Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Αἴλιος Ἀριστείδης

2ος μ.Χ. αἰώνας, κατὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὁ Πόπλιος Αἴλιος Ἀριστείδης (117 – 181 μ. Χ.), ὁ γνωστὸς ρήτορας τῆς Β΄ Σοφιστικῆς, ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀφενὸς (ἀπὸ τὸν Γίββωνα) ὡς ἡ ἐποχὴ στὴν ὁποία ἡ Ἀνθρωπότητα ἦταν πιὸ εὐτυχισμένη ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, καὶ κυβερνιόταν μὲ Σοφία καὶ Ἀρετή. Ἀφετέρου, ὡς μιὰ «ἐποχὴ ἀγωνίας» καὶ φόβου (ἀπὸ τὸν Dodds). Συχνά, οἱ μεταγενέστερες ἀποτιμήσεις γιὰ μιὰ ἱστορικὴ περίοδο μᾶς λένε τόσα πράγματα γιὰ τὴν συγκεκριμένη ἀποτιμώμενη περίοδο ὅσα μᾶς λὲν καὶ γιὰ τὴ μεταγενέστερη ἐποχή, στὴν ὁποία ὁ ἀποτιμῶν ἔζησε. Στὴν πρώτη περίπτωση (Γίββων), ἔχουμε τὴν ἐχθρότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀκολούθησε τὸν εἰδυλλιακὸ 2ο αἰ. (ἐποχὴ τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου, 161-180). Στὴν δεύτερη κρίση, ἔχουμε τὴν μεταφορὰ τῆς μεταπολεμικῆς καὶ ψυχροπολεμικῆς ἀνασφάλειας καὶ φόβου τοῦ ‘60 στὴν Ἀρχαιότητα, τὴν ἐποχὴ μετὰ τὸν Μάρκο Αὐρήλιο. Φαντάζομαι ὅτι ἡ δική μας ἐποχὴ κινδυνεύει παρομοίως νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς μιὰ ἐποχὴ «ἀπελευθέρωσης» καὶ εὐτυχίας ἢ ὡς ἐποχὴ στὴν ὁποία συντελέστηκε ἡ ὁριστικὴ ἐπανυποδούλωση στὸν ὁλοκληρωτισμό. 

Σὲ κάθε περίπτωση, νηστεῖες, ἀλουσία, θαύματα καὶ πραγμάτωση θεϊκῶν ἐντολῶν, συναξάρια καὶ παραμερισμὸς τῆς ἰατρικῆς, εἶναι παρόντα στὰ κείμενα τοῦ Αἴλιου Ἀριστείδη. Ὁ Αἴλιος Ἀριστείδης δὲν ἦταν κάποιος ὑποχόνδριος, ἀμόρφωτος θρησκόληπτος. Ἀλληλογραφοῦσε μὲ αὐτοκράτορες, τοῦ δόθηκαν ἀνωτερα ἀξιώματα, καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους ἐκπροσώπους τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς.

Πόπλιος Αἴλιος Ἀριστείδης, Ἱεροὶ Λόγοι, ἀποσπάσματα (μτφ. Γ. Γιατρομανωλάκης):

1.6
Ὁ θεὸς [Ἀσκληπιός] μὲ προστάζει ἀλουσία

1.55
Σύμφωνα μὲ ὅσα εἶδα [στὸ ὄνειρο], εἶχα τὴν ἰδέα πὼς ἔτσι δηλώνεται νηστεία […] Ὡστόσο, παρακαλοῦσα τὸν θεὸ [Ἀσκληπιό] νὰ δώσει σαφέστερα σημάδια τί πραγματικὰ ἐννοεῖ, νηστεία ἢ ἐμετό;

1.57
Αὐτὰ τὰ ὀνείρατα μοῦ παρουσιάστηκαν τὴν ὥρα ποὺ εἶχε φτάσει ὁ γιατρὸς καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ μοῦ προσφέρει βοήθεια μὲ ὅσες γνώσεις διέθετε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὰ ὄνειρα, ὡς μυαλωμένος ἄνθρωπος, ὑποχώρησε στὸν θεὸ [Ἀσκληπιό] καὶ ἀναγνωρίσαμε ποιὸς ἦταν ὁ ἀληθινὸς καὶ ὁ προσήκων ἰατρός μας καὶ ἐκτελούσαμε ὅσα εἶχε προστάξει. Πέρασα τὴ νύχτα χωρὶς καθόλου νὰ ὑποφέρω.

