὁ δὲ μοναχὸς ἐκεῖ εστιν. Καὶ ἔνευε πρὸς τὸ σχῆμα. Καὶ ἀνεχώρησεν ὁ γέρων πενθῶν τὸ γεγονός.

 

Ἀποφθέγματα Πατέρων, ἔκδ. J.-C. Guy, Les apophthegmes des pères. Collection systématique [Sources Chrétiennes 498], τ. 3, Paris 2005, 53 (σσ. 134 – 135).

Διάλογος μὲ μιὰ μούμια (στὰ 620 μ.Χ.)

Ὁ Πισέντιος, μονοφυσίτης ἐπίσκοπος τῆς πόλης Κόπτος, ὅταν ἔμαθε ὅτι οἱ Σασσανίδες Πέρσες, ποὺ κατακτοῦσαν τὴ βυζαντινὴ Αἴγυπτο, πλησίαζαν τὴν Θηβαΐδα (κατὰ τὸ 620 μ.Χ.), ἔτρεξε νὰ σωθεῖ ἀπὸ αὐτούς. Πῆγε καὶ κρύφτηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πάμπολλους τάφους ποὺ ἦταν σκαμμένοι στὰ βουνὰ τῆς ἐρήμου, στὴ νεκρόπολη τῶν Θηβῶν. Ἐκεῖ, τοῦ ἔφερνε τακτικὰ τροφὴ ὁ ὑποτακτικός του Ἰωάννης, ὁ μόνος ποὺ γνώριζε τὴν κρυψώνα του. Ὁ τάφος αὐτὸς ἦταν μιὰ μεγάλη αἴθουσα ὑποστηριζόμενη μὲ κολῶνες, καὶ περιεῖχε πολλὲς μούμιες, ποὺ μάλλον δὲν εἶχαν βαλσαμοποιηθεῖ καλά, καὶ μύριζαν. Ὁ Πισέντιος κι ὁ Ἰωάννης στοίβαξαν τὶς μούμιες, τὴ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη, ὥστε νὰ ἀδειάσει ὁ χῶρος.

Τὸ ἑπόμενο Σάββατο, ὁ Ἰωάννης γύρισε στὸν τάφο γιὰ νὰ φέρει τροφή. Ἐκεῖ, ἔχοντας μόλις μπεῖ στὸν τάφο, κρυφάκουσε τὸν διάλογο τοῦ Πισέντιου μὲ μιὰ μούμια, ποὺ ἀνῆκε σὲ Παγανιστή. Ἡ μούμια ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Πισέντιο γιὰ νὰ τῆς δείξει ἔλεος ὁ Θεὸς καὶ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Παράλληλα, τοῦ μίλαγε γιὰ τὴ μεταθανάτια ζωὴ καὶ μάλιστα τὴ μεταθανάτια ζωὴ τῶν Ἐθνικῶν ποὺ ζοῦσαν στὴν Αἴγυπτο. Ἀφηγεῖται ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἄκουσε τὸ διάλογο:

