Ρωτᾶς πῶς πᾶνε τὰ δικά μου. Πολὺ ἄσχημα. Δὲν ἔχω τὸν Βασίλειο, δὲν ἔχω τὸν Καισάριο, τὸν πνευματικό μου ἀδελφὸ καὶ τὸ σωματικό. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου μ’ ἐγκατέλειψαν, λέγω κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ. Τὸ σῶμα μου εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση, τὸ γῆρας βαραίνει τὸ κεφάλι μου, οἱ φροντίδες περιπλέκονται, τὰ ζητήματα ἐπιτίθενται, ἡ φιλία δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη, ἡ Ἐκκλησία χωρὶς ποιμένες. Ἔφυγαν τὰ καλά, τὰ δεινὰ προκαλοῦν, τὸ ταξίδι μας μέσα στὴ νύχτα, φάρος πουθενά, ὁ Χριστὸς κοιμᾶται. Τί μοῦ μέλλεται τάχα; Μιὰ μόνο βλέπω λύση τῶν συμφορῶν, τὸ θάνατο. Καὶ τὰ ἐκεῖ ὅμως τὰ βλέπω ζοφερά, συμπεραίνοντας ἀπὸ τὰ ἐδῶ.
Γραμμένη μετὰ τὸ 379.
Μετάφραση Ἰγνάτιος Σάκαλης