1.59
Ἔχω νὰ πάρω λουτρὸ πέντε συνεχόμενα χρόνια καὶ κάποιους μῆνες. Παραλείπω τὶς φορὲς ποὺ σὲ ὥρα χειμῶνος μὲ πρόσταξε [ὁ Ἀσκληπιός] νὰ χρησιμοποιῶ θάλασσα, ποταμοὺς ἢ πηγάδια.

1.62-63
Οἱ γιατροὶ φώναζαν καὶ πρότειναν τὰ πάντα […] Ὁ θεὸς ὅμως εἶχε διαφορετικὴ ἄποψη καὶ μοῦ εἶπε νὰ ἐπιδείξω ἀντοχὴ καὶ νὰ θρέψω τὸν ὄγκο. Καὶ προφανῶς δὲν ὑπῆρχε θέμα ἂν ἔπρεπε νὰ ἀκούσω τοὺς γιατροὺς ἢ τὸν θεό.

1.67-68
(μετὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ὄγκου) Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα οἱ γιατροὶ σταμάτησαν τὶς δικαιολογίες τους, ἐξέφραζαν γιὰ κάθε πράγμα τὸν ὑπερβολικό τους θαυμασμὸ ὅσον ἀφορᾶ τὴν πρόνοια τοῦ θεοῦ […] Ὑποστήριζαν ὅτι χρειαζόταν ἐξάπαντος ἐγχείρηση, διαφορετικὰ τὸ δέρμα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀρχικὴ κατάσταση. Πίστευαν μάλιστα ὅτι ὡς πρὸς αὐτὸ θὰ ἔδειχνα ὑποχωρητικότητα, ἀφοῦ εἶχαν ἤδη πραγματοποιηθεῖ ὅσα εἶχαν σχέση μὲ τὸν θεό. Ὁ θεὸς ὅμως οὔτε καὶ αὐτὸ τοὺς ἐπέτρεψε.

2.21
Ὅταν ἔφτασα στὸ ποτάμι,…ὄντας γεμάτος θέρμη ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ θεοῦ, πέταξα τὰ ροῦχα μου…κατευθύνθηκα ἐκεῖ ὅπου ἦταν τὸ βαθύτερο σημεῖο τοῦ ποταμοῦ. […] Ὅταν βγῆκα ἔξω… τὸ σῶμα μου ἦταν ὁλωσδιόλου ἀνάλαφρο. Μεγάλη ἦταν τότε ἡ βοὴ καὶ τῶν παρευρισκομένων καὶ ὅσων κατέφθαναν, φωνάζοντας: «Μέγας ὁ Ἀσκληπιός»

2.39-42
Τὰ παράτησαν καὶ οἱ γιατροί, τελικὰ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα… […] Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ Σωτήρας Ἀσκληπιὸς μὲ γυρίζει ἀπότομα πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ πλευρὰ τοῦ κρεβατιοῦ. Ἀμέσως σχεδὸν ἐμφανίζεται ἡ Ἀθηνᾶ…στὴν ἐμφάνιση ἴδια μὲ τὴν Ἀθηνᾶ τοῦ Φειδία στὴν Ἀθήνα. Ἀλλὰ καὶ ἡ αἰγίδα εὐωδίαζε γλυκύτατα […] ἡ θεὰ μὲ παρηγόρησε καὶ μὲ ἔσωσε

2.73
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ θεὸς συνιστοῦσε καὶ ὅριζε μὲ σαφήνεια τὴν ἴδια δίαιτα…αὐτὰ ἐπέφεραν στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή μου σωτηρία, δύναμη, ἀνακούφιση, ἀγαθὴ διάθεση καὶ ὅλα τὰ καλά. Ἐνῶ ὅταν κάποιος ἄλλος μὲ συμβούλευε χωρὶς νὰ ἐννοεῖ τὴ βούληση τοῦ θεοῦ, ὅλα αὐτὰ εἶχαν ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀποτελέσματα

2.77
Πάλι σὲ ἐποχὴ χειμωνιάτικη μὲ παγετὸ καὶ ψυχρότατο ἄνεμο μὲ διατάζει [ὁ Ἀσκληπιός] νὰ πάρω πηλό, νὰ περιχυθῶ μὲ αὐτόν, νὰ καθίσω στὴν αὐλὴ τοῦ ἱεροῦ Γυμνασίου καὶ νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Δία…Καὶ αὐτὰ ἔγιναν μπροστὰ σὲ πολλοὺς θεατές

3.9
Τοῦ εἶπα πάντως πὼς ὅσον ἀφορᾶ τὸ αἷμα μου δὲν ἔχω καμιὰ κυριότητα οὔτε νὰ κάνω οὔτε νὰ μὴν κάνω κάτι. Ἕως ὅτου ὁ θεὸς μὲ προστάζει νὰ τὸ ἀφαιρῶ, θὰ πρέπει νὰ τὸν ὑπακούω, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας.

