|
Jacques-Louis David. La Mort de Socrate 1787). Πηγή: wikipedia |
Πρωταγόρας
«Εξαιτίας της
δήλωσης του Πρωταγόρα στο βιβλίο του
Περί θεών ότι δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί, οι Αθηναίοι τον έδιωξαν από
την πόλη και έκαψαν τα βιβλία του στην Αγορά, αφού πρώτα έβγαλαν κήρυκα
και τα μάζεψαν ένα-ένα από όσους είχαν
αντίτυπα» («"περὶ μὲν
θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι οὔθ' ὡς εἰσίν, οὔθ' ὡς οὐκ εἰσίν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα
εἰδέναι, ἥ τ' ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου."διὰ
ταύτην δὲ τὴν ἀρχὴν τοῦ συγγράμματος ἐξεβλήθη πρὸς Ἀθηναίων· καὶ τὰ βιβλία
αὐτοῦ κατέκαυσαν ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὑπὸ κήρυκι ἀναλεξάμενοι παρ' ἑκάστου τῶν
κεκτημένων», Διογένης Λαέρτιος, IX, 52).
«Κι ο Πρωταγόρας ως
γνωστόν εξορίστηκε» (Πλούταρχου, Νικίας, 23).
«Είναι τολμηρό να υποθέσουμε πως δεν έγιναν άλλες διώξεις πέρα από τις
περιπτώσεις που συνέβηκε να ακούσουμε οι ίδιοι. Οι μελετητές δεν έχουν προσέξει
αρκετά αυτό που ο Πλάτωνας βάζει τον Πρωταγόρα να λέει (Πρωταγόρας,
316C-317B), δηλ. για τους κινδύνους που συνοδεύουν το επάγγελμα των σοφιστών,
που τους εκθέτει "σε μεγάλες αντιζηλίες και έχθρες και κάθε λογής
διωγμούς, έτσι που οι περισσότεροι θεώρησαν αναγκαίο να δουλεύουν
χρησιμοποιώντας προπέτασμα". Ο ίδιος έχει την προσωπική του ασφάλεια (τη
φιλία του Περικλή;), που τον έχει διαφυλάξει μέχρι τώρα » (E.R. Doods, Οι
Έλληνες και το παράλογο, σ. 276, σημ. 68).
Ο φιλόσοφος Ανάξαρχος θανατώθηκε από τον τύραννο Νικοκρέοντα. Αυτός τον έβαλε σε ένα μεγάλο γουδί και διέταξε να τον λειώσουν με σιδερένιους κόπανους (Διογένης Λαέρτιος, IX, 59).
-Ο φιλόσοφος Ζήνων ο Ελεάτης θανατώθηκε από τον τύραννο Νέαρχο (Διογένης Λαέρτιος, IX, 26).
-Ο φιλόσοφος Ξενοφάνης εξορίστηκε από τους κατοίκους της πατρίδας του (Διογένης Λαέρτιος, IX, 18).
-Οι Πυθαγόρειοι κυνηγήθηκαν άγρια όπως κι ο ίδιος ο Πυθαγόρας (βλ. Πορφύριου, Πυθαγόρου βίος, 56-57).
Για την εξαφάνιση του έργου του Δημόκριτου αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς ότι πρωτοστατούσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Συγκέντρωσε τα βιβλία του Δημόκριτου και θέλησε να τα κάψει. «Μα ο Αμύλκας και ο Κλεινίας, δύο Πυθαγόρειοι, το εμπόδιζαν, λέγοντάς του ότι δεν έχει τίποτα να ωφεληθεί επειδή πολλοί τώρα πια έχουν στα χέρια τους βιβλία του Δημόκριτου» (Διογένης Λαέρτιος, IX, 40).
Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Βαλέριο Μάξιμο (6, 3, 1), απαγόρευσαν τα βιβλία του Αρχίλοχου, επειδή αυτός σάρκαζε το σπαρτιατικό πνεύμα. Τα ίδια λέει κι ο Πλούταρχος (Παλαιά Λακ. επιτηδ., 239b). «Εύλογα λοιπόν πολλές πόλεις και προπάντων η πόλη των Λακεδαιμονίων, όπως λέει ο Χαμαιλέοντας στο έργο του Περί Σιμωνίδου, δε δέχονται ούτε τη φιλοσοφία ούτε τη ρητορική» (Αθηναίος, ΙΓ’, 611a).