And when I had come in to the abode I heard some one weeping and beseeching my father in great tribulation, saying, I beseech thee, O my lord and father, to pray unto the Lord for me so that I may be delivered from these punishments, and that they may never take hold of me again, for I have suffered exceedingly”. And I thought that it was a man who was speaking with my father, for the place was in darkness. And I sat down, and I perceived the voice of my father, with whom a mummy was speaking. And my father said unto the mummy, “What nome dost thou belong to?” And the mummy said, “I am from the city of Ermant”. My father said unto him, “Who is thy father? He said, “My father was Agrikolaos and my mother was Eustathia”. My father said unto him, “Whom did they worship?”. And he said, “They worshipped him who is in the waters, that is to say Poseidôn” My father said unto him, “Didst thou not hear before thou didst die that Christ had come into the world?. He said, “No, my father. My parents were Hellenes, and I followed their life. Woe, woe is me that I was born into the world! Why did not the womb of my mother become my grave? And it came to pass that when I came into the straits of death, the first who came round about me were the beings Kosmokrator”, and they declared all the evil things which I had done, and they said unto me, “Let them come now and deliver thee from the punishments wherein they will cast thee.” There were iron knives in their hands, and iron daggers with pointed ends as sharp as spear points, and they drove these into my sides, and they gnashed their teeth furiously against me. After a little time my eyes were opened, and I saw death suspended in the air in many forms. And straightway the Angels of cruelty snatched my wretched soul from my body, and they bound it under the form of a black horse, and dragged me to Ement (Amenti). O woe be unto every sinner like myself who is born into the world! O my lord and father, they delivered me over into the hands of a large number of tormentors who were merciless, each one of whom had a different form. O how many were the wild beasts which I saw on the road! O how many were the Powers which tortured me! When they had cast me into the outer darkness I saw a great gulf, which was more than a hundred cubits deep, and it was filled with reptiles, and each one of these had seven heads, and all their bodies were covered as it were with scorpions. And there was another mighty serpent in that place, and it was exceedingly large, and it was a terrible sight to behold; and it had in its mouth teeth which were like unto pegs of iron. And one laid hold of me and cast me into the mouth of that Worm, which never stopped devouring; all the wild beasts were gathered together about him at all times, and when he filled his mouth all the wild beasts which were round about him filled their mouths with him”. My father said unto him, “From the time when thou didst die until this day, hath no rest been given unto thee, or hast thou not been permitted to enjoy any respite from thy suffering? . And the mummy said, “Yes, my father, mercy is shown unto those who are suffering torments each Sabbath and each Lord’s Day. When the Lord’s Day cometh to an end, they cast us again into our tortures in order to make us to forget the years which we lived in the world. Afterwards, when we have forgotten the misery of this kind of torture, they cast us into another which is far more severe. When thou didst pray for me, straightway the Lord commanded those who were flogging me, and they removed from my mouth the iron gag which they had placed there, and they released me, and I came to thee. Behold, I have told you the conditions under which I subsist. O my lord and father, pray for me, so that they may give me a little rest, and that they may not take me back into that place again”. And my father said unto him, “The Lord is compassionate, and He will show mercy unto thee. Go back and lie down until the Day of the General Resurrection, wherein every man shall rise up, and thou thyself shalt rise with them”.

Μετὰ τὸ διάλογο, ὁ Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἡ μούμια γύρισε στὸ φέρετρό της:

God is my witness, O my brethren, I saw the mummy with my own eyes lie down again in its place, as it was before. And having seen these things I marvelled greatly, and I gave glory unto God. And I cried out in front of me, according to rule, “Bless me”, and then I went in and kissed his hands and his feet. He said unto me, “John, hadst thou been here a long time? Didst thou not see somebody or hear somebody talking to me?”. And I said, “No, my father”. He said unto me, “Thou speakest falsehood, just as did Gehazi when he uttered falsehood to the prophet, saying, “Thy servant went no whither.” But since thou hast seen or heard, if thou tellest any man during my lifetime thou shalt be cast forth (i.e. excommunicated)”. And I have observed the order, and I have never dared to repeat it to this very day.

Μιὰ ὡραία παρουσίαση τῆς κατάστασης μετὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Αἰγύπτου, ὅταν Ἐθνικοὶ βρίσκονταν μόνο σὲ φέρετρα. Τὶς τελευταῖες στιγμὲς τοῦ (αἱρετικοῦ πλέον) μοναχισμοῦ στὴν Ἄνω Αἴγυπτο. Μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ βέβαια ἁπλὰ ἀναμείχθηκαν προχριστιανικὲς αἰγυπτιακὲς ἀντιλήψεις καὶ χριστιανικές. Οἱ μούμιες αὐτὲς τὶς ὁποῖες ἀντικρίζουν στὴ σπηλιὰ-τάφο οἱ δυὸ Κόπτες ἀσκητὲς ἦταν τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ τῶν πρώιμων βυζαντινῶν, γιατὶ οἱ φαραωνικοὶ τάφοι στὰ βράχια τῆς ἐρήμου εἶχαν ἀρχίσει νὰ χρησιμοποιοῦνται γιὰ ταφὲς ἰδιωτῶν πολὺ καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Πισέντιο. Ὁ Πισέντιος φαίνεται νὰ γνωρίζει τὴ δημοτικὴ γραφή (ἐξέλιξη τῶν πανάρχαιων ἱερογλυφικῶν), πράγμα ποὺ εἶναι κάπως περίεργο, ἀφοῦ ἡ τελευταία ἐπιγραφὴ σε τέτοια γραφὴ σκαλίστηκε στὶς Φίλες τουλάχιστον 180 χρόνια νωρίτερα, καὶ κανεὶς πλέον δὲν τὴ γνώριζε, καθὼς εἶχαν ἐκλείψει οἱ ἀρχαῖοι ἱερεῖς καὶ ἡ "δημοτικὴ" εἶχε ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ κοπτικὸ ἀλφάβητο (ποὺ εἶναι σχεδόν ὁλόιδιο μὲ τὸ ἑλληνικό). Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαβάσει τὰ κείμενα τοῦ φερέτρου τῆς μούμιας, ἐκτὸς κι ἂν ἤξερε ἑλληνικὰ καὶ ταυτόχρονα αὐτὰ ἦταν γραμμένα στὴν ἑλληνική.


