Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Τὸ δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα

Πηγή: wikipedia commons

 

Τὸ 912 (μετὰ τὸ Μάιο), ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Μυστικὸς γράφει στὸν πάπα Ἀναστάσιο Β΄ γιὰ τὸ ζήτημα τῆς τετραγαμίας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα Στ΄. Ὡστόσο, σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς ἀναφέρεται σὲ εὐρύτερα ζητήματα, ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὰ ὅρια τῆς γενικότερης ὑπακοῆς τῶν ὑπήκοων στὸν αὐτοκράτορα κι ὄχι σὲ σχέση μὲ τὰ ὁριζόμενα ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες γιὰ τὸ γάμο. Πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στὸν αὐτοκράτορα μόνο ἐφόσον αὐτὸς προάγει τὸ γενικὸ καλό, ὑποστηρίζει ὁ Νικόλαος. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔχει ἑρμηνευθεῖ ὡς δικαιολόγηση γιὰ τὸ «νόμιμο δικαίωμα τῆς ἐπανάστασης» κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα. Περισσότερο φαίνεται ὡς δικαιολόγηση τοῦ δικαιώματος στὴν πολιτικὴ ἀνυπακοή. Ὡστόσο, τὰ ὅρια μεταξὺ ἀνυπακοῆς καὶ ἐξέγερσης πρακτικὰ ἦταν κάπως συγκεχυμένα κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Μπορεῖ ἡ θεωρία τοῦ πατριάρχη νὰ προτείνει τὴν ἀνυπακοὴ ἕως καὶ τὴ θανάτωση ἀπὸ τὸν κακὸ αὐτοκράτορα· γιὰ κάποιους, λιγότερο λόγιους, ἡ ἀνυπακοὴ ἀναγκαστικά, δηλαδὴ προκειμένου νὰ μὴν τοὺς ὁδηγήσει στὸ θάνατο, ὁδηγοῦσε στὴν ἐπανάσταση. Ἄλλωστε, ὁ «ἀπόλυτος μονάρχης» Ἰουστινιανός, ἐνσωμάτωσε ἕνα προγενέστερο νόμο τοῦ 429 (Ἰουστινιανὸς Κώδικας 1.14.4), ποὺ λέει ρητά: «Εἶναι ἄξια τοῦ μεγαλείου ἑνὸς αὐτοκράτορα ἡ ὁμολογία τοῦ ἡγεμόνα ὅτι δεσμεύεται ἀπὸ τοὺς νόμους. Τόση μεγάλη συνάφεια ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ κύρος μας καὶ στὸ κύρος τῶν νόμων. Κι ἀλήθεια, τὸ νὰ ὑποτάσσεται ἡ ἐξουσία στοὺς νόμους εἶναι ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας»· ἡ ἐξουσία τοῦ ἡγεμόνα πηγάζει καὶ ἀπὸ τὸ λαό, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰουστινιανὸ πάλι (Πανδέκτης 1.4.1), γιατὶ ὁ λαὸς εἶναι ποὺ ἔχει μεταβιβάσει στὸν ἡγεμόνα ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ ἰσχύ (populus ei et in eum omne suum imperium et potestatem conferat).

Νά τί γράφει ὅμως ὁ πατριάρχης Νικόλαος τὸν 10ο αἰώνα:

Ἡ βασιλεία εἶναι πράγματι ἕνα μεγάλο πράγμα, καὶ εἶναι σωστὸ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς βασιλεῖς, καὶ νὰ μὴν ἀντιστεκόμαστε στὶς ἀποφάσεις τους.  Ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκεῖνες τὶς ἀποφάσεις ποὺ ἐπιδεικνύουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος. Μᾶς προστάζει (ὁ βασιλέας) νὰ πράξουμε δίκαια; Αὐτὲς εἶναι ἀληθινὰ βασιλικὲς διαταγές, καὶ σ’ αὐτὲς δὲν πρέπει νὰ φέρνουμε ἀντίρρηση. Κελεύει ὁ βασιλιὰς νὰ πάρουμε τὰ ὅπλα κατὰ τῶν ἐχθρῶν; Ἀποφασίζει ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ συνεισφέρουμε κάτι γιὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια; Πρέπει τότε νὰ ὑπακούσουμε τὴν ἀπόφασή του μὲ προθυμία. Μᾶς προστάζει νὰ κάνουμε ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ φέρει δύναμη καὶ τιμὴ στὴν ἐξουσία του καὶ στοὺς ὑπηκόους του; Πρέπει νὰ ἐκτελέσουμε γρήγορα τὴν προσταγή του. Αὐτὰ εἶναι τὰ καθήκοντα τοὺ βασιλέα, καὶ εἶναι ἀναγκαῖο, εἶναι μᾶλλον ἀπαραίτητο, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀκοῦμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐὰν μᾶς προστάξει (αὐτὰ τοῦ προτείνει ὁ διάβολος) νὰ ἀσεβήσουμε πρὸς τὸ Θεό; Αὐτὸ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ βασιλικὸ οὔτε πρέπει νὰ ὑπακούσουμε, ἀλλὰ νὰ δοῦμε τὴν προσταγὴ ὡς ἀσεβὴ καὶ προερχόμενη ἀπὸ ἀσεβὴ ἄνδρα. Ἂν μᾶς κελεύσει νὰ συκοφαντήσουμε, νὰ φονεύσουμε ἕναν ἄλλον μὲ δόλο, νὰ διαφθείρουμε τὸ γάμο τρίτου, ἢ νὰ ἁρπάξουμε ἀδικαιολόγητα τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἄλλου; Ἀλλὰ οὔτε αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τὰ ἔργα ἑνὸς λωποδύτη, κι ἑνὸς συκοφάντη, κι ἑνὸς μοιχοῦ, ἑνὸς ἅρπαγα. Κι ἂν ἀγαποῦμε τὸν Θεό, καὶ τιμοῦμε τὸ θεῖον καὶ τὴν ἐπίγεια βασιλεία ποὺ αὐτὸς μᾶς ἔδωσε, δὲν θὰ ὑπακούσουμε σὲ αὐτὲς τὶς μιαρὲς ἐντολές, ἀλλὰ θὰ προτιμήσουμε νὰ χάσουμε τὴ ζωή μας παρὰ νὰ ὑπηρετήσουμε αὐτὸν ποὺ μᾶς προστάζει ὅλα αὐτά. Κι ὅμως –ἀλίμονο γιὰ τὴν ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ χειρότερο– οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θέλουν νὰ εἶναι ὑπηρέτες τῆς κακίας.