«Ο Αναξαγόρας μηνύθηκε για ασέβεια επειδή διακήρυσσε ότι ο ήλιος είναι
μια διάπυρη μεταλλική μάζα, και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 5 ταλάντων και
εξορία. Κατά άλλους καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο» («Σωτίων μὲν γάρ φησιν ἐν τῇ Διαδοχῇ τῶν φιλοσόφων ὑπὸ
Κλέωνος αὐτὸν ἀσεβείας κριθῆναι, διότι τὸν ἥλιον μύδρον ἔλεγε διάπυρον·
ἀπολογησαμένου δὲ ὑπὲρ αὐτοῦ Περικλέους τοῦ μαθητοῦ, πέντε ταλάντοις ζημιωθῆναι καὶ
φυγαδευθῆναι. Σάτυρος δ' ἐν τοῖς Βίοις ὑπὸ Θουκυδίδου φησὶν
εἰσαχθῆναι τὴν δίκην, ἀντιπολιτευομένου τῷ Περικλεῖ· καὶ οὐ μόνον ἀσεβείας ἀλλὰ
καὶ μηδισμοῦ· καὶ ἀπόντα καταδικασθῆναι θανάτῳ. Ἕρμιππος δ' ἐν τοῖς Βίοις φησὶν
ὅτι καθείρχθη ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τεθνηξόμενος», Διογένης Λαέρτιος, II,
12-13).
«Μια κοινωνία», γράφει ο Doods (Οι Έλληνες και το παράλογο, σ. 275, σημ. 63), «που
απαγόρεψε στον ένα να περιγράψει τον ήλιο ως υλικό φαινόμενο και στον άλλο να
εκφράσει αμφιβολία για την ύπαρξη των θεών, σίγουρα δεν επέτρεπε "απόλυτη ελευθερία της σκέψης"».
«Ο Πρόδικος ο Κείος, φιλόσοφος και σοφιστής, σύγχρονος του Δημοκρίτου,
μαθητής του Πρωταγόρα, πέθανε στην Αθήνα, αφού του έδωσαν να πιεί κώνειο, με το
αιτιολογικό ότι διέφθειρε τους νέους» (Σούδα). Σχετικά πρβ. Αριστοφάνης, απ.
490: τοῦτον τὸν ἄνδρ’ ἢ
βυβλίον διέφθορεν ἢ Πρόδικος ἢ τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις. Ο Πλάτων στο
διάλογο Ερυξίας 399a λέει πως κάποτε οι Αθηναίοι έδιωξαν
τον Πρόδικο από το Λύκειο, γιατί δίδασκε στους νέους πράγματα που δεν έκανε.
-Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο επονομαζόμενος Άθεος, που έζησε στο α΄ μισό
του 3ου π.Χ. αι. κατά τον Διογένη Λαέρτη (II, 101-102) αφού
εξορίστηκε για τη διδασκαλία του από την Αθήνα, κατέφυγε στην αυλή του
Πτολεμαίου, και έπειτα στην Κυρήνη, ξανά εξορίστηκε, για να καταφύγει ξανά στην
Ελλάδα: «Κάποτες που ο Θεόδωρος είχε καθίσει πλάι στον ιεροφάντη Ερυκλείδη, τον
ρώτησε: "δε μου λες, Ευρυκλείδη, ποιοι είναι οι ασεβείς προς τα μυστήρια;".
Και αφού αυτός του απάντησε "εκείνοι που τα αποκαλύπτουν στους
αμύητους", "κι εσύ", του είπε, "είσαι ασεβής, αφού τα
εξηγείς στους αμύητους". Παρά λίγο να προσαχθεί στον Άρειο Πάγο, αν δεν
τον γλίτωνε ο Δημήτριος ο Φαληρεάς. Ο Αμφικράτης όμως, στο Περί ενδόξων
ανδρών βιβλίο του, λέει ότι καταδικάστηκε να πιεί το κώνειο. (...)