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Θεσσαλονίκη 15ος αἰ.

Γκραβούρα τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ 15ου αἰ. Πηγή, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ λεπτομερὴς ἀνάλυση τῶν εἰκονιζόμενων μνημείων, στὴν ὁποία δὲν χρειάζεται νὰ προστεθοῦν πολλά. Στὶς ἐνδείξεις ὅτι πρόκειται γιὰ αὐθεντικὴ γκραβούρα εἶναι καὶ ἡ χωρὶς γραμμικὴ προοπτικὴ ἀπεικόνιση τῶν κτισμάτων, λ.χ. τῶν δυτικῶν τειχῶν τοῦ λιμανιοῦ καὶ τῶν ἀνατολικῶν στὸ ὕψος βόρεια τῆς Ροτόντας. Στὶς ἀντενδείξεις εἶναι ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι ὑπερβολικὰ καλοδιατηρημένη. Θὰ ἔπρεπε νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴν γκραβούρα αὐτὴν κι ἄλλες δυτικὲς γκραβοῦρες τοῦ 15ου αἰ., π.χ. γιὰ τὸν τρόπο ἀπεικόνισης τῶν λόφων καὶ βουνῶν, καθὼς καὶ τῶν κυμάτων ἢ τῶν πλοίων. Κάποιες ἀντιστοιχήσεις ἀπὸ τὸ ἄρθρο, ὅπως τοῦ κτίσματος (19) μὲ τὸν Προφήτη Ἠλία (κτίσμα τοῦ 14ου αἰ.) δὲν φαίνονται πειστικές, ἀφοῦ τὸ (19) εἶναι ξεκάθαρα βασιλική.


 

Ἂν προσέξει ὁ ἀναγνώστης, πάνω στὴν Καμάρα βρίσκονται τρία ἀγάλματα. Στὴ μεσαία (μεγάλη) καμάρα, τὸ ἄγαλμα φαίνεται νὰ κρατᾶ δόρυ. Ἄγαλμα ὑπῆρχε καὶ πάνω στὴ «στήλη τῶν ὄφεων». Στὸν Ἱππόδρομο, ὑπῆρχαν ἀκόμη δύο μυτεροὶ ὀβελίσκοι, ποὺ θυμίζουν τοὺς ὀβελίσκους τοῦ ἱπποδρόμου τῆς Κωνσταντινούπολης.

Τὸ σημεῖο (5), στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Κωνσταντίνου, μοῦ κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον. Ἄραγε τὸ "Τζερέμπουλο" ἐκτεινόταν παλαιότερα ἕως τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἀλλὰ κατόπιν τὸ τεῖχος-φράγμα κατέπεσε καὶ βυθίστηκε στὴ θάλασσα; Χωρὶς προέκταση τοῦ τείχους στὴ θάλασσα, τὸ λιμάνι δὲν θὰ ἦταν καλὰ ὀχυρωμένο. Νησάκι φυσικὸ δὲν νομίζω ὅτι ἀναφέρεται σὲ κάποια πηγή. 

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ποιὸς κατέστρεψε τὶς μετόπες τοῦ Παρθενώνα;




Ὅπως εἶναι γνωστό, δὲν ὑπάρχει καμμία γραπτὴ ἢ ἄλλη πηγὴ ποὺ νὰ ἀποδίδει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν καταστροφὴ-ἀπολάξευση τῶν ἀνατολικῶν, δυτικῶν καὶ βόρειων μετοπῶν τοῦ Παρθενώνα, κατὰ τὴν μετατροπή του σὲ ἐκκλησία ἢ ἀργότερα. Τὸ μόνο ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα ποὺ συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἐκδοχῆς γιὰ καταστροφὴ τῶν γλυπτῶν ἀπὸ Χριστιανοὺς εἶναι τὸ ἑξῆς: Ἡ πρὸς δυσμὰς βόρεια μετόπη τοῦ Παρθενώνα (νο 32) γλίτωσε ἀπὸ τὴ καταστροφή. Αὐτὸ συνέβη γιατὶ ὅ,τι ἀπεικονιζόταν σὲ αὐτὴν θύμιζε στοὺς καταστροφεῖς τῶν ὑπολοίπων –κατεστραμμένων– μετοπῶν κάποια ἄλλη ἀπεικόνιση καὶ σκηνὴ τὴν ὁποία οἱ ἴδιοι σέβονταν καὶ τιμοῦσαν. Ἐφοσον ἡ σκηνὴ ποὺ ἀπεικονίζεται στὴν διασωθείσα μετόπη μοιάζει ἀρκετὰ μὲ τὴν σκηνὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μιλᾶ στὴν Παναγία, τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν κατέστρεψαν τὴν μετόπη (καὶ κατ’ ἐπέκταση, αὐτοὶ ποὺ κατέστρεψαν τὶς ὑπόλοιπες) ἦταν Χριστιανοί.