3.15
…Ὁ θεὸς τοῦ παρουσιάστηκε σὲ ὄνειρο…καὶ τοῦ εἶπε, ἀναφερόμενος σὲ μένα, πὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀφαιρέσω τὰ κόκκαλά μου καὶ νὰ τοποθετήσω νεῦρα, ἐπειδὴ τὰ ὑπάρχοντα εἶχαν καταπονηθεῖ. […] Ὅμως ὁ θεὸς τοῦ εἶπε, σὰν παραμυθία καὶ ὁδηγία, πὼς δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀφαιρέσω ἀμέσως τώρα τὰ κόκκαλα...

3.34-36
Ἀπέφευγα ἐπίσης ὅλα τὰ λαχανικά […] Κάποτε μὲ πρόσταξε [ὁ Ἀσκληπιός] νὰ παίρνω ἀποκλειστικὰ μόνο μία τροφή. Κι ἐγὼ ἔτρωγα πετεινάρι, μολονότι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἦταν γιὰ μένα πολὺ δύσκολη. […] Ἕξι χρόνια ἐπίσης δὲν ἔτρωγα καθόλου ψάρι. Χοιρινὸ κρέας δὲν ξέρω πόσο καιρό. […] Μοῦ ἔδωσε [ὁ Ἀσκληπιός] φάρμακα καὶ γιὰ τὰ δόντια μου. Τὸ πρῶτο ἦταν τὸ ἑξῆς: «Πάρε ἕνα δόντι ἀπὸ λιοντάρι. Τρίψε το καλὰ καὶ μετὰ χρησιμοποίησέ το σὰν ὀδοντόσκονη»

3.41
Ἕξι μέρες περίπου προτοῦ ἀρχίσουν οἱ σεισμοί, μοῦ ἔδωσε [ὁ Ἀσκληπιός] ἐντολὴ νὰ κάνω θυσίες καὶ νὰ ἐγκαταστήσω βωμοὺς στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου τοῦ Ἄτυος. […] Μόλις εἶχαν ὅλα αὐτὰ τελειώσει ἦταν ποὺ χτύπησε ὁ σεισμὸς…Τίποτε δὲν ἔμεινε ὄρθιο…Ὅμως ψηλὰ πρὸς τὸν Ἄτυ ὁ σεισμὸς δὲν προχώρησε

4.50
…Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίστηκε τὸ ἱερὸ ἄγαλμα [τοῦ Ἀσκληπιοῦ] νὰ ἔχει τρία κεφάλια καὶ νὰ λάμπει ὁλόγυρα ἀπὸ φλόγες, ὅμως τὰ κεφάλια δὲν ἔλαμπαν. […] Τότε ὁ θεός, ἔχοντας τὸ σχῆμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται στὰ ἀγάλματά του, κάνει νεῦμα νὰ βγοῦμε ἔξω. Ἄρχισαν ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ προχωροῦν πρὸς τὴν ἔξοδο, κι ἔκανα κι ὁ ἴδιος στροφὴ γιὰ νὰ βγῶ, ὅμως ὁ θεὸς μοῦ δείχνει μὲ τὸ χέρι τοῦ νὰ παραμείνω. Περιχαρὴς…ἀναφώνησα «Ὁ Ἕνας!» ἐννοώντας τὸ θεό. Αὐτὸς ὅμως εἶπε «Ἐσὺ εἶσαι!» Γιὰ μένα, δέσποτα Ἀσκληπιέ, αὐτὴ ἡ παρατήρηση ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀνθρώπινο βίο, καὶ κάθε ἀρρώστια εἶναι κατώτερή της, καὶ κάθε χάρη κατώτερή της. Αὐτὴ ἡ προσφώνηση μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη καὶ τὴ θέληση νὰ ζήσω.