Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Δὲν εἶναι καιρὸς γιὰ ὅρκους ἀλλὰ γιὰ φόνους

Ὅταν ὁ Μιχαὴλ ἀπὸ τὸ Ἀμόριο καταγγέλθηκε γιὰ τὴ στάση του ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Ἀρμένιου, καὶ ὁμολόγησε ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ,

ἀποφασίστηκε νὰ θανατωθεῖ στὴν πυρὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὸν κλίβανο τοῦ ἀνακτορικοῦ λουτροῦ, καὶ μάλιστα νὰ παρακολουθεῖ τὴ σκηνὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς. Ἔτσι, πῆρε δεμένος τὸν δρόμο γιὰ τὸν θάνατο, ἐνῶ ἀκολουθοῦσε ὁ βασιλιὰς ποὺ ἤθελε νὰ δεῖ τὴ σκηνή.

Ὅμως, ἡ ἡμέρα τῆς ἐκτέλεσης ἦταν τὰ Χριστούγεννα τοῦ 820, καὶ ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδοσία τοῦ εἶπε ὅτι μὲ αὐτὰ ποὺ κάνει δὲν σέβεται τέτοια μέρα. Αὐτὸς ἄλλαξε γνώμη καὶ ἀποφάσισε νὰ χαρίσει τὴ ζωὴ στὸ Μιχαήλ. Διέταξε ὅμως νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν στὰ πόδια.

Ὁ Μιχαὴλ ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του σὲ κάποιον Θεόκτιστο, πράγμα ποὺ τοῦ ἐπετράπη. Στὴν πραγματικότητα, τὸν ἔβαλε νὰ φοβερίσει τοὺς συνεργάτες του στὴ συνωμοσία, ὅτι θὰ τοὺς πρόδιδε στὸν Λέοντα. Αὐτοὶ τρομοκρατημένοι, μεταμφιέστηκαν σὲ κληρικοὺς καὶ μπῆκαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς στὸ παλάτι γιὰ νὰ τελέσουν στὴν ἐκκλησία τὴ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων.

Ἔχοντας πάνω τους κρυμμένα μαχαίρια, χώθηκαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ σημεῖο τῆς ἐκκλησίας καὶ περίμεναν τὸ σύνθημα. Ὅταν κόντευε νὰ τελειώσει ἡ λειτουργία -ὁ βασιλιὰς ἦταν ἤδη ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ δυνατὴ φωνή του ἔψελνε ὅπως συνήθως τὸ “τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ”- τότε οἱ συνωμότες ὅρμησαν μεμιᾶς. Ἀπέτυχαν ὅμως στὴν πρώτη τους ἐπίθεση· ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὸν ἐπικεφαλῆς τῶν κληρικῶν εἴτε ἐξαιτίας τῆς σωματικῆς του ὁμοιότητας μὲ τὸν αὐτοκράτορα εἴτε ἐξαιτίας τοῦ ἴδιου καλύμματος ποὺ φοροῦσαν στὸ κεφάλι. Γιατὶ ἦταν χειμώνας κι ἔκανε κρύο καὶ ἀντιμετώπιζαν τὴν παγωνιὰ ντυμένοι βαριὰ καὶ μὲ τὰ κεφάλια σκεπασμένα μὲ πολὺ μυτερὰ καπέλα. Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ κλήρου πάντως ἀπομάκρυνε τὸν κίνδυνο βγάζοντας τὸ καπέλο του καὶ σιγουρεύοντας τὴ σωτηρία του μὲ τὴ φαλάκρα του. Στὸ μεταξὺ ὁ βασιλιὰς κατάλαβε τὸ κακόβουλο σχέδιο, μπῆκε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ κι ἁρπάζοντας τὴν ἁλυσίδα τοῦ θυμιατοῦ ἤ, ὅπως λένε ἄλλοι, ἕναν σταυρὸ ἀπέκρουε τὰ χτυπήματα. Οἱ συνωμότες ὅμως ὁρμοῦσαν ὅλοι μαζὶ κι ὄχι ἕνας ἕνας, καὶ χτυπώντας τον ἄλλος στὸ κεφάλι, ἄλλος στὰ σωθικὰ κι ἄλλος σ' ἄλλο σημεῖο τοῦ σώματος τοῦ προκαλοῦσαν βαριὰ τραύματα. Γιὰ κάποιο διάστημα ἄντεξε ἀποκρούοντας τὰ χτυπήματα τῶν σπαθιῶν μὲ τὸν θεῖο σταυρό· αὐτοὶ ὅμως τὸν χτυποῦσαν ἀπὸ παντοῦ σὰν νὰ ἦταν θηρίο. Ἔτσι, ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς πληγές, ὅταν εἶδε ἕναν πελώριο ἄνδρα ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ τοῦ δώσει τὸ τελειωτικὸ χτύπημα, τὸν ἐξόρκισε στὸ ὄνομα τῆς θείας χάρης τοῦ ναοῦ καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ τὸν λυπηθεῖ. Ὁ γενναῖος αὐτὸς ἄνδρας καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Κραμβωνιτῶν. Εἶπε στὸν Λέοντα: “εἶναι καιρὸς γιὰ φόνους κι ὄχι γιὰ ὅρκους”, καὶ τοῦ κατάφερε ἕνα φοβερὸ χτύπημα στὸ χέρι, ποὺ τοῦ τὸ ἔκοψε ἀπὸ τὴν κλείδα καὶ μαζὶ ἔκοψε καὶ τὴν κεραία τοῦ σταυροῦ. Ὅταν ἀποκαμωμένος πιὰ ἀπὸ τὰ χτυπήματα ἔπεσε στὰ γόνατα, κάποιος τοῦ ἔκοψε καὶ τὸ κεφάλι.

Ὁ περίβολος τοῦ παλατιοῦ ἦταν περιτριγυρισμένος ἀπὸ ἔνοπλους τοῦ Μιχαήλ. Κατόπιν,

Πῆραν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ τὴ σύζυγο τοῦ Λέοντα μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της, τὸν Συμβάτιο, ποὺ κατὰ τὴν ἀνάρρησή του εἶχε μετονομαστεῖ Κωνσταντίνος, τὸν Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Θεοδόσιο, τοὺς ἔβαλαν σ' ἕνα πλοιάριο καὶ τοὺς πῆγαν στὴ νῆσο Πρώτη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τοὺς εὐνούχισαν ὅλους, ὁ Θεοδόσιος πέθανε καὶ τάφηκε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ μεταξύ, ὁ Μιχαὴλ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴ φύλαξη τοῦ παπία καὶ μὲ τὰ πόδια ἀκόμη ἁλυσοδεμένα, ἀφοῦ τὰ κλειδιὰ τὰ εἶχε κρύψει ὁ Λέων στὸν κόλπο του, κάθισε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ἔτσι ὅπως ἦταν, μὲ τὶς ἁλυσίδες, καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκονταν στὰ ἀνάκτορα τὸν ἀνακήρυξαν βασιλιὰ καὶ τὸν προσκύνησαν.

Μετάφραση Εὔδοξος Τσολάκης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.