Στὴν πραγματικότητα, τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ εἶναι ἀρχαιολογικῶς ἀβάσιμο. Ἐρευνητὲς ἔχουν ἐξετάσει τὴν ἀκριανὴ βόρεια μετόπη, καὶ ἔχουν διαπιστώσει ὅτι καὶ αὐτὴ ὑπέστη ἐκτεταμένη σκόπιμη ἀπολάξευση. Τὰ κεφάλια καὶ τῶν δύο μορφῶν ὑπέστησαν σκόπιμα χτυπήματα καὶ καταστράφηκαν· τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τους ὑπέστησαν ἐπίθεση. Γιὰ παράδειγμα, μόνο τὸ ἀποτύπωμα τοῦ ἀριστεροῦ ποδιοῦ τῆς καθιστῆς μορφῆς ὑφίσταται πλέον. Ὅλο τὸ ἀριστερὸ χέρι καταστράφηκε. Ὁ κορμὸς τῆς καθιστῆς μορφῆς (ποὺ ὑποτίθεται θύμιζε τὴν Παναγία στοὺς καταστροφεῖς τῶν λοιπῶν μετοπῶν) ὑπέστη κι αὐτὸς ἐπίθεση μὲ τσεκούρι. Τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ παλάμη τῆς ὄρθιας μορφῆς καταστράφηκαν. Τὸ ἐλεύθερο δεξί της χέρι κόπηκε. 


Εἶναι δύσκολο νὰ ὑποθέσει κάποιος ὅτι ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ συνιστᾶ δεῖγμα σεβασμοῦ πρὸς τὶς εἰκονιζόμενες μορφὲς τῆς συγκεκριμένης μετόπης. Ὁ βανδαλισμός τους σημαίνει ὅτι αὐτὲς δὲν θύμιζαν τίποτε θρησκευτικὰ οἰκεῖο στοὺς καταστροφεῖς. Ἐὰν δὲν θύμιζαν τίποτε οἰκεῖο, τότε οὐδέποτε οἱ καταστροφεῖς τῶν ἄλλων μετοπῶν ἐξέλαβαν τὴν βόρεια μετόπη νο 32 ὡς σκηνὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐὰν τὴν εἶχαν ἐκλάβει ἔτσι, δὲν θὰ τὴν πελεκοῦσαν ἀλύπητα. Δηλαδή, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ στὴν πραγματικότητα χριστιανικὴ «ἐπανερμηνεία» της, ἡ ὁποία νὰ ἀποδεικνύει ὅτι «οἱ ἄλλες μετόπες καταστράφηκαν ἐπειδὴ δὲν ἔγινε χριστιανικὴ ἐπανερμηνεία τους, ὅπως τῆς βόρειας νο 32». Δὲν ὑπάρχει ἀπόδειξη ποὺ νὰ δείχνει ὅτι οἱ καταστροφεῖς τῶν λοιπῶν μετοπῶν ἦταν Χριστιανοὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ποὺ προστάτεψαν τὴν βόρεια μετόπη νο 32 ἦταν Χριστιανοί, γιατὶ ἁπλούστατα καὶ ἡ μετόπη νο 32 βανδαλίστηκε. 


Μοιάζει ἀπίστευτο, κι ὅμως μέχρι τὸ 2007, κανεὶς δὲν εἶχε παρατηρήσει τὸ εὖρος τῆς ἐσκεμμένης καταστροφῆς τῆς μετόπης. Ἔτσι, ἡ θεωρία ποὺ πρωτοδιατυπώθηκε τὸ 1933 (G. Rodenwaldt, Interpretatio Christiana Archäologische Anzeiger 48 (1933) 401–405) ἐξακολουθοῦσε νὰ γίνεται ἀποδεκτή.