"Δεν μου λες, Θεόδωρε", του είπε, "εσύ δεν είσαι που σ’ έδιωξαν
από την Αθήνα;". "Σωστά είσαι πληροφορημένος", του είπε˙
"πράγματι η πόλη των Αθηναίων, επειδή δεν μπορούσε να με υποφέρει, με
πέταξε, όπως η Σεμέλη τον Διόνυσο". (...) Την πρώτη φορά που τον εξόρισαν
είπε τούτο: "καλά κάνετε, άνδρες Κυρηναίοι, που με εξορίζετε από τη Λιβύη
στην Ελλάδα"» (Διογένης Λαέρτιος, II, 103).
Ο Διαγόρας ο Μήλιος
«Τούτος μάλιστα έχει γίνει πολύ ασεβέστερος από τον Διαγόρα. Διότι εκείνος [= ο
Διαγόρας ο Μήλιος] διέπραξε ασέβεια δια του λόγου εναντίον ξένων ιερών και
γιορτών» (Λυσία, Κατ’ Ανδοκίδου ασεβείας, 17).
«Ο Διαγόρας, που
επονομάστηκε άθεος, επειδή συκοφαντήθηκε για ασέβεια και φοβήθηκε την απόφαση
του δήμου, έφυγε από την Αττική. Οι Αθηναίοι τον επικήρυξαν και όρισαν ένα
τάλαντο αμοιβή για το κεφάλι του Διαγόρα» (Διόδωρος Σικελιώτης, 13, 6, 7).
«Σήμερα κι όλας φέρνουμε πρώτη-πρώτη εμπρός σας την προκήρυξη που λέει:
"Αν κάποιος από σας σκοτώση τον Διαγόρα τον Μήλιο, να παίρνει αμοιβή ένα
τάλαντο"..» (Αριστοφάνη, Όρνιθες, στ. 1071-1073).
«Τὰ δὲ μυστήρια [ὁ Διαγόρας] οὕτως
ηὐτέλιζεν ὡς πολλοὺς ἐκτρέπειν τῆς τελετῆς. τοῦτο οὖν ἐκήρυξαν κατ’ αὐτοῦ
Ἀθηναῖοι, καὶ ἐν χαλκῇ στήλῃ ἔγραψαν τῷ μὲν ἀποκτείναντι τάλαντον λαμβάνειν, τῷ
δὲ ἄγοντι δύο. (...) ἐκυρχήχθη δὲ τοῦτο διὰ τὸ ἀσεβὲς αὐτοῦ, ἐπεὶ τὰ μυστήρια
πᾶσι διηγεῖτο, κοινοποιῶν αὐτὰ καὶ μικρὰ ποιῶν, καὶ τοὺς βουλομένους μυεῖσθαι
ἀποτρέπων» (Σούδα, λ. Διαγόρας).
-Ο Στίλπων ο Μεγαρεύς δικάστηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια προς τα
μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία: «Αυτός, λένε, ρώτησε κάποτε έτσι για
το άγαλμα της Αθηνάς που είχε φτιάξει ο Φειδίας: "Είναι θεός η Αθηνά, η
κόρη του Δία;", και σαν του είπαν "ναι", "μα αυτή δεν είναι
του Δία, είναι του Φειδία", αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε:
"άρα δεν είναι θεός". Αλλά για την κουβέντα του αυτή προσήχθη ενώπιον
του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι τα είπε, αλλά υποστήριξε ότι σωστά
μίλησε: "γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες
είναι θεοί". Ωστόσο οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την
πόλη. Τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε κοροϊδευτικά: "Κι από πού το ξέρεις
αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες;"» (Διογένης
Λαέρτιος, II, 116).
-Η Ασπασία κατηγορήθηκε (δικάστηκε) για ασέβεια προς την θρησκεία της Αθήνας (Πλούταρχου Περικλής, 32· Αθηναίος ΙΓ’, 589e).
-Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον Κλέωνα (Σάτυρου, Βίος
Ευριπίδου, απ. 39· Αριστοτέλη, Ρητορική,
1416a· Πλούταρχου, Περί ποιημ ακούειν, 19· Σένεκας,
επιστολή 116).