Ἀγνοεῖς ὅτι ὁ ἀρχόμενος θὰ δεῖ φυσιολογικὰ στὸν ἄρχοντά του ἕνα πρότυπο; Τί ἐννοῶ; Ἀκόμη κι ὅπου ὁ ἄρχοντας ζεῖ μὲ κάθε κοσμιότητα, ὁ ὑπήκοος ἔχει τὴν τάση αυτὴ νὰ κάνει τὸ ἀντίθετο, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης προδιάθεσης πρὸς τὸ ποταπὸ καὶ τὸ ὑλικό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τίθενται οἱ νόμοι, γιατὶ τὸ παράδειγμα ἑνὸς καλοῦ ἄρχοντα δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ κάνει καλύτερους τοὺς ἀνθρώπους, κι ἔτσι ἀπὸ τὸ φόβο τῶν νόμων νὰ συγκρατηθοῦν ἀπὸ τὴν κακὴ προαίρεσή τους, καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ καλὸ ἀκούσια. Ὁ Θεὸς φέρνει κάποιον στὴν ἐξουσία, βασιλικὴ καὶ ἄλλη, ὄχι μὲ σκοπὸ ὁ ἄρχοντας, δεδομένου ὅτι ἔχει δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτοεξευτελιστεῖ καὶ ἀτιμάσει Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος τῶν δόξασε, οὔτε προκειμένου νὰ καταδείξει ὅτι ἡ θεία κρίση ἔσφαλε διαλέγοντάς τον, ἀλλὰ προκειμένου, διὰ μέσου τῆς δικῆς του ἀρετῆς, νὰ δειχθεῖ ἄξιος τῆς θείας κρίσης, ὥστε νὰ ἀποτελέσει ἀφορμὴ καὶ νὰ δοξαστεῖ ὁ Θεός, καὶ ὁ ἴδιος (νὰ δοξαστεῖ) περισσότερο. Κι ἂν κάποιος, ἐπειδὴ ἔλαβε περισσότερη τιμὴ ἀπὸ τιμὴ ἐκ Θεοῦ, νομίσει ὅτι γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν ἔχει περισσότερη ἐξουσία νὰ καταφρονήσει τὴν τιμὴ τῶν θεϊκῶν νόμων, ἀσυναίσθητα γίνεται ὅπως ἐκεῖνα τὰ κτήνη ποὺ γίνονται ἀγριότερα ἀπὸ τὴν πολλὴ τροφή. Εἶναι κακό, εἶναι ἡ πιὸ κακὴ ἄποψη τὸ νὰ πεῖς «Ἐπειδὴ εἶναι αὐτοκράτορας» τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἁμαρτήσει μὲ τρόπο τὸν ὁποῖο δὲν θὰ κανεὶς δὲν θὰ ἐπέτρεπε στοὺς ὑπηκόους του. «Οἱ ἄρχοντες θὰ κριθοῦν μὲ αὐστηρότητα» (Σοφία Σολομώντος 6.6.), λέει ὁ λόγος τῶν σοφῶν. Κι ἂν εἶναι ἔτσι, ποῦ βρίσκεται χῶρος γιὰ ἀνοχὴ ἐκ μέρους μας; Ἐὰν ἕνας στρατιώτης καὶ ὁ στρατηγός του σφάλουν τὸ ἴδιο, ἐγώ, ἀπὸ τὴ μεριά μου, δὲν θεωρῶ σωστὸ νὰ ἐφαρμοστεῖ ἡ ἴδια τιμωρία καὶ γιὰ τοὺς δύο. Ὁ στρατηγὸς θὰ τιμωρηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς τιμῆς ποὺ λαμβάνει, καὶ ὁ στρατιώτης ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τοῦ βαθμοῦ του. Ὁ ναύτης κι ὁ καπετάνιος, ἢ ἂν θὲς ὁ κύριος καὶ ὁ ὑπηρέτης, ἐὰν ὑποπέσουν στὸ ἴδιο παράπτωμα, δὲν θὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἴδια καταδίκη…

 

Ἐπιστολή 32.309-354, τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Νικόλαος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως περὶ τῆς παραλόγως δεχθείσης τετραγαμίας παρὰ Ῥωμαίοις, ἔκδ. R. Jenkins – L. Westerink, Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters [CFHB 6], Dumbarton Oaks, Washington D.C. 1973.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.