Τὰ λοιπὰ ἐπιχειρήματα περὶ χριστιανικῆς καταστροφῆς ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν διατυπωθεῖ εἶναι ἐξίσου ἀβάσιμα. Ἡ θεωρία τῆς «κόπωσης τῶν καταστροφέων» δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει γιατί οἰ «τόσο κουρασμένοι» καταστροφεῖς δὲν συνέχισαν τὸ ἔργο τους σὲ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ Παρθενώνα ἔπειτα ἀπὸ ἕνα ἀπαραίτητο διάλειμμα. Γιατί ἐπὶ 1.000 χρόνια οἱ καταστροφεῖς παρέμειναν κουρασμένοι καὶ δὲν συνέχισαν, οἱ ἴδιοι ἢ ἄλλοι, τὸν βανδαλισμό; Ἡ θεωρία τῆς χριστιανικῆς ἐπανερμηνείας τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος (καὶ τοῦ μεγαλύτερου μέρους τοῦ ἀνατολικοῦ) μᾶς ὁδηγεῖ στὸ ἀδιέξοδο τῶν ὑποθετικῶν χριστιανικῶν ἐπανερμηνειῶν. Ἔτσι, ἡ σκηνὴ τῆς ἔριδας μεταξὺ Ἀθηνᾶς καὶ Ποσειδώνα στὸ δυτικὸ ἀέτωμα, ἔχει ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ νεότερους ἐρευνητὲς ὡς ἡ Ἀνάληψη τοῦ Ἠλία στοὺς οὐρανούς, ἐπειδὴ ὑπάρχουν δύο ἅρματα, ἕνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ κάθε θεοῦ. Ὡστόσο τὰ ἅρματα εἶναι δύο, καὶ ὄχι ἕνα. Οἱ μορφὲς ποὺ τὰ ὁδηγοῦν δὲν εἶναι κεντρικές. Ἐπιπλέον, στὸ κέντρο βρίσκονται μιὰ γυναικεία μορφὴ καὶ μιὰ ἀνδρικὴ γυμνὴ μορφή. Τί σχέση μποροῦν αὐτὲς νὰ ἔχουν μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Προφήτη Ἠλία; Ὅπως καταλαβαίνει κανείς, μὲ βάση καὶ τὴν κατάρριψη τῆς ὑπόθεσης γιὰ χριστιανικὴ ἐπανερμηνεία τῆς βόρειας μετόπης νο 32, στὴν πραγματικότητα οἱ νεότεροι ἐρευνητὲς ἔπλαθαν οἱ ἴδιοι ἀνύπαρκτες χριστιανοβυζαντινὲς ἑρμηνεῖες, ποὺ δὲν μαρτυροῦνται σὲ γραπτὲς ἢ ἄλλες χριστιανοβυζαντινὲς πηγές. Εἶναι τόσο ἀκλόνητη ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κατέστρεψαν τμῆμα τῶν γλυπτῶν, ὥστε ἐφευρίσκονται καὶ προτείνονται δῆθεν χριστιανικὲς μεσαιωνικὲς ἐπανερμηνεῖες τῶν ἀρχαίων γλυπτῶν ὡς ὁ λόγος διάσωσής τους. Τὸ βάρος τῆς ἀπόδειξης φυσικὰ ἔπεφτε καὶ πέφτει σὲ ὅσους προτείνουν διάφορες ἐπανερμηνεῖες.