Γράφει ο Αριστοφάνης (στ. 1506-1509) με το στόμα του Στρεψιάδη ο οποίος απευθύνεται
προς τους σοφιστές και τους φιλόσοφους: «Τι σας έπιασε και τόση στους θεούς
ασέβεια δείχνετε, / του φεγγαριού τον πισινό ψάχνετε να βρείτε; / Διώξ’
τους, ρίξ’ τους, βάρα τους, γιατί πολλά ‘χουνε κάνει, / το πιο πολύ,
το ξέρω, ζητούσαν τους θεούς να βλάψουν».
«Ο
Αριστοτέλης ήρθε στην Αθήνα και ήταν επικεφαλής της σχολής του για δεκατρία
χρόνια και μετά αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, επειδή κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδοντα
τον ιεροφάντη για ασέβεια, ή, σύμφωνα με τον Φαβωρίνο στην Παντοδαπή ιστορία
του, από τον Δημόφιλο» (Διογένης Λαέρτιος, V, 5).
Ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο,
ο Θεόφραστος, επίσης κατηγορήθηκε
για ασέβεια («Ἁγνωνίδης
τολμήσας ἀσεβείας αὐτὸν γράψασθαι» Διογένης Λαέρτιος, V, 37).
-Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή αποκάλυψε μερικά από τα
μυστικά των Μυστηρίων σε κάποιο από τα έργα του. (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια
1111a 9-10).
«Ο
Αισχύλος ο τραγωδός κρίθηκε ένοχος για ασέβεια, λόγω ενός δράματός του. Κι ενώ
ήταν έτοιμοι οι Αθηναίοι να τον λιθοβολήσουν, ο Αμεινίας, ο νεώτερος αδερφός
του, τους έδειξε το χέρι του, το οποίο δεν είχε καρπό. Είχε αριστεύσει στη
ναυμαχία της Σαλαμίνας ο Αμεινίας χάνοντας τον καρπό του και ήταν πρώτος των
Αθηναίων. Επειδή είδαν οι δικαστές το πρόβλημά του, θυμήθηκαν τα κατορθώματά
του και άφησαν τον Αισχύλο» (Αιλιανού Ποικίλη Ιστορία, 5, 19).
Ο φιλόσοφος Καλλισθένης θανατώθηκε από τον Αλέξανδρο επειδή ήταν ο μόνος που δε δεχόταν να τον προσκυνά σύμφωνα με το ταπεινωτικό για τους Έλληνες και ειδικά τους Μακεδόνες έθιμο (Πλούταρχου, Αλέξανδρος, 53-55). «Άλλοι λένε ότι πέθανε, αφού τον κρέμασε ο Αλέξανδρος, άλλοι όμως ότι αρρώστησε όπως ήταν δεμένος με αλυσίδες» (ό.π., 55, 9).
οι
Επικούρειοι
«Στην Κρήτη, οι
Λύκτιοι έδιωξαν μερικούς από τους Επικούρειους που ήταν εκεί, και ψηφίστηκε
νόμος στην τοπική διάλεκτο για αυτούς που επινόησαν την θηλυκή και αγενή και
αισχρή σοφία και έχουν κηρυχθεί δημόσια εχθροί των θεών της Λύκτου. Και
αν κάποιος έφτανε έχοντας θράσος και δεν έδινε καμιά σημασία σε όσα έλεγε ο
νόμος, έπρεπε αυτός να δεθεί στο ζυγό κοντά στο βουλευτήριο (διοικητήριο) για
είκοσι ημέρες αφού είχε αλειφθεί γυμνός με γάλα και μέλι, ώστε να γίνει δείπνο
για τις μέλισσες και τις μύγες και να τον σκοτώσουν στο χρόνο που αναφέρθηκε. Κι
αν αφού είχε περάσει αυτός ο χρόνος ζούσε ακόμα έπρεπε να τον ρίξουν στον γκρεμό
αφού τον έντυναν με γυναικείο ένδυμα» (Αιλιανού Αποσπάσματα 39).
«Έδιωξαν τους Επικούρειους από τη Ρώμη με κοινή απόφαση της βουλής. Και οι Μεσσήνιοι της ίδιας φιλοσοφικής σχολής τους οπαδούς τούς έδιωξαν, αποκαλώντας τους διαφθορείς των νέων και κηλίδα της φιλοσοφίας εξαιτίας της αθεότητάς τους. Και τους πρόσταξαν να φύγουν έξω από τα όρια της Μεσσηνίας πριν δύσει ο ήλιος» (Αιλιανού Αποσπάσματα 39). Τα ίδια αναφέρει κι ο Αθηναίος (XII, 547ab).
«Όταν βρήκε (ο Αλέξανδρος) τις Κύριες Δόξες του Επίκουρου, που (...) περιέχει συνοπτικά τα βασικά σημεία της φιλοσοφίας του, το πήγε στο κέντρο της αγοράς και το έκαψε πάνω σε ξύλα συκιάς καίγοντας έτσι δήθεν και τον ίδιο. Μετά έριξε τη στάχτη στη θάλασσα λέγοντας μάλιστα το χρησμό: ξορκίζω τις αντιλήψεις του τυφλού γέροντα πυρπολώντας τες» (Λουκιανού, Αλέξανδρος ή ψευδομάντης, 47). Αλλού (ό.π., 38): «Κατά την πρώτην ημέραν εγίνετο προκήρυξις, όπως εις τας Αθήνας, λέγουσα· Πας Χριστιανός ή Επικούρειος, όστις έρχεται να κατασκοπεύση τα ιερά όργια, ας φύγη, οι δε πιστεύοντες εις τον θεόν ας μείνωσι και ας τελέσωσι τας εορτάς ευτυχείς. Έπειτα εξεδιώκοντο οι βέβηλοι και ο Αλέξανδρος ελάμβανε την πρωτοβουλίαν αναφωνών· "Έξω οι Χριστιανοί", το δε πλήθος όλον αντεφώνει· "Έξω οι Επικούρειοι"» και (ό.π., 45) «…Αυτά είπεν ο Επικούρειος, ο δε Αλέξανδρος αγανακτήσας διά την κατηγορίαν και μη υποφέρων τον αληθή εκείνον ονειδισμόν, διέταξε τους παρόντας να τον λιθοβολήσουν, άλλως και αυτοί θα ήσαν εξ ίσου ασεβείς και άξιοι να ονομασθούν Επικούρειοι. Και το μεν πλήθος ήρχισε να τον πετροβολή»
Ο Σωτάδης ο Μαρωνίτης καταδικάστηκε σε φυλάκιση και τελικά εκτελέστηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (Αθηναίος, 621A).
Ένας μαθητής του Θεόδωρου του Άθεου, ο Ηγησίας, δίδασκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά ο Πτολεμαίος Β’ απαγόρευσε τις διαλέξεις του.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πτολεμαίου ΣΤ’ και του αδελφού του Ευεργέτου Β’, τον 2ου π.Χ. αι., θύματα των διώξεων του τελευταίου υπήρξαν και μέλη του Μουσείου, τα οποία υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αλεξάνδρεια (Μενεκλής ο Βαρκαίος, FGH 270 F9).
Ο Ζωίλος από την Αμφίπολη διώχθηκε από την Αλεξάνδρεια από τους Πτολεμαίους εξαιτίας της οξύτατης επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον του Ομήρου (Σουίδας, λ. Ζωίλος).
Ο βασιλιάς Αντίοχος απέλασε απ’
το βασίλειό του όλους τους φιλόσοφους (Αθηναίος, XII, 547b).
«Ο βασιλιάς Λυσίμαχος σας έδιωξε [= τους φιλοσόφους] από το
δικό του βασίλειο, όπως λέει ο Καρύστιος στα Ιστορικά υπομνήματά του» (Αθηναίος, ΙΓ, 610e).
Το ίδιο έπραξαν και οι Αθηναίοι:
«Ο Άλεξης λοιπόν στον Ίππο του λέει (…) Οι θεοί ας δίνουν πολλά αγαθά στο Δημήτριο / και στους νομοθέτες, επειδή, όπως λεν, έχουν ρίξει / να χαθούν έξω από τα όρια της Αττικής όσους /
παραδίνουν στους νέους τις δυνάμεις των
λόγων» (Αθηναίος, ΙΓ’, 610e).