Ἡ μὴ καταστροφὴ (α) τῆς ζωφόρου τοῦ Παρθενώνα, ποὺ περιέτρεχε ὅλο τὸ κτήριο, (β) τῶν νότιων μετοπῶν, (γ) τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος καὶ (δ) μεγάλου μέρους τοῦ ἀνατολικοῦ δὲν ἐξηγεῖται μὲ βάση τὴν ὑπόθεση τῆς χριστιανικῆς ἐπανερμηνείας. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ νότια πλευρὰ δὲν φαινόταν ἀρκετά, εἶναι ἀδύναμο ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἄγγελος Δεληβορριᾶς. Θὰ ἦταν πολὺ εὔκολο, δεδομένου ὅτι εἴσοδος στὴν ἐκκλησία ὑπῆρχε καὶ ἀπὸ τὰ νότια, νὰ παρατηρήσει, εἰσερχόμενος, κάποιος τοὺς Κένταυρους ποὺ ἀπεικονίζονταν στὶς μετόπες καὶ δὲν βανδαλίστηκαν. Τὸ ἴδιο ἀδύναμο εἶναι τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ζωφόρος δὲν φαινόταν καλά: Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὰ βυζαντινὰ χρόνια (καὶ ἤδη ἀπὸ τὰ ὕστερα ρωμαϊκά) μόνο ὁ σηκὸς εἶχε στέγη, καὶ ὅτι ἡ περίσταση ἦταν ἀκάλυπτη. Συνεπῶς, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἔπεφτε στὴ ζωφόρο, καὶ θὰ τὴν καθιστοῦσε εὔκολα παρατηρήσιμη. Κανεὶς δὲν θὰ σκάλιζε κάτι τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ παρατηρηθεῖ ἀπὸ κανέναν. Ἡ χωρὶς γνωστὴ χριστιανικὴ ἐπανερμηνεία σκηνὴ τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος ἦταν ἀναγκαστικὰ ὁλοφάνερη σὲ καθένα ποὺ πλησίαζε τὴν ἐκκλησία ὥστε νὰ εἰσέλθει σὲ αὐτήν. Ὅσο γιὰ τὸ χαμένο κεντρικὸ ἀνατολικὸ ἀέτωμα, μόνο θεωρίες μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν τὴν ἐξαφάνισή του. Ὁρισμένοι ἔχουν κάνει λόγο γιὰ καταστροφὴ ἤδη κατὰ τὴν πυρκαγιὰ τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα. (Ian Jenkins, The Parthenon sculptures, σ. 23). Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ κεντρικὸ μπλὸκ τῆς ἀνατολικῆς ζωφόρου ἔμεινε ἄθικτο, δηλαδὴ ὅτι προκειμένου νὰ δημιουργηθεῖ ἡ ἁψίδα τῆς ἐκκλησίας δὲν καταστράφηκε ἀλλὰ τὸ κατέβασαν καὶ τὸ ἄφησαν ἀνέπαφο στὸ ἔδαφος (M. Robertson, The Parthenon frieze, σ. 14). Ἀφοῦ τίποτε δὲν μαρτυρεῖται, μόνο ὑποθέσεις μποροῦμε νὰ κάνουμε. 


Ἂν ὅμως δὲν ὐπάρχει καμμία γραπτὴ πηγὴ ποὺ κάνει λόγο γιὰ χριστιανικὸ βανδαλισμό, ὑπάρχει ἕνας Τοῦρκος Μουσουλμάνος ποὺ μᾶς μεταφέρει τὴν παράδοση σχετικὰ μὲ τὴν καταστροφὴ τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενώνα ἀπὸ Ἄραβες τοῦ Μεσαίωνα. Ὁ Τοῦρκος αὐτὸς εἶναι ὁ γνωστὸς Ἐβλιγιὰ Τσελεμπή, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τὸ 1667.


Δυστυχῶς, σὲ γνωστὴ νεοελληνικὴ μετάφραση τοῦ κειμένου («λογοτεχνικὴ ἀπόδοση» Ν. Χειλαδάκης, Ἐβλιὰ Τσελεμπή, Ταξίδι στὴν Ἑλλάδα, Ἀθήνα χ.χ., σσ. 174 καὶ 178), βασισμένη σὲ παλαιότερες μεταφράσεις ποὺ ἔγιναν στὴν καθαρεύουσα, τὸ ἐπίμαχο σημεῖο τοῦ κειμένου δὲν ἀποδίδεται σωστά: 

Τὰ χρόνια ποὺ στὴν Ἀραβία καὶ τὸ Μαρόκο διαφέντευαν οἱ Ὁμεϊάδες, ὁ σουλτάνος Ἀλὶ Ἀμὶρ Ἀλ Μανσούρ –ἐπικεφαλὴς χιλίων πλοίων– ἐξεστράτευσε καὶ κατέλαβε τὰ νησιά: Σικελία καὶ Κρήτη, καθὼς καὶ τοῦτο ἐδῶ τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν. Αὐτὸς ἀφαίρεσε ἀπὸ τὸ ναὸ τὰ πολύτιμα καντίλια, μαζὶ μὲ τὶς χρυσὲς ἁλυσίδες τους, καθὼς κι ἕνα σωρὸ ἀπ’ τὰ σπουδαῖα ἀγάλματα. […] Ὁ τύραννος Ἲμπν Ἀλὶ Ἀμὶρ Ἀλ Μανσούρ, χάνος τῆς Ἀραβίας […] ἅρπαξε τὰ διαμάντια καὶ ξεκόλλησε τὰ πετράδια καὶ κατάκλεψε τὰ πολύτιμα ἱερὰ σκεύη τοῦ ναοῦ, τὰ διαμαντοστόλιστα καντίλια καὶ τὰ βαρύτιμα κηροπήγια, βάζοντας ἀπὸ πάνω καὶ φωτιά.


Πρέπει ἑπομένως νὰ ἀνατρέξουμε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐκδότες ὁλόκληρου τοῦ ὀκτάτομου τουρκικοῦ συγγράμματος (Evliya Çelebi Seyahatnamesi τ. 8, ἔκδοση 2003), τὸν Robert Dankoff (οἱ ἄλλοι δύο εἶναι Τοῦρκοι), ὁ ὁποῖος ἀργότερα μαζὶ μὲ τὸν Sooyong Kim, ἐξέδωσε μετάφραση τμημάτων τῶν περιηγήσεων τοῦ Τσελεμπῆ. Σὲ αὐτὰ περιλαμβάνεται καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸν Παρθενώνα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει (An Ottoman Traveler. Selections from the Book of Travels of Evliya Celebi, London 2010, σσ. 272, 276):


during the reign of the Umayyads, Sultan Mansur came from the Maghreb with 1,000 ships and conquered the islands of Crete and Sicily, and also conquered this walled town of Athens. He took away the above- mentioned carbuncle lamps and the chains of jewels and thousands of precious idols and candlesticks and jewel-encrusted crosses. […] when that terrible Sultan of the West, King Mansur, conquered this province, he gouged out the jewel-eyes of all the statues and ‘blinded’ them. He plundered all of the precious bejewelled lamps and candlesticks and carbuncles and crucifixes. He removed the rubies from the domes in the outer courtyard and set fire to the courtyard – some places are still shrivelled from the depredation of that fire.



Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι τὸ κείμενο τοῦ Τσελεμπὶ λέει ὅτι ὁ Μανσοὺρ ἀπολάξευσε τὰ μάτια τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενώνα, βανδαλίζοντάς τα (κι ὄχι ὅτι «ξεκόλλησε τὰ πετράδια» ἀπὸ τὸ ναό). Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενώνα. Μάλιστα, διαβάζουμε ὅτι ὁ Μανσοὺρ κατὰ τὴν ἐπιδρομή του ἅρπαξε ἀγάλματα τὰ ὁποῖα βρισκόταν στὸν Παρθενώνα.


Ὑπῆρξε ὅμως τέτοιος ἄραβας ἐπιδρομέας; Καταρχάς, ὄντως ὑπῆρξε κάποιος φατιμίδης χαλίφης μὲ τὸ ὄνομα al-Mansur ποὺ βασίλευε στὸ Μαγκρέμπ μεταξὺ 946-953, ἐπέβλεψε τὴν ἐπανεγκαθίδρυση τῆς ἀραβικῆς κυριαρχίας στὴ Σικελία, καὶ ποὺ ἔκανε ἐπιδρομὲς στὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας. Δὲν ὑπάρχουν ἀραβικὲς πηγὲς ποὺ νὰ κάνουν λόγο γιὰ τὴν κυριαρχία του στὴν Κρήτη. Ὡστόσο, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ ἀραβικὸ ἐμιράτο τῆς Κρήτης, τὴν ἴδια περίοδο, ἔκανε τακτικὰ ἐπιδρομὲς στὸ Αἰγαῖο, φτάνοντας ἕως τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸν Ἑλλήσποντο· σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς προκειμένου ὁ ἀραβικὸς στόλος τοῦ ἐμιράτου νὰ ἀποφύγει τὸ βυζαντινὸ στόλο τοῦ Ὠορύφα ποὺ τὸν καταδίωκε ἐρχόμενος ἀπὸ τὸ βορρᾶ, ἔπλευσε στὸν Κορινθιακὸ κόλπο. Μποροῦμε ἄραγε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἔχοντας ἁλώσει τὴ Θεσσαλονίκη τὸ 904, οἱ Ἄραβες τοῦ ἐμιράτου τῆς Κρήτης δὲν θὰ δοκίμαζαν ποτὲ νὰ καταλάβουν καὶ νὰ διαγουμίσουν τὴ γειτονικὴ Ἀθήνα; Τὸ ὄνομα Μανσούρ, βεβαίως, διόλου σπάνιο δὲν εἶναι κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ἔτσι, ἡ ὑπόθεση γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενώνα ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἀτεκμηρίωτη καὶ  ἀρχαιολογικῶς ἀστήρικτη, καὶ ταυτόχρονα ἡ μόνη γραπτὴ μαρτυρία (ἔστω καὶ μεταγενέστερη) ἀναφέρει ὡς καταστροφεῖς τῶν γλυπτῶν ἄραβες ἐπιδρομεῖς τοῦ 10ου αἰώνα. 

Ἡ βόρεια μετόπη νο 32


Βασικὴ πηγή: B. Anderson, The Defacement of the Parthenon Metopes, GRBS 57 (2017) 248-260.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Σὲ συγχαίρω γιὰ τὴν ἀποτυχία σου


Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Β΄ ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ Σικελία στασίασε, ἐπειδὴ τοῦ ἄρεσε νὰ ἀστειεύεται μὲ τὶς δύσκολες καταστάσεις, κάλεσε τὸν «πρωθυπουργό» του καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ συγχαίρω, μάγιστρε, ποὺ στασίασε ἡ Σικελία». Αὐτὸς ἔμεινε γιὰ λίγο ἄφωνος μὴν μπορώντας νὰ ἀπαντήσει. Μετά, τοῦ εἶπε, «Αὐτὸ δὲν εἶναι αἰτία γιὰ χαρά, δέσποτα», καὶ φεύγοντας εἶπε στοὺς παρευρισκόμενους: «Ἡ ἀρχὴ τῶν δυστυχιῶν θὰ πέσει στὴ γῆ ὅταν βασιλεύσει ὁ δράκων τῆς Βαβυλώνας, ποὺ ἀγαπάει πολὺ τὸ χρυσάφι καὶ δυσκολεύεται νὰ μιλήσει».

Ὁ Μιχαὴλ Β΄ εἶχε τὸ παρατσούκλι «Τραυλός».

Ἀρχαῖο κείμενο:

Ἐν τούτοις τοῦ Μιχαὴλ ἐνασχολουμένου Κρήτη καὶ Σικελία καὶ αἱ Κυκλάδες νῆσοι τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς ἐξ Ἀφρικῶν τε καὶ Ἀράβων περιῃρέθησαν, λαβόντος ἀρχὴν ἄρτι πρῶτον διὰ τὰς τοῦ λαοῦ ἁμαρτίας καὶ τὴν τῶν κρατούντων δυσσέβειαν. Τῶν δὲ πραγμάτων οὕτως ἐχόντων προσκαλεῖται ὁ βασιλεὺς Εἰρηναῖον τὸν μάγιστρον, καὶ φησὶ πρὸς αὐτόν «συγχαίρω σοι, μάγιστρε, ὅτι ἡ Σικελία ἐμούλτευσεν». Ὁ δὲ ἔφη «τοῦτο ξένον χαρᾶς ἐστί, δέσποτα». Καὶ στραφεὶς πρός τινα τῶν μεγάλων ἔφη ἀρχὴ κακῶν γε πεσεῖται τῇ χθονί, ὅταν κατάρξῃ τῆς Βαβυλῶνος δράκων δύσγλωσσος ἄρδην καὶ φιλόχρυσος λίαν.

Μακρυγιάννης: Τοῦρκοι καὶ Δυτικοί


Ἀπομνημονεύματα


Α.2

Ἀποφάσισαν οἱ νοικοκυραῖγοι ὅτι ἡ τυραγνία τῶν Τούρκων –τὴν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δὲν ὑποφέρονταν πλέον. Καὶ δι’ αὐτείνη τὴν τυραγνία, ὁποῦ δὲν ὁρίζαμεν οὔτε βιόν, οὔτε τιμή, οὔτε ζωὴ ἀπεφασίσαμεν νὰ σηκώσωμεν ἄρματα ἀναντίον αὐτῆς τῆς τυραγνίας. Εἴτε θάνατος, εἴτε λευτεριά.


Α.9
Λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακοροίζικους, ὁποῦ ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης.
 
Γ.3

Εἰς τὸν καιρὸν τῆς Τουρκιᾶς μίαν πέτρα δὲν πείραζαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια. 


Δ.2

Διατί νὰ χύσωμεν τὸ λοιπὸν τόσο αἷμα; Διατί νὰ γιομώσῃ ἡ Τουρκιὰ σκλάβους; Κάλλιο νὰ καθόμαστε μ’ ἐκεῖνον τὸν βασιλέα ὁπούχαμεν –καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμή μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκεία μας, κι’ ὄχι τοιούτως ὁποῦ καταντήσαμεν.


Δ.4

Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁποῦ θὰ γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσῃ εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλα τόσα χρόνια.