«Και κάποιος Σοφοκλής με απόφαση του λαού έδιωξε όλους
τους φιλοσόφους έξω από την Αττική» (ό.π.).
Το 83 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Δομιτιανός εξόρισε από τη Ρώμη όλους τους φιλοσόφους λ.χ. τον Επίκτητο.
«Οι άριστοι σε όλα Ρωμαίοι έδιωξαν τους σοφιστές από τη Ρώμη
με την πεποίθηση ότι χαλούσαν το χαρακτήρα των νέων» (Αθηναίος, ΙΓ’, 610f).
Ο Πρόκλος ήθελε να αποσύρει από την κυκλοφορία όλα τα βιβλία
εκτός από τα Τίμαιος και Χαλδαϊκά Λόγια, ώστε να εμποδίσει να
βλάψουν τους ανεκπαίδευτους (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 38).
«[Ο Μαρίνος] έδειξε στον Ισίδωρο
έναν ογκώδη σχολιασμό που είχε κάνει για τον πλατωνικό διάλογο Φίληβο, ζητώντας του να το διαβάσει,
ώστε να του πει αν θα έπρεπε να τον δημοσιεύσει. Ο Ισίδωρος τον διάβασε
προσεκτικά και μη κρύβοντας τίποτα από ό,τι σκέφτηκε, είπε απλώς ότι τα σχόλια
του δασκάλου [Πρόκλου] στον διάλογο ήταν επαρκή. Ο Μαρίνος κατάλαβε το νόημα
και αμέσως έκαψε το βιβλίο» (Δαμάσκιος, Φιλόσοφος Ιστορία, 38Α).
Στην Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου ο Σένεκας εξορίστηκε από το 41 μέχρι το 49 στην Κορσική. Την εποχή
του Νέρωνα ο Σένεκας αναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει το 65. Ο Μουσώνιος εξορίστηκε τον ίδιο χρόνο στη Γυάρο. Υπό τον Βεσπασιανό
εξορίζονται Στωικοί και Κυνικοί από το 71 μέχρι το 75 μ.Χ., ενώ
ο Δίων Χρυσόστομος που τόλμησε να
επικρίνει τον αυτοκράτορα εξορίζεται από την Ιταλία και του απαγορεύεται να
καταφύγει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βιθυνία. Την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου εξορίζεται ο φιλόσοφος Φαβωρίνος, ο οποίος κατέφυγε στη Χίο.
Επί βασιλείας Δομιτιανού «τα βιβλία του Σενεκίωνα και του Ρούστικου
[: στωικών φιλόσοφων] διατάχτηκε να καούν στην αγορά. Φαινόταν, ότι με τις
φλόγες αυτές αφανιζόταν η φωνή του λαού, η ελευθερία της Συγκλήτου, η συνείδηση
της ανθρωπότητας˙ ειδικά αφού οι διδάσκαλοι της φιλοσοφίας εξορίστηκαν»
(Τάκιτου, Αγρικόλας, 2).
Ο Δομιτιανός «Τον Ερμογένη
από την Ταρσό, τον θανάτωσε επειδή έκανε κάποιους υπαινιγμούς στην ιστορία του,
και σταύρωσε τους βιβλιοθηκάριους που την είχαν αντιγράψει» (Σουητώνιου, Δομιτιανός,
10).
Τα έργα του Οβίδιου «δεν επιτρέπονταν να γίνονται δεκτά από τις
δημόσιες βιβλιοθήκες της Ρώμης (Trist.,
3, 1, 59 κ.ε.)» (Horst Blanck, Το βιβλίο στην αρχαιότητα, σ. 174).
«Ένας ποιητής κατηγορήθηκε ότι δυσφήμησε τον Αγαμέμνονα σε μια
τραγωδία και ένας ιστορικός, επειδή αποκάλεσε τον Βρούτο και τον Κάσσιο τους
τελευταίους των Ρωμαίων. Οι συγγραφείς θανατώθηκαν και τα έργα τους
καταστράφηκαν» (Σουητώνιου, Τιβέριος, 61).
Ο φιλόσοφος Δημήτριος ο Κυνικός